-
21 πάγκαλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκαλος
-
22 παγκάρπεια
παγ-κάρπεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκάρπεια
-
23 παγκαρπία
Aπ. νηφάλιος IG22.1367
.II at Alexandria, a kind of sweet cake, Harp.Mend. ap. Ath.14.648b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκαρπία
-
24 πάγκαρπος
πάγ-καρπος, ον,A of all kinds of fruit, ; rich in every fruit, φυτά, χθών, Pi.P.9.58, I.4(3).41; γονὴ π. produce of all kinds, Pl.Ax. 371c: metaph.,π. ἀοιδά AP4.1.1
(Mel.); πάγκαρπον, τό, as title of a book, Gell.Praef.8.II as Subst., = χαμαιλέων μέλας, Ps.-Dsc.3.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκαρπος
-
25 παγκατάμικτος
παγ-κατάμικτος, ον,A mixed of all sorts, hashed up together, prob. l. in Philox.3.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκατάμικτος
-
26 παγκαταπύγων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκαταπύγων
-
27 παγκατάρατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκατάρατος
-
28 παγκευθής
παγ-κευθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκευθής
-
29 παγκλάδια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκλάδια
-
30 πάγκλειτος
πάγ-κλειτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκλειτος
-
31 παγκλέπτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκλέπτης
-
32 παγκληρία
παγ-κληρία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκληρία
-
33 πάγκληρος
πάγ-κληρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκληρος
-
34 πάγκοινος
πάγ-κοινος, ον,A common to all,νοσήματα Hp.
Aër.2, Gal.17(1).2;π. σοφισταί Poll.4.43
: mostly poet., π. χώρα, of Olympia, Pi.O.6.63; παγκοίνοις.. Δηοῦς ἐν κόλποις, of Eleusis, S.Ant. 1120 (lyr.); πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ, i.e. by death, A.Th. 608;ἐξ Ἅιδου παγκοίνου λίμνας S.El. 138
(lyr.); ἓν ἀπέχθημα π. βροτοῖς one object of hate common to all mankind, E. Tr. 425;π. τέρας Pi.Pae.9.10
; στάσις π. all the band together, A.Ch. 458 (lyr.). Adv.- νως Man.4.506
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκοινος
-
35 παγκοίρανος
παγ-κοίρᾰνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκοίρανος
-
36 παγκοίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκοίτης
-
37 παγκόνιτος
παγ-κόνῑτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκόνιτος
-
38 παγκόσμιος
παγ-κόσμιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκόσμιος
-
39 πάγκοσμος
πάγ-κοσμος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκοσμος
-
40 παγκράδη
παγ-κράδη· ἀπὸ τῆς κράδης τῶν σύκων, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παγκράδη
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
ισχιοπαγής — ές διπλό τέρας που αποτελείται από δύο άτομα ενωμένα στην υπογάστρια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiopage < ischio (πρβλ. ισχίον) + page (πρβλ. παγ ής < θ. παγ τού ρ. πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην)] … Dictionary of Greek
ινοπαγής — ές αυτός που αποτελείται από ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίνα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, σιδηρο παγής] … Dictionary of Greek
ισοπαγής — ἰσοπαγής, ές (Α) (για χορδές) ισοπαχής, ίσου πάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παγής < θ. παγ (πρβλ. ε πάγ ην τού πήγνυμι*), πρβλ. μεσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κηροπαγής — κηροπαγής, ές (Α) 1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί 2. κατασκευασμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην), πρβλ. δορυ παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
κραταιπαγής — κραταιπαγής, ές (Α) συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek
μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek