-
1 κυλίνδω
Grammatical information: v.Meaning: `roll, turn over' (Il.),Other forms: - ομαι, - έω, - έομαι (Att.), fut. κυλί̄σω (Att.), κυλινδήσω (late), aor. κυλῖσαι (Pi., IA.), pass. - ισθῆναι (Il.; - ινδηθῆναι Str.), perf. midd. κεκύλισμαι (Luc., Nonn.) ; from κυλῖσαι ( \< - ίνδ-σαι) pres. κυλί̄ω (Ar.) ;Dialectal forms: note κύλινδροςDerivatives: 1. κύλινδρος m. `rolling stone, tumbler, cylindre etc.' (Demoχr. 155, hell.) with κυλίνδρ-ιον, - ίσκος, - ικός, - όω (hell.). 2. κύλῑσις `rolling, turning over' (Arist.), - ισμός `id.' (Thd.), - ισμα `roll etc.' (Sm.), - ίστρα `place for horses to roll' (X., Poll.), - ιστός m. `packet' (pap.); τρι-κύλιστος (Epicur. Fr. 125), on the unclear meaning De Witt ClassPhil. 35, 183. 3. κυλίνδησις `rolling' (Pl., Plu.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Has the same unclear νδ-element as the synonymous ἀλίνδω, - έω, καλινδέομαι (s. vv.); also further unclear. Mostly connected with κυλλός `curved, lame' (s. v.) "zu einer allumfassenden Wurzel ( s)kel- `bent, curved' (s. κῶλον, σκέλος)". The word is hardly IE.Page in Frisk: 2,46Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κυλίνδω
См. также в других словарях:
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek