-
1 πάγ-κλαυστος
πάγ-κλαυστος oder πάγ-κλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ ϑέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.
-
2 παγ-χρύσεος
παγ-χρύσεος, ganz golden; ϑύσανοι, Il. 2, 448; μῆλα, Hes. Th. 335.
-
3 παγ-χαρής
παγ-χαρής, ές, allerfreuend, p. bei Ammian. Marc. 17, 4, 22; – ganz erfreu't, heiter, Sp.
-
4 παγ-χάλεπος
παγ-χάλεπος, ganz, sehr schwer, schwierig, gefährlich; Plat. Soph. 236 d Phil. 16 c; καίπερ παγχάλεπον ὄντα ἀφαιρεῖν, Polit. 291 c; ἢ ἀδύνατον εἶναι ἢ παγχάλεπόν τι, Phaed. 85 c; Folgde.
-
5 παγ-χάλκεος
παγ-χάλκεος, ganz ehern; Od. 8, 403; ῥόπαλον, 11, 575; übertr. von Menschen, Il. 20, 102; δέμας, Ap. Rh. 4, 1655.
-
6 παγ-κρότως
παγ-κρότως, mit großem Geräusch, ἐρέσσεται, Aesch. Suppl. 704.
-
7 παγ-κρατιαστικός
παγ-κρατιαστικός, ή, όν, den Pankratiasten betreffend; τέχνη, Plat. Euthyd. 272 a; ὁ παγκρ., der sich auf den Kampf im Pankration versteht, nach Arist. rhet. 1, 5 ὁ ϑλίβειν καὶ κατέχειν (αλαιστικός) καὶ ὦσαι τῇ πληγῇ (πυκτικός) δυνάμενος. – Adv., Poll. 3, 150.
-
8 παγ-κρατιαστής
παγ-κρατιαστής, ὁ, der im Pankration kämpft, der Pankratiast; Plat. Rep. I, 338 e Legg. VIII, 380 a u. Folgde, wie Pol. 28, 16, 4, Plut. – Titel von Comödien des Alexis, Philemon u. Theophilus. Davon
-
9 παγ-κρατιάζω
παγ-κρατιάζω, die Uebungen des παγκράτιον machen, dies durchkämpfen; Plat. Gorg. 456 d; Aesch. 1, 26 u. Folgde, wie oft bei Paus.
-
10 παγ-κρατορικός
παγ-κρατορικός, ή, όν, allgewaltig, Dion. Areop.
-
11 παγ-κρατησία
παγ-κρατησία, ἡ, bei Philo, alleiniger Besitz.
-
12 παγ-κρατής
παγ-κρατής, ές, allherrschend, allgewaltig; πῦρ, Pind. N. 4, 62; vgl. Soph. Phil. 974; ὦ παγκρατὲς Ζεῠ, Aesch. Spt. 237, wie Eum. 878 u. Soph. Phil. 675; u. so öfter von Göttern, Eur. Rhes. 321 Ar. Th. 317; auch ἕδραι, Aesch. Prom. 389; χρόνος, Soph. O. C. 615; ὕπνος, Ai. 680; Sp.; – ganz überwältigend, obsiegend, ὅπως ἀμφοῖν γένηται τοῖνδε παγκρατὴς φονεύς, Aesch. Ag. 1632.
-
13 παγ-κράτωρ
παγ-κράτωρ, ορος, allmächtig, Sp.
-
14 παγ-κράτιστος
παγ-κράτιστος, der allerbeste, Paul. Sil.
-
15 παγ-κράτιον
παγ-κράτιον, τό, der All-, Gesammtkampf, eine Uebung, welche das Ringen, πάλη, u. den Faustkampf, πυγμή, verband (s. das Vorige); Pind. N. 3 u. 5 I. 3, 4, 5 feiern Siege in diesem Kampfe; μεγαυχεῖ παγκρατίῳ ἐστεφάνωσεν, N. 11, 21; Ar. Vesp. 1191; τῇ τοῦ παγκρατίου μάχῃ, Plat. Legg. VIII, 834 a; ὁ τελέως παγκράτιον ἠσκηκώς, VII, 795 b; Sp., wie Luc. u. Plut., vgl. Symp. 2, 4. – Bei Diosc. auch Pflanzenname.
-
16 παγ-κτησία
παγ-κτησία, ἡ, der All-, Gesammtbesitz, Poll. 10, 12 u. Sp.
-
17 παγ-κτήμων
παγ-κτήμων, ον, Alles besitzend, Clem. Al.
-
18 παγ-γυναικί
παγ-γυναικί, mit allen Frauen, neben παμπαιδὶ παρῆσαν, D. Cass. 41, 9.
-
19 παγ-κόσμιος
παγ-κόσμιος, die ganze Welt betreffend, K. S.
-
20 παγ-κόνῑτα
παγ-κόνῑτα ἄεϑλα, Soph. Tr. 504, ganz bestäubte Kampfpreise, um die man im Staube gekämpft hat.
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
ισχιοπαγής — ές διπλό τέρας που αποτελείται από δύο άτομα ενωμένα στην υπογάστρια χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ischiopage < ischio (πρβλ. ισχίον) + page (πρβλ. παγ ής < θ. παγ τού ρ. πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην)] … Dictionary of Greek
ινοπαγής — ές αυτός που αποτελείται από ίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίνα + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, σιδηρο παγής] … Dictionary of Greek
ισοπαγής — ἰσοπαγής, ές (Α) (για χορδές) ισοπαχής, ίσου πάχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + παγής < θ. παγ (πρβλ. ε πάγ ην τού πήγνυμι*), πρβλ. μεσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek
ιχθυπαγής — ἰχθυπαγής, ές (Α) αυτός που μπήγεται ή που είναι μπηγμένος μέσα στο ψάρι («ἰχθυπαγῆ ἀγκίστρων στόματα», Θεαίτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + παγής (< θ. παγ , πρβλ. αόρ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. σαρκο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κηροπαγής — κηροπαγής, ές (Α) 1. συναρμοσμένος, στερεωμένος, κολλημένος με κερί 2. κατασκευασμένος με κερί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + παγής (< θ. παγ τού πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β ε πάγ ην), πρβλ. δορυ παγής, προσωπο παγής] … Dictionary of Greek
κραταιπαγής — κραταιπαγής, ές (Α) συμπαγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού ρ. πήγνυμι), πρβλ. προσωπο παγής, χαλκο παγής] … Dictionary of Greek
κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
κρυμοπαγής — κρυμοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει με το δικό του ψύχος («κρυμοπαγής Βορέης», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυμός + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι), πρβλ. γυιο παγής, δροσο παγής] … Dictionary of Greek
μεσοπαγής — και επικ. τ. μεσσοπαγής, ές (Α) αυτός που είναι μπηγμένος, χωμένος μέχρι τη μέση («μεσσοπαγὲς δ ἄρ ἔθηκε κατ ὄχθης μείλινον ἔγχος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * παγής(< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής… … Dictionary of Greek
μετριοπαγής — μετριοπαγής, ές (Α) αυτός που έχει παγώσει μετρίως, που δεν έχει παγώσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + παγής (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην τού πήγνυμι), πρβλ. δροσο παγής, χρυσο παγής] … Dictionary of Greek