-
1 θέραψ
θέραψmasc nom /voc sg -
2 θέραψ
θέραψ, ᾰπος, ὁ, poet.,= θεράπων, rare in sg., Epigr.Gr.415.3 ([place name] Alexandria): acc., Βακχιακὸν θέραπα (of Anacreon) APl.4.306.10 (Leon.), cf.IGRom.4.1655 ([place name] Notium): usu. in nom. pl., -
3 θεράπων
θέραψmasc gen plθεράπωνAn Ox.masc nom sg -
4 θέραπα
θέραψmasc acc sg -
5 θέραπας
θέραψmasc acc pl -
6 θέραπες
θέραψmasc nom /voc pl -
7 θεράπων
θεράπων, - οντοςGrammatical information: m.Meaning: `attendant, companion' (Il.).Other forms: Aeol. - ονος [gramm.]; s. below; also θαραπ- Fur. 352, prob. recent. Note θεραπν-. Also θέραψ, - απος.Derivatives: Diminutive θεραπόντιον (D. L.). θεράπαινα f. `servant, maid' (IA), with θεραπαινίς, - ίδιον (Pl., Men.); also θεράπνη `id.' (h. Ap. 157; s. below) with θεραπνίς (AP); unclear θεραποντίς adjunct of φερνή (A. Supp. 979). - Also θέραψ, - απος m., mostly plur. `id.' (E.) with θεράπιον (Hyp.), - πίς (Pl. Mx. 244e). Denomin. verb θεραπεύω `serve, honour, care for, heal' (since ν 265) with several nouns: θεραπεία, Ion. - ηΐη, θεράπευμα `serving etc.' (IA), θεράπευσις `id.' (Phld.); θεραπευτής `servant' (IA) with θεραπευτικός (Pl., X., Arist.), also θεραπευτήρ (X., Aristox.; prob. Dorian, Fraenkel Nom. ag. 2, 54f.) with θεραπευτρίς (Ph.), - εύτρια (EM); θεραπήϊος = θεραπευτικός (AP), - ηΐς f. (Orac. ap. Jul. Ep. 88b).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Except as `servant' θεράπνη in Eur. and successors means also `dwelling, habitation' ( θεράπναι αὑλῶνες, σταθμοί H.), which reminds of δοῦλος ἡ οἰκία H. (cf. s. v.); one might assume the meaning `house', coll. `servants'. From θεράπνη `house' we can hardly separate Laconian GN Θεράπνα, - ναι; this points to Pre-Greek origin of the whole group. Kretschmer Glotta 28, 269f. (also id. Glotta 24, 90ff.; on meaning and spread also E. Kretschmer Glotta 18, 72ff.) wrongly sees it as "protoindogermanische" variant of τέραμνα; (with θέραψ Lat. trabs `beam' would be cognate). Thus v. Windekens Le Pélasgique 89f. But θεράπνη can be derived from θεράπων (s. Sommer Nominalkomp. 145; on the secondary ντ-stem cf. θεράπαινα and Schwyzer 526 w. n. 3); cf. Schwyzer 489 w. n. 4. - N. van Brock, Rev. Hitt. As. 959, 117-126 compares Hitt. tarpassa.Page in Frisk: 1,663-664Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεράπων
-
8 θεράπιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεράπιον
См. также в других словарях:
θέραψ — θέραψ, ὁ (Α) θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*. ΠΑΡ. θεραπεύω αρχ. θεράπιον, θεραπίς] … Dictionary of Greek
θέραψ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — θέραψ masc gen pl θεράπων An Ox. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραπα — θέραψ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραπας — θέραψ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέραπες — θέραψ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek
θεράπιον — θεράπιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θέραψ* … Dictionary of Greek
θεραπίς — θεραπίς, ίδος, ἡ (Α) [θέραψ] η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.) … Dictionary of Greek
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek