-
1 ευεργός
-
2 εὐεργός
-
3 εὐεργός
εὐεργ-ός, όν,A doing good or well, upright, of women, Hom., only in Od., in phraseκαὶ ἥ κ' εὐεργὸς ἔῃσιν 11.434
, al.2 serviceable,πρὸς τὴν χρῆσιν Arist.PA 660a10
, cf. Zeno Stoic.1.28; χάρτη εὐ. εἰς ἀπογραφήν (of τὸ ἡγεμονικόν) Stoic. 2.28. Adv. -γῶς, ἔχειν πρός τι Arist.Mete. 377b25
.3 Astrol., = ἀγαθοποιός, Man.3.63,al.II [voice] Pass., well-wrought, well-tilled,γῆ Gp.2.46.2
.2 easy to work, [ ὕαλος] Hdt.3.24; ;ξύλον Thphr.HP3.9.6
([comp] Comp.);ἔρια Luc.Fug.12
; easily reaped,λᾷον Theoc.10.43
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐεργός
-
4 εὐεργός
εὐ-εργός: doing right, good, Od. 11.434. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐεργός
-
5 ευεργόν
-
6 εὐεργόν
-
7 ευεργότατον
-
8 εὐεργότατον
-
9 ευεργού
εὐεργέωcultivate land well: pres imperat mp 2nd sg (attic)εὐεργέωcultivate land well: imperf ind mp 2nd sg (attic)εὐεργόςdoing good: masc /fem /neut gen sg -
10 εὐεργοῦ
εὐεργέωcultivate land well: pres imperat mp 2nd sg (attic)εὐεργέωcultivate land well: imperf ind mp 2nd sg (attic)εὐεργόςdoing good: masc /fem /neut gen sg -
11 ευεργούς
-
12 εὐεργούς
-
13 ευεργώ
-
14 εὐεργῷ
-
15 ευεργών
εὐεργέωcultivate land well: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εὐεργήςwell-wrought: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)εὐεργόςdoing good: masc /fem /neut gen pl -
16 εὐεργῶν
εὐεργέωcultivate land well: pres part act masc nom sg (attic epic doric)εὐεργήςwell-wrought: masc /fem /neut gen pl (attic epic doric)εὐεργόςdoing good: masc /fem /neut gen pl -
17 ευεργώς
-
18 εὐεργῶς
-
19 ευεργά
-
20 εὐεργά
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευεργός — εὐεργός, όν (Α) 1. (για γυναίκα) αυτή που πράττει καλά και αγαθά έργα, η σώφρων 2. κατάλληλος, χρήσιμος 3. (για αστέρες) ευνοϊκός 4. επεξεργασμένος ή καλλιεργημένος καλά 5. αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία («εὐεργός ὕλη», Αριστοτ.).… … Dictionary of Greek
εὐεργός — doing good masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργόν — εὐεργός doing good masc/fem acc sg εὐεργός doing good neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργότατον — εὐεργός doing good masc acc superl sg εὐεργός doing good neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργούς — εὐεργός doing good masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργά — εὐεργός doing good neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐεργῷ — εὐεργός doing good masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
ευεργέτης — ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα) αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον νεοελλ. 1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου … Dictionary of Greek
ευεργώ — εὐεργῶ, έω (Α) [ευεργός] καλλιεργώ καλά τη γη … Dictionary of Greek