-
1 ἰνδάλλομαι
Grammatical information: v.Meaning: `appear, seem' (Il., Att.)Other forms: only present-stem except ἰνδάλθην (Lyc., Max.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Formed like ἀγάλλομαι (Schwyzer 725) and so perh. from a noun *ἴνδαλον v. t. or built after such a noun. "letzten Endes zu ἰδεῖν, εἶδος (s. vv.)" [Frisk]; on the λ-stem cf. εἴδωλον, on the digamma Chantraine Gramm. hom. 1, 142. The nasal comes from a present, that is found "in anderer Bedeutung" (Frisk) in Skt. vindáti `find' and in several Celtic forms, e. g. OIr. ro-finnadar `finds out'; also in Celtic nouns e. g. OIr. find, Welsh Vindo-(magus, - bona) `white', Celt. *u̯indo-, the nasal taken from the present. On ἰνδαλμός cf. esp. σχινδαλμός (s.v.). - The conclusion is drawn too quickly. For the meaning one might as well compare εἰκ- `seem' (which is impossible for the κ). The formation with - αλ- (- αλμος) is non-IE; for σχινδαλμός and ὀφθαλμός this is evident from their variants ( σχ-\/ σκ-, - ινδ-\/ιδ, - αλ(α)μος) s.vv. As the examples εἴδωλον, εἴκελος show, IE forms have - ελ-, - ωλ-, not - αλ-. Therefore the word is rather Pre-Greek. The agreement in form and meaning is just like that in ὀφθαλμός; some such cases are only to be expected.Page in Frisk: 1,727Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἰνδάλλομαι
-
2 κυλίνδω
Grammatical information: v.Meaning: `roll, turn over' (Il.),Other forms: - ομαι, - έω, - έομαι (Att.), fut. κυλί̄σω (Att.), κυλινδήσω (late), aor. κυλῖσαι (Pi., IA.), pass. - ισθῆναι (Il.; - ινδηθῆναι Str.), perf. midd. κεκύλισμαι (Luc., Nonn.) ; from κυλῖσαι ( \< - ίνδ-σαι) pres. κυλί̄ω (Ar.) ;Dialectal forms: note κύλινδροςDerivatives: 1. κύλινδρος m. `rolling stone, tumbler, cylindre etc.' (Demoχr. 155, hell.) with κυλίνδρ-ιον, - ίσκος, - ικός, - όω (hell.). 2. κύλῑσις `rolling, turning over' (Arist.), - ισμός `id.' (Thd.), - ισμα `roll etc.' (Sm.), - ίστρα `place for horses to roll' (X., Poll.), - ιστός m. `packet' (pap.); τρι-κύλιστος (Epicur. Fr. 125), on the unclear meaning De Witt ClassPhil. 35, 183. 3. κυλίνδησις `rolling' (Pl., Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Has the same unclear νδ-element as the synonymous ἀλίνδω, - έω, καλινδέομαι (s. vv.); also further unclear. Mostly connected with κυλλός `curved, lame' (s. v.) "zu einer allumfassenden Wurzel ( s)kel- `bent, curved' (s. κῶλον, σκέλος)". The word is hardly IE.Page in Frisk: 2,46Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυλίνδω
См. также в других словарях:
Ελεφάντα — (ινδ. Gharapuri). Νησί (10 τ. χλμ.) της Ινδίας, στον όρμο της Βομβάης, κοντά στον ποταμόκολπο του Θάνα. Απέχει περίπου 6 ναυτικά μίλια από τη Βομβάη. Το νησί είναι γνωστό για τους περίφημους ινδουιστικούς (βραχμανικούς) ναούς του 8ου αι., που… … Dictionary of Greek
Καλκούτα — (ινδ. Kolkata, αγγλ. Calcutta). Πόλη (4.580.544 κάτ. το 2001) της Ινδίας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της χώρας και είναι πρωτεύουσα του ομόσπονδου κράτους της Δυτικής Βεγγάλης. Αναπτύχθηκε στην αριστερή όχθη του Xούγκλι, του… … Dictionary of Greek
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φύω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. φυίω Α 1. (μτβ.) συντελώ στο να φυτρώσει κάτι, εκφύω 2. μέσ. φύομαι (κυρίως για φυτά και δέντρα) φυτρώνω, εκφύομαι αρχ. 1. (αμτθ.) α) (για φυτά και δέντρα) εκφύω βλαστούς, βλαστάνω («δρύες... αἵτε φύοντι παρ ὄχθαισιν ποταμοῑο»,… … Dictionary of Greek
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
ημείς — (AM ἡμεῑς) ονομ. πληθ. τής προσ. αντων. εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. τής ονομ. (ιων. αττ. ἡμεῖς, δωρ. ἁμές, αιολ. ἄμμες) προήλθαν, όπως και στη λατ. (ονομ., αιτ. nos), από το θ. τής αιτ. (ιων. αττ. ἡμέ , δωρ. ἁμέ , αιολ. ἄμμε ) + κατάλ. τών ον. ες (ἡμέ ες … Dictionary of Greek
ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek