Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θηραμα

  • 41 шумовой

    επ.
    θορυβώδης, βουερός• ηχηρός. || (για θήραμα) προγκ ισμένος (από το θόρυβο).
    εκφρ.
    шумовой оркестр – ορχήστρα κρουστών οργάνων•
    - ое оформление спектакля – η ηχητική ρύθμιση του θεάματος.

    Большой русско-греческий словарь > шумовой

  • 42 θήρημα

    θήρημα, [full] θηρητήρ, [suff] θηρ-ήτειρα, [suff] θηρ-ήτωρ, [dialect] Ion. for θήρᾱμα, etc.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θήρημα

  • 43 θήρ

    Grammatical information: m.
    Meaning: `wild animal, beast of prey' (Il.).
    Other forms: Aeol. φήρ, - ρός
    Compounds: Compp., e. g. θηρο-φόνος `killing wild' (Thgn.), Θηρε-φόνα (Paus. 5, 3, 3; on the comp. vowel - ε- Schwyzer 438); ἔν-θηρος `full of wild' (trag.), ἄ-θηρος (Hdt., A.) `without wild', also `without hunting' (from θήρα; Sommer Nominalkomp. 149f.).
    Derivatives: θηρίον `wild animal, hunted animal' (Od.; Wackernagel Unt. 218; orig. soothing diminutive, Sieberer Sprache 2, 112); posthhom. also `animal', with several derivv.: diminut. θηρίδιον (Thphr.), θηρά̄φιον (Damokr. ap. Gal.; Wackernagel Glotta 4, 243f.); prob. as backformation, θήραφος `spider' (Cyren. 62; acc. to Strömberg Wortstudien 23 as "hunted animal" from θήρα, θηρᾶν); θηριακός `regarding the enimals' (medic.), θηριώδης `full of wild animals, animal-like' (IA); θηριότης `being of an animal' (Arist); denomin.: 1. θηριόομαι, - όω `be changed into an animal' (Pl., Eub.) with θηρίωσις (Luc.); beside it θηρίωμα `malignant ulcer' from θηρίον `id.' (medic.); 2. θηριάζομαι `id.' ( Corp. Herm. 10, 20). - θήρειος `belonging to (the) wild (animals ' (IA). - Denominative verbs: 1. θηράω `hunt' (A.), perf. ptc. πεφειράκοντες (Thess.); from there θηρατήρ, - άτωρ (- ρητ-) `hunter' (Il.; on - τήρ: - τωρ Benveniste Noms d'agent 46 with the objections of Fraenkels Gnomon 22, 161) with θηρατήριος (S.); also θηρατής `id.' (Ar.) mit θηρατικός (X.); θήραμα `hunting booty' (E.), θήρατρον `apparatus for hunting, net' (X.); θηράσιμος `worth the hunting, the trying' (A. Pr. 858; cf. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 63). Here also as backformation θήρα `hunt, booty' (Il.) with θηροσύνη `id.' (Opp., AP), θηρότις θηρεύτρια H. (after ἀγρότις). As 2. member - θήρας, e. g. ὀρνιθο-θήρας `birdcatcher' (Ar., Arist.). 2. θηρεύω `hunt' (τ 465) with θηρευτής `hunt' (Il.), θηρευτικός (Ar., X., Arist.), also θηρευτήρ (Opp.), f. θηρεύτρια (pap.), θήρευμα `hunting booty' (S., E., Pl.), θήρευσις `hunt' (Ph). - See Chantraine Ét. sur le vocab. grec 65ff.; also Fraenkel Nom. ag. (s. index); and Porzig Satzinhalte 234.
    Origin: IE [Indo-European] [493] *ǵʰueh₁r- `wild animal
    Etymology: With the pluralforms θῆρες, θηρῶν agree exactly the East Lith. forms žvė́res, žvėrų̃, IE *ǵhu̯ēr-es, -om; with transform. to the i-declension sing. Lith. žverìs, OCS zvěrь `id.'. Beside it with short stemvowel Lat. fĕrus `wild'. Details in W.-Hofmann s. ferus, Vasmer Russ. et. Wb. s. zverь; Pok. 493.
    Page in Frisk: 1,671-672

    Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θήρ

  • 44 Booty

    subs.
    P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    Arms taken from the foe: P. and V. σκῦλα, τά (sing. also in V.), σκευλεύματα, τά, V. λφυρα, τά.
    Person or thing preyed on: V. σκῦλον, τό, ἕλωρ, τό, ἕλκημα, τό, διαφθορά, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Thing to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ, V. θοινατήριον, τό, θοίνη. ἡ.
    Drive off booty, v.: V. λεηλατεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Booty

  • 45 Catch

    v. trans.
    P. and V. αἱρεῖν, λαμβνειν, καταλαμβνειν, συλλαμβνειν, Ar. and V. μάρπτειν.
    Seize: P. and V. ἁρπάζειν, συναρπάζειν.
    Catch by hunting: P. and V. θηρᾶν (or mid.) (Xen.), θηρεύειν, ἀγρεύειν (Xen.).
    Overtake: P. ἐπικαταλαμβάνειν.
    Catch something thrown: P. and V. ἐκδέχεσθαι.
    Catch in the act: P. and V. ἐπʼ αὐτοφώρῳ λαμβνειν, or use also P. and V. λαμβνειν, καταλαμβνειν (Eur., Cycl. 260), αἱρεῖν, εὑρίσκειν, ἐφευρίσκειν, φωρᾶν, P. καταφωρᾶν.
    Be caught in the act: use also P. and V. λίσκεσθαι.
    Caught in the act: V. ἐπληπτος.
    Catch ( a disease): P. λαμβνειν (Dem. 294), ἀναπίμπλασθαι (gen.), P. and V. ἐπιλαμβνεσθαι (dat.), V. πλησθῆναι (dat.) (aor. pass. of πιμπλάναι), λαμβνεσθαι (dat.), ἐξαίρεσθαι (Soph., Trach. 491), κτᾶσθαι (Eur., Or. 305).
    So that the former soldiers also caught the disease from Hagnon's force: P. ὥστε καὶ τοὺς προτέρους στρατιώτας νοσῆσαι ἀπὸ τῆς σὺν Ἅγνωνι στρατιᾶς (Thuc. 2, 58).
    Easy to catch, adj.: P. εὐάλωτος.
    Hard to catch, adj.: P. δυσάλωτος.
    This I deem a general's part to know well where his enemy may best be caught: V. τὸ δὲ στρατηγεῖν τοῦτʼ ἐγὼ κρίνω, καλῶς γνῶναι τὸν ἐχθρὸν ᾗ μάλισθʼ ἁλώσιμος (Eur., frag.).
    Be caught in a storm: P. and V. χειμάζεσθαι.
    V. intrans. P. ἐνέχεσθαι; see be entangled.
    The scythe caught somewhere in the tackling of the ship: P. τὸ δρέπανον ἐνέσχετό που ἐν τοῖς τῆς νεὼς σκεύεσι (Plat., Lach. 183E).
    Catch at: P. and V. λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.).
    Catch fire: P. and V. ἅπτεσθαι.
    Catch in: see be entangled in.
    Catch up, overtake, v. trans.: P. ἐπικαταλαμβάνειν.
    Interrupt in speaking: P. ὑπολαμβάνειν.
    Snatch up: P. and V. ἁρπάζειν, ναρπάζειν; see Snatch.
    ——————
    subs.
    Trick: P. and V. πτη, ἡ, δόλος, ὁ (rare P.).
    Thing caught: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    Of a door: use P. and V. μοχλός, ὁ, Ar. and V. κλῇθρα, τά.
    Bolt pin: Ar. and P. βλανος, ἡ.
    Draught of fish: V. βόλος, ὁ.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Catch

  • 46 Prey

    subs.
    Booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.
    Quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ, (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    A prey for ( generally of persons): V. σκῦλον, τό (dat.), ἕλωρ, τό (dat.), ἁρπαγή, ἡ (gen. or dat.), ἕλκημα, τό (gen.), διαφθορά, ἡ (dat.).
    Victim to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), V. θοίνη, ἡ (dat.), θοινατήριον, τό (dat.); see under Food.
    Be a prey to, be haunted by, met.: P. and V. συνεῖναι (dat.). συνέχεσθαι (dat.), ἐνέχεσθαι (dat.).
    Be troubled by: P. and V. νοσεῖν (dat.).
    A prey to: use adj., P. and V. σύνοικος (dat.) (Plat.).
    They were ruined by falling a prey to personal quarrels: P. ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν (Thuc. 2, 65).
    They thought that the Athenians being engaged in double war both against them and the Sicilian Greeks would fall an easier prey: P. τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας πρός τε σφᾶς καὶ Σικελιώτας εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι (Thuc. 7, 18).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prey

  • 47 Prize

    subs.
    P. and V. ἆθλον, τό.
    Take the prize, v.: P. and V. ριστεύειν (Plat.).
    Prize of victory, subs.: P. and V. νικητήρια, τά, V. ἐπνκια, τά.
    First prize: P. πρωτεῖα, τά (rare sing.).
    Second prize: P. δευτερεῖα, τά.
    Third prize: P. τριτεῖα, τά.
    Prize of valour: P. and V. ριστεῖα, τά (rare sing.), V. καλλιστεῖα, τά.
    Win the prize of valour, v.: P. and V. ριστεύειν (Plat.).
    Prize of beauty, subs.: V. καλλιστεῖα, τά (rare sing.).
    Win the prize of beauty, v.: V. καλλιστεύεσθαι.
    Quarry, subs.: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.) ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, περὶ παντὸς ἡγεῖσθαι. V. πολλῶν ἀξιοῦν.
    Honour: P. and V. τιμᾶν.
    Heed: P. and V. ἐπιστρέφεσθαι (gen.), κήδεσθαι (gen.) (rare P.), φροντίζειν (gen.), V. ἐναριθμεῖσθαι, προκήδεσθαι (gen.).
    Prize-work, show-piece: P. ἀγώνισμα, τό (Thuc. 1, 22).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prize

  • 48 Quarry

    subs.
    Prey, booty: P. and V. ἄγρα, ἡ (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.
    Stone quarry: P. ἐργαστήριον, τό, λιθοτομίαι, αἱ.
    ——————
    v. trans.
    P. and V. τέμνειν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Quarry

  • 49 capture

    1) κατάληψη
    2) θήραμα
    3) κυρίευση
    4) αιχμαλωσία
    5) σύλληψη

    Dictionnaire Français-Grec > capture

  • 50 chasse

    1) κυνήγι
    2) καταδίωξη
    3) θήραμα

    Dictionnaire Français-Grec > chasse

См. также в других словарях:

  • θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • θήραμα — το, ατος 1. το ζώο που πιάστηκε ή σκοτώθηκε στο κυνήγι: Έφερε πολλά θηράματα σήμερα. 2. το ζώο που μπορεί να κυνηγήσει κάποιος: Εξαφανίστηκαν τα θηράματα απ αυτήν την περιοχή. – Παγιδεύω το θήραμα. 3. μτφ., ό,τι επιδιώκει να αποκτήσει κάποιος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θήραμα — θήρᾱμα , θήραμα prey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • αγρίμι — Κάθε τετράποδο θηλαστικό σε άγρια κατάσταση, θηρίο· το αγριοκάτσικο ή αίγαγρος· άγριο πτηνό· το αγρευόμενο ζώο, το αγριμαίο, το θήραμα· μεταφορικά ο δύστροπος, ακοινώνητος, άξεστος, σκληροτράχηλος άνθρωπος. * * * το (Μ ἀγρίμιν) 1. κάθε τετράποδο… …   Dictionary of Greek

  • δόκανο — Παγίδα για τη σύλληψη άγριων ζώων ή πουλιών. Αποτελείται από δύο τοξοειδή ελάσματα, που συγκρατούνται με ένα σύστημα ελατηρίων στην κατάλληλη θέση για την παγίδευση του θηράματος. Όταν το θήραμα πιέσει τα ελατήρια, το σύστημα που συγκρατεί τα δύο …   Dictionary of Greek

  • θήρευμα — το (Α θήραμα) [θηρεύω] θήραμα, λεία, λάφυρο αρχ. στον πληθ. τὰ θηρεύματα το κυνήγι …   Dictionary of Greek

  • κέφαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πανδιόνα και της Έρσης (κόρης του Κέκροπα) ή της Κρέουσας, επώνυμος του δήμου Κεφαλής και του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ερωτεύτηκε την Πρόκριδα, την παντρεύτηκε και ζούσε …   Dictionary of Greek

  • σκύλος — Δακτυλοβάμον θηλαστικό της οικογένειας των Κυνιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ανάλογα με τις ράτσες, ο κατοικίδιος σ. (Canis familiaris) έχει σχήμα και όψεις αξιοσημείωτα διαφορετικές· οι διαστάσεις του μπορούν να ποικίλλουν από πάνω από 90 εκ.… …   Dictionary of Greek

  • άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»