Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θεράπνη

См. также в других словарях:

  • θεράπνη — θεράπνη, ή (Α) 1. υπηρέτρια («λιποῦσ Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.) 2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι αὐλῶνες* σταθμοί» 4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι …   Dictionary of Greek

  • Θεράπνη — handmaid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπνη — handmaid fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεράπνῃ — Θεράπνη handmaid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπνῃ — θεράπνη handmaid fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπναι — θεράπνη handmaid fem nom/voc pl θεράπνᾱͅ , θεράπνη handmaid fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεραπνᾶν — Θεράπνη handmaid fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπνᾶν — θεράπνη handmaid fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεράπναις — Θεράπνη handmaid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπναις — θεράπνη handmaid fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεράπνην — Θεράπνη handmaid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»