-
1 στρατόμαντις
στρατόμαντιςprophet to the army: masc nom sg -
2 στρατόμαντις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στρατόμαντις
-
3 κεδνός
A careful, diligent, trusty,ἄναξ Od. 14.170
, etc.;ἀμφίπολος 1.335
;πολῖται Pi.P.4.117
;οἰακοστρόφος A. Th.62
, E.Med. 523;στρατόμαντις A.Ag. 122
(lyr.);γυνή E.Alc.97
(lyr.): generally, noble,Φοίνικος κόρα B.16.29
;παρθένος Pi.P.9.122
.2 [voice] Pass., cared for, cherished, dear, οἵ οἱ κεδνότατοι (v.l. κήδι στοι)καὶ φίλτατοι ἦσαν Il.9.586
;ὅς μοι κήδιστος.., κεδνότατός τε Od. 10.225
;τοκῆες Il.17.28
, cf. Pi.I.1.5; , Pi.Pae.6.12, 105;ἀδελφεοί B.5.118
; [ ἄλοχος] Id.3.33; .II of things, Hom. only in neut.pl., κεδνὰ ἰδυῖα true-hearted, Od.1.428, 19.346, al.;ἤθεα κ. Hes.Op. 699
;πολίων κυβερνάσιες Pi.P.10.72
; κ. χάρις valued, prized, Id.O.8.80; φροντίς, βουλεύματα, wise, A.Pers. 142 (lyr.), 172(troch.); ; of news, good, joyful, Id.Ag. 622, cf. 261;οὔπω τι κ. ἔσχον S.Aj. 663
;κεδνὰ πράξειν E.Alc. 605
(lyr.).
См. также в других словарях:
στρατόμαντις — prophet to the army masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατόμαντις — άντεως, ὁ, Α μάντης στην υπηρεσία τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + μάντις] … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek
στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και … Dictionary of Greek