-
1 κηδεακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεακός
-
2 κηδεία
κηδ-εία, ἡ,A care for the dead, funeral, A.R.2.836;κ. καὶ περιστολή D.H.3.21
, BGU896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; mourning,ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας SIG1219.14
(Gambreum, iii B.C.).II connexion by marriage, alliance,κηδείαν ξυνάψαι τινί E.Supp. 134
;συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κ. X.Mem.2.6.36
;κ. συνάπτεσθαι πρός τινα Plb. 1.9.2
;ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ.. κηδείαν Arist.Pol. 1262a11
; κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις ib. 1280b36; ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. ib. 1307a39. -
3 κήδειος
κήδ-ειος, ον,A cared for, beloved,τρεῖς τε κασιγνήτους, τούς μοι μία γείνατο μήτηρ, κηδείους Il.19.294
.2 [voice] Act., careful of, or caring for, c.gen., (lyr.).II of a funeral or tomb, sepulchral,χοαί A.Ch.87
, 538; κ. θρίξ offered on a tomb, ib. 226;κ. οἴκτοισιν E.IT 147
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήδειος
-
4 κήδευμα
2poet. for κηδεστής, one who is so connected, S.OT 85, E.Or. 477.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήδευμα
-
5 κηδεύσιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδεύσιμος
-
6 κήδευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήδευσις
-
7 κηδευτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδευτής
-
8 κηδεύω
2 esp. attend to a corpse, bury, , cf.E.Rh. 983;μ' ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν IG14.1860
: also in Prose, Plb.5.10.4, etc.; , cf. Plu.Alex.56;βασιλέων κηδευομένων Arist.Fr. 519
, cf. Wilcken Chr. 499 (ii/iii A.D.);κεκηδευμένος νεκρὸς ἐν μέλιτι J.AJ14.7.4
;εἰς ἣν [σορὸν] οὐδενὶ ἔξεσται ἕτερον πτῶμα κηδεῦσαι CIG3028.3
([place name] Ephesus), cf.POxy.1067.6 (iii A.D.).3 = κηδεμονεύω, in [voice] Pass., Cod.Just.3.10.1.1.II contract a marriage, of the bridegroom, ally oneself in marriage, (lyr.): c.acc. cogn., κ. λέχος marry, S.Tr. 1227: c.dat.pers., ally oneself with.., E.Hipp. 634, Fr. 395, D.59.81, Men.Epit. 427, etc.;κ. ὅτῳ θέλουσιν Arist.Pol. 1307a37
; become the son-in-law of, Moer. p.368 P.:—in [voice] Pass., to be married, E.Ph. 347 (lyr.).2 c.acc.pers., make one's kinsman by marriage, Id.Hec. 1202; also κ. τὴν θυγατέρα τινί to marry her to some one, J.AJ6.10.2: abs., οἱ κηδεύσαντες those who formed the marriage, E.Med. 367. -
9 κήδιστος
A most worthy of one's care, most cared for, κήδιστοί τ' ἔμεναι καὶ φίλτατοι Il.9.642;κ. ἑτάρων ἦν κεδνότατός τε Od.10.225
.II κήδιστοι, οἱ, those nearest allied by marriage, 8.583.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήδιστος
-
10 κήδομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κήδομαι
-
11 κηδομένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδομένως
-
12 κηδοσύνη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδοσύνη
-
13 κηδόσυνος
κηδ-όσῠνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κηδόσυνος
-
14 κήδω
Aἔκηδον Il.5.404
, [dialect] Ep.κήδεσκον Od.23.9
: [tense] fut.κηδήσω Il.24.240
:—[voice] Med. and [voice] Pass., [tense] pres. in Hom., etc.; [dialect] Dor.imper.: [dialect] Ep. [tense] impf.κηδέσκετο Od.22.358
: [tense] fut. κεκᾰδήσομαι Il. 8.353: [tense] aor. imper. (lyr.): [tense] pf. κέκηδα (in [tense] pres. sense) Tyrt.12.28.I [voice] Act., trouble, distress, c.acc.pers.,ὃς τόξοισιν ἔκηδε θεούς Il.5.404
; μῆλα δὲ κήδει (sc. χειμών) 17.550;ὅττι ἑ κήδοι Od.9.402
;ὅτι μ' ἤλθετε κηδήσοντες Il.24.240
;Λύγδαμιν οὐ γὰρ ἐμὴ τῆμος ἔκηδε κάσις Call.Aet.3.1.23
:—[voice] Act. only in [dialect] Ep. and Eleg.II [voice] Med. and [voice] Pass., to be concerned, care for..: c. gen., of persons or cities,κήδετο γὰρ Δαναῶν Il.1.56
; τίη δὲ σὺ κήδεαι οὕτως ἀνδρῶν; 6.55; , cf. 11.665;ὅς τέ μευ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος Od.22.358
, cf. Hdt.1.209, 9.45, S.Aj. 203 (anap.), Th.6.14, Pl.Chrm. 173a, Ph.1.359, etc.;Ἄργεος Call. Lav.Pall.
l.c.; mourn for..,Epigr.Gr.
243.25 (Pergam.): c. gen.rei,τῶν ἀλφίτων Ar.Nu. 106
;τῆς πολιτείας Arist.Pol. 1320a6
;τῶν ἔργων POxy.1682.13
(iv A.D.): folld. by a Verb,κ. μὴ ἀπόλωνται Hdt.7.220
;κ.ἵνα μὴ δύῃ Pl.Plt. 273d
;κ. φόβῳ τοῦ πνιγῆναι Aët.8.63
: abs. in part. κηδόμενος, η, ον, caring for a person, anxious,φιλέουσά τε κηδομένη τε Il.1.196
; ἀνέρι κηδομένῳ distressed, 16.516; freq.in Hom. at end of verse, κηδόμενός περ, κηδομένη περ, Il.7.110, 1.586;εὐνοῶν τε καὶ κ. Ar.Nu. 1410
; [dialect] Dor.καδόμενος Pi.O.6.47
.2 Inscrr., take charge of,τοῦ μνημείου τούτου ἡ γερουσία κ. SIG1244
(Cos, ii/iii A.D.), cf. 1228 (Ephesus, iii A.D.). -
15 κῆδος
2 anxiety, grief, Il.13.464, al. (v. infr.11): mostly in pl., troubles,Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν Il.1.445
; ;ὅσ' ἐμῷ ἔνι κ. θυμῷ 18.53
, cf.Od.4.108;ὁππόσα κήδε' ἀνέτλης 14.47
.b esp. for the dead, funeral rites, mourning,πατέρι δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ λεῖπ' Il.5.156
, etc.;θάνατος καὶ κ. 4.270
; κήδε' ἐμῶν ἑτάρων mourning for them, 22.272;κ. στονόεντα Archil.9
, cf. A.Ch. 469 (lyr.), Plu.Sol.12, etc.: sg.,κᾶδος φθιμένου θήκασθαι Pi.P.4.112
, cf. N.1.54; ἅμα κήδεϊ when there is a death in the family, Hdt.2.36; ἐς τὸ κ. ἰέναι to attend the funeral, Id.6.58, cf. SIG1218.18 (Iulis, v B.C.);ἐπὶ τὸ κ. ἀφικέσθαι Isoc.19.31
;θυραῖον κ. ἐς τάφον φέρειν E.Alc. 828
;ὅταν οἰκεῖον.. κ. γένηται Pl.R. 605d
; εἰς τὰ κήδη.. οἱ συγγενεῖς ἀπαντῶσι attend at funerals, Arist.EN 1165a20.II connexion by marriage, Hdt.7.189;κ. ἐγγενές A.Supp. 331
; κ. Ἀδράστου λαβών, i.e. having married his daughter, E.Ph.77, cf. S.OC 379;κατ' ἐπιγαμίαν τῷ ἀσκητῇ κ. συνάπτειν Ph.1.553
; τὸ κ. ξυνάψασθαι τῆς θυγατρός contract the marriage for one's own daughter, Th.2.29; so some wrongly explain Il.13.464, cf. 15.245, 16.516 (v.supr.1.2a). -
16 κεδνός
A careful, diligent, trusty,ἄναξ Od. 14.170
, etc.;ἀμφίπολος 1.335
;πολῖται Pi.P.4.117
;οἰακοστρόφος A. Th.62
, E.Med. 523;στρατόμαντις A.Ag. 122
(lyr.);γυνή E.Alc.97
(lyr.): generally, noble,Φοίνικος κόρα B.16.29
;παρθένος Pi.P.9.122
.2 [voice] Pass., cared for, cherished, dear, οἵ οἱ κεδνότατοι (v.l. κήδι στοι)καὶ φίλτατοι ἦσαν Il.9.586
;ὅς μοι κήδιστος.., κεδνότατός τε Od. 10.225
;τοκῆες Il.17.28
, cf. Pi.I.1.5; , Pi.Pae.6.12, 105;ἀδελφεοί B.5.118
; [ ἄλοχος] Id.3.33; .II of things, Hom. only in neut.pl., κεδνὰ ἰδυῖα true-hearted, Od.1.428, 19.346, al.;ἤθεα κ. Hes.Op. 699
;πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.72
; κ. χάρις valued, prized, Id.O.8.80; φροντίς, βουλεύματα, wise, A.Pers. 142 (lyr.), 172(troch.); ; of news, good, joyful, Id.Ag. 622, cf. 261;οὔπω τι κ. ἔσχον S.Aj. 663
;κεδνὰ πράξειν E.Alc. 605
(lyr.).
См. также в других словарях:
κάπνειος — και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α) (ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ειος / εος (πρβλ. κήδ ειος / κήδ εος, τέλ ειος / τέλ εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.] … Dictionary of Greek
κηδεμόνας — ο, η (Α κηδεμών, όνος, ό) αυτός που επιβλέπει και φροντίζει άτομο ανήλικο ή υπεξούσιο (α. «να έρθεις στο σχολείο αύριο με τον κηδεμόνα σου» β. «τοῡδε γὰρ σὺ κηδεμών», Σοφ.) αρχ. (γενικά) 1. αυτός που έχει τη φροντίδα προσώπου ή πράγματος, ο… … Dictionary of Greek
κουρόσυνος — (I) κουρόσυνος, ον (Α) νέος, νεαρός, νεανικός («τρίχα τήνδε κουρόσυνον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῦρος + όσυνος (πρβλ. κηδ όσυνος, χαρμ όσυνος)]. (II) κουρόσυνος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κούρεμα τών μαλλιών 2. (το ουδ. στον … Dictionary of Greek
Φαιστός — Πανάρχαια και ονομαστή πόλη της Κρήτης, δεύτερη σε σημασία μετά την Κνωσό, γι’αυτό και η παρουσία της στην αρχαία ελληνική γραμματεία είναι πληθωρική. Αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο (Ιλιάδα Β 648 – Οδύσσεια γ 269) ως πόλη ευ ναιετάωσα,… … Dictionary of Greek
θυέστης — Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται ότι ήταν γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας, αδελφός του Ατρέα, από τον οποίο κληρονόμησε το βασιλικό σκήπτρο των Μυκηνών και το κληροδότησε στον Αγαμέμνονα. Ο Ατρέας και ο Θ. σκότωσαν, με τη συνενοχή της μητέρας… … Dictionary of Greek
κήδιστος — κήδιστος, ίστη, όν (Α) 1. ο άξιος μεγάλης φροντίδας και επιμέλειας («κήδιστοι τ ἔμεναι καὶ φίλτατοι», Ομ. Ιλ.) 2. αγαπημένος, προσφιλής («ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν», Ομ. Ιλ.) 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κήδιστοι οι πλησιέστατοι συγγενείς εξ… … Dictionary of Greek