Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

θυμελικός

См. также в других словарях:

  • θυμελικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικός — ή, ό (ΑΜ θυμελικός, ή, όν) [θυμέλη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στη θυμέλη, σκηνικός, θεατρικός μσν. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυμελική η θεατρίνα, η γυναίκα ελευθέριων ηθών 2. ηθοποιός, υποκριτής αρχ. 1. (για παραστάσεις, μουσική, όρχηση… …   Dictionary of Greek

  • θυμελικά — θυμελικός of neut nom/voc/acc pl θυμελικά̱ , θυμελικός of fem nom/voc/acc dual θυμελικά̱ , θυμελικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικῶν — θυμελικός of fem gen pl θυμελικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικόν — θυμελικός of masc acc sg θυμελικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικαῖς — θυμελικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικαί — θυμελικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικοῖς — θυμελικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικοί — θυμελικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικοῦ — θυμελικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμελικούς — θυμελικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»