Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

θεράπευμα

См. также в других словарях:

  • θεράπευμα — θεράπευμα, τὸ (Α) [θεραπεύω] 1. (για θεούς ή ήρωες) λατρεία 2. περιποίηση, υπηρεσία προς κάποιον 3. φροντίδα τού σώματος 4. ιατρική θεραπεία 5. παρασκεύασμα χρήσιμο ως φάρμακο …   Dictionary of Greek

  • θεράπευμα — a service done to another neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπευμάτων — θεράπευμα a service done to another neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύμασι — θεράπευμα a service done to another neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύμασιν — θεράπευμα a service done to another neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύματα — θεράπευμα a service done to another neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύματι — θεράπευμα a service done to another neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… …   Dictionary of Greek

  • ՍՓՈՓԱՆՔ — (նաց.) NBH 2 0766 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 10c, 11c գ. παραμυθία solatium, consolatio, exhortatio θεράπευμα, μείλειγμα mitigatio, lenitas, recreatio. Սփոփութիւն. մխիթարութիւն. սրտի դիւր. զուարճութիւն. զբօսանք. զովացումն. դեղ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»