-
1 πάγκλειτος
πάγ-κλειτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάγκλειτος
См. также в других словарях:
πολύκλειτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος γλύπτης (άκμασε μεταξύ 460 – 420 π.Χ. περίπου), ένας από τους 3 μεγαλύτερους –μαζί με τον Μύρωνα και τον Φειδία– γλύπτες του 5ου αι. π.Χ. Ήταν κυρίως χαλκοπλάστης και ασχολήθηκε και θεωρητικά με την τέχνη του… … Dictionary of Greek