-
21 θερμομετρικός
η, ό[ν] температурный, термометрический;θερμομετρικός καμπύλη — температурная кривая
-
22 καμπύλ'
καμπύλᾱͅ, καμπύληcrooked staff: fem dat sg (doric aeolic)καμπύλα, καμπύλοςbent: neut nom /voc /acc plκαμπύλε, καμπύλοςbent: masc voc sgκαμπύλαι, καμπύλοςbent: fem nom /voc plκαμπύλᾱͅ, καμπύλοςbent: fem dat sg (doric aeolic) -
23 καμπύλαι
καμπύλᾱͅ, καμπύληcrooked staff: fem dat sg (doric aeolic)καμπύλοςbent: fem nom /voc plκαμπύλᾱͅ, καμπύλοςbent: fem dat sg (doric aeolic) -
24 καμπύλος
A bent, curved, opp. εὐθύς, of a bow,κ. τόξα Il.3.17
, etc.;ἅρμα 5.231
; κ. κύκλα, of wheels, ib. 722; , Sol.13.48;δίφρος Pi.I.4(3).29
; ;σελίς IG12.374.57
;κῦμα BMus.Inscr.1012
([place name] Chalcedon);κ. ἐς τὸ ἔξω Hp. Art.1
;καμπύλα τε καὶ εὐθέα Pl.R. 602c
: metaph., κ. μέλος an ode of varied metre, Simon.29; cf. καμπύλη.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμπύλος
-
25 κεκρύφαται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεκρύφαται
-
26 κάμπτω
Grammatical information: v.Meaning: `bend, bow, curve' (Il., IA.).Other forms: fut. κάμψω, aor. κάμψαι, pass. καμφθῆναι (A., Th.; v. l. Ι 158), perf. pass. κεκάμφθαι (Hp.),Compounds: often with prefix, e. g. ἀνα-, κατα-, ἐπι-, περι-, συν-; as 1. member e. g. in καμψί-πους adjunct of Έρινύς (A. Th. 791 [lyr.]), meaning uncertain,Derivatives: Substant. 1. ( ἀνα-, ἐπι-, περι-, συγ-)καμπή `bow, curvature' (IA.) with κάμπιμος `bent' (E. IT 81, verse end; after πομπή: πόμπιμος, s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 81); ἐπικάμπ-ιος `forming an ἐπικαμπή, bow, bend', milit. a. building techn. expression (Ph. Bel., Plb.). 2. ( ἀνα-, κατα-, ἐπι-, συγ- etc.) κάμψις `bow, curving' (IA.); s. Schwyzer 444 n. 11. 3. καμπτήρ, - ῆρος m. "bender, curver", as milit. and sport-term `bend, turning-point of the racing course' (X., Arist., Herod.) with καμπτήριος (sch.). 4. περικάμπτης `tergiversator' (gloss.). - Adject. 5. καμπύλος `bent, curved' (Il.; after ἀγκύλος, Chantraine Formation 250) with καμπύλη f. `crook' (Ar., Plu.), καμπουλίρ (= καμπυλίς) ἐλαίας εἶδος. Λάκωνες H., καμπυλότης `being curved' (Hp., Arist.), καμπύλλω `curve' (Hp.), also καμπυλεύομαι, καμπυλόομαι (medic.), καμπυλιάζω (Phot., Suid.); poet. lengthening καμπυλόεις (AP; Schwyzer 527). 6. ἐπι-, περι-καμπής `curved', from ἐπι-, περι-κάμπτω (vgl. Chantraine 426f., Strömberg Prefix Studies 101). 7. καμπτικός `flexible' (Arist., Poll.). 8. καμψόν καμπύλον H.; after γαμψός? (cf. Schwyzer 516, Chantraine 434, Stang Symb. Oslo. 23, 46ff.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: This root, which is well represented in Greek, has a verbal stem καμπ- without ablaut, with the primary verbal noun καμπ-ή (with καμπ-ύλος?) and κάμπ-τω with κάμψαι etc., and has in the other languages scattered nominal representatives, partly in metaph. meanings and therefore not always certain: Latv. kampis `curved wood, hook for a kettle', Lith. kam̃pas `corner, side, hidden place', also `curved wood at the collar (of a horse)', with which agree both Lat. campus `field' (prop. `(bow) Biegung, (lower field) Niederung'?) and a German. adj. `mutilated, lame', e. g. Goth. hamfs. "Beside it stands with final -b (cf. on σκαμβός) a Celtic adjective `curved', OIr. camm etc. (\< * cambo-; to which Krahe Beitr. z. Namenforschung 3, 231 connects the brook- and place-name Kobenz \< * Kambantia); cf. further Campona GN in Pannonia). - Further there are in Baltic several words for `curved etc.' with u-vowel, Lith. kum̃pas `curved', Latv. kùmpt `become bent, verschrumpfen' a. o., which may have a reduced vowel-grade, but at the same time have a popular character and therefore can only be added here with reserve." The same applies perhaps even more to a few Skt. words: kumpa- `lame in the hand' (lex.) and, because of the meaning, Skt. kampate `tremble'; cf. Mayrhofer KEWA s.vv." More forms in Pok. 525, W.-Hofmann s. campus, Fraenkel Lit. et. Wb. s. kam̃pas. - From κάμψαι perh. Lat. campsāre `sail around, bend off' (Span. cansar etc., Rice Lang. 19, 154ff.); from καμπή Lat.-Rom. camba, gamba (see Fohalle Mélanges Vendryes 157ff., Kretschmer Glotta 16, 166f.) and Alb. kāmbë `leg, foot' (Mann Lang. 17, 19 and 26, 380); from καμπύλος Osman. kambur `hump, humpy' \> NGr. καβούρης (Maidhof Glotta 10, 10); in Byz. γαμματίζω = κάμπτω, - ομαι Amantos assumes (s. Kretschmer Glotta 16, 179) a noun *γάμμα, *κάμμα. - I have maintained here Frisk's discussion, as it shows clearly how unreliable the material is; it is rather from a substratum language. To this comes that IE would require a form * kh₂mp-, a type that is quite rare. The conclusion can only be that καμπ- is of Pre-Greek origin. - Cf. on γαμψός and γνάμτω, for which I also arrived at this conclusion.Page in Frisk: 1,774-775Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κάμπτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καμπύλη — crooked staff fem nom/voc sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλῃ — καμπύλη crooked staff fem dat sg (attic epic ionic) καμπύλος bent fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλη — Ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου γραμμή και όχι ως προσδιοριστικό του είδους της γραμμής που μελετάται. Κ. νοείται το σύνολο των θέσεων ενός σημείου που κινείται μέσα στον χώρο. Ειδικότερα, μια κ. μπορεί να είναι ευθεία είτε όχι,… … Dictionary of Greek
καμπύλη — η ενν. η λ. γραμμή θηλ. του επιθ. καμπύλος ως ουσ., η γραμμή που μεταβάλλει διεύθυνση χωρίς να σχηματίζει πουθενά γωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
ισανώμαλη καμπύλη — Καμπύλη γραμμή που συνδέει πάνω στον χάρτη όλους τους τόπους που παρουσιάζουν συνήθως την ίδια θερμική ανωμαλία, δηλαδή την απομάκρυνση της μέσης θερμοκρασίας καθενός από αυτούς τους τόπους από την κανονική θερμοκρασία του αντίστοιχου κύκλου… … Dictionary of Greek
αλυσοειδής καμπύλη — Ονομάζεται έτσι η καμπύλη του επιπέδου με σχήμα της αυτό που παίρνει ένα ομοιογενές, ευλύγιστο και ανέκτατο νήμα, που κρέμεται ελεύθερα στο πεδίο της βαρύτητας από τα δύο του άκρα (φυσικά, τα σημεία στήριξης των άκρων του έχουν απόσταση μικρότερη … Dictionary of Greek
αλγεβρική καμπύλη — Βλ. λ. καμπύλη … Dictionary of Greek
εφαπτομενοειδής καμπύλη — Η γραφική παράσταση της συνάρτησης ψ = εφχ (βλ. λ. εφαπτομένη) σε ένα σύστημα ορθογώνιων καρτεσιανών συντεταγμένων. Η ε.κ. αποτελείται από άπειρες ξεχωριστές όμοιες καμπύλες, οι οποίες λαμβάνονται η μία από την άλλη με παράλληλη μετατόπιση προς… … Dictionary of Greek
κυκλοειδής — Καμπύλη που γράφεται από σημείο κείμενο σε περιφέρεια κύκλου, όταν η περιφέρεια μετακινείται, χωρίς να ολισθαίνει, πάνω σε ευθεία· κάθε καμπύλη του επιπέδου που παράγεται ως εξής: έστω σε ένα επίπεδο Ε μια καμπύλη Γ, ένας κύκλος του Κ εφαπτόμενος … Dictionary of Greek
ισόθερμος — Καμπύλη που συνδέει τα σημεία της Γης όπου οι μεταβολές της θερμοκρασίας του αέρα είναι οι ίδιες σε ορισμένη χρονική στιγμή. * * * η, ο, θηλ. και ος 1. αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία με κάποιον άλλο 2. φυσ. (για μετατροπή καταστάσεων) αυτή… … Dictionary of Greek