Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

εὑώνυμον

См. также в других словарях:

  • εὐώνυμον — εὐώνυμος of good name masc/fem acc sg εὐώνυμος of good name neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PERICHORI Agones — Graece Περίχωροι, dicti sunt Graecis, qui nec sacri erant, nec periodici. Scholiastes Pindari ad Isthmionicas Ode 11. Οὐ γὰρ ἱερὸν ἀγῶνα νενίκηκεν ὁ Α᾿ριςταγόρας, ἀλλὰ περιχώρους, Non enim sacro in Agone victoriam reportavit Aristagoras, sed in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ευώνυμος — (evonymus). Γένος θάμνων ή αναρριχώμενων φυτών, αείφυλλων ή φυλλοβόλων, της οικογένειας των δικοτυλήδονων κηλαστριδών, ιθαγενών της Ιαπωνίας. Η οικογένεια περιλαμβάνει περίπου 125 είδη του βόρειου ημισφαιρίου, της ανατολικής Ασίας και της… …   Dictionary of Greek

  • ζουγκρανιά — η 1. βλ. τσουγγρανιά 2. βοτ. το φυτό ευώνυμον το ευρωπαϊκόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλ. λ. τσουγγρανιά] …   Dictionary of Greek

  • λωπίζω — Α) [λώπη] γδύνω, γυμνώνω, κυρίως από ρούχα ή όπλα («ἐκ δ ἐλώπισεν πλευρὰν ἅπασαν ὠλένην τ εὐώνυμον», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • οκτακισχίλιοι — ες, α (Α ὀκτακισχίλιοι, αι, α, και δωρ. ὀκτακισχήλιοι, δωρ. θηλ. εν. ὀκτακισχιλίη) οκτώ χιλιάδες («ἐτάσσοντο κέρας ἔχοντες τὸ εὐώνυμον ὀκτακισχίλιοι», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτάκις + χίλιοι] …   Dictionary of Greek

  • Ερεχθηίς φυλή — Μία από τις δέκα φυλές στις οποίες ο Κλεισθένης είχε διαιρέσει τους κατοίκους της αρχαίας Αττικής, όταν έκανε την πολιτική του μεταρρύθμιση (508 π.Χ.). Ονομάστηκε έτσι από τον Ερεχθέα, τον οποίο θεωρούσαν ήρωα των Αθηναίων και βασιλιά τους. Η Ε.φ …   Dictionary of Greek

  • ՁԱԽԱԿՈՂՄՆ — (ման.) NBH 2 0145 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 7c, 8c, 10c, 12c, 13c, 14c գ.ա. ՁԱԽԱԿՈՂՄՆ որ եւ ՁԱԽԱԿՈՂՄ. πλευρόν, ἁριστερόν, εὑώνυμον sinistrum, latus sinistrum σκαιότερος scaevus, importunus. Ձախոյ կողմն եւ ձախակողմեան. *Կերիցէ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»