-
21 ἁμαξ-ήλατος
ἁμαξ-ήλατος, ἡ, sc. ὁδός, Fahrweg, Poll. 9, 37.
-
22 ὁλο-σφῡρ-ήλατος
ὁλο-σφῡρ-ήλατος, ganz mit dem Hammer getrieben, Hesych.
-
23 ἐξ-ήλατος
ἐξ-ήλατος, durch Hämmer getrieben, ἀσπίς Il. 12, 295, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν.
-
24 ὑπ-ήλατος
-
25 ἱππ-ήλατος
ἱππ-ήλατος, = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.
-
26 ῥῑν-ήλατος
ῥῑν-ήλατος, mit der Nase, dem Geruch aufgetrieben, ausgewittert, ἴχνος Opp. Hal. 2, 290.
-
27 ἐλαύνω
Grammatical information: v.Meaning: `drive, push, beat out (metal)', intr. `drive, ride' (on the meaning in the Epos cf. Trümpy Fachausdrücke 95f., 115f.);Other forms: also ἐλάω in inf. ἐλάᾱν, ptc. ἐλάων, impf. ἔλων (Hom.), ipv. ἔλα (Pi.), ἐλάτω, - άντω, - άσθω (Dor. inscr.) etc. (further Schwyzer 681f.), aor. ἐλάσ(σ)αι, - ασθαι, fut. ἐλάω, perf. med. ἐλήλαμαι (Il.), - ασμαι (Hp. usw.), act. ἐλήλακα (Hdt.), aor. pass. ἐλα(σ)θῆναι (Hdt.)Derivatives: Nomina actionis: ἔλασις `march (of an army), ride, expulsion etc.' (Ion.-Att.), often of the prefixed verbs: δι-, ἐξ-, ἐπ-, περι-έλασις etc. (see Holt Les noms d'action en - σις, s. index); rare ἐλασία `ride, march' (X.) with ἀπ-, ἐξ-, ἐπ-ελασία (hell.), after βο-ηλασία etc. (from βο-ηλατέω, - άτης), cf. Schwyzer 468f., Chantr. Form. 83f.; ἔλασμα `chased metal, tin, probe' (Ph. Bel., Gal.) with ἐλασμάτιον (Delos IIa, Dsc.); ἐλασμός = ἔλασμα, ἔλασις (Aristeas); ἔλατρον `flat cake' (Miletos Va), vgl. ἐλατήρ. Nom. agentis: ἐλατήρ `driver' (Il.) with ἐλατήριος `driving off' (A. Ch. 968 [lyr.]), normally `carrying away, purging', n. `purgative' (Hp.; s. Andre Les ét. class. 24, 41); ἐλατήρ `flat cake' (Com.); ἐλάτης `driver' (E. Fr. 773, 28 [lyr.]) from βοηλάτης (with βοηλατέω, - σία, s. above), ἱππηλάτης, Fraenkel Nom. ag. 2, 31f.; ἐλάστωρ `id.' ( App. Anth. 3, 175); ἐλαστής `id.' (EM); ἐλατρεύς ὁ τρίτην πύρωσιν ἔχων τοῦ σιδήρου παρὰ τοῖς μεταλλεῦσιν H.; see Boßhardt Die Nomina auf - ευς 82f.; also as PN (θ 111); s. Boßhardt 120. Verbal adj.: ἐλατός `malleable, beaten' (Arist.), ἐξ-ήλατος `beaten' (Μ 295; several compounds like ἱππ-ήλατος, θε-ήλατος (Ion.-Att.); ἐλαστός `id.' (pap.). - Desiderat. ἐλασείω (Luc.), iterative preterite ἐλάσασκεν (Β 199). - On ἐλασᾶς and ' Ελάστερος s. vv.Etymology: Basis is ἐλᾰ- \< * h₁elh₂-; ἐλαύνω from a verbal noun *ἐλα-Ϝαρ, ἐλα-υν- (to ἐλά-ω like *ἀλε-Ϝαρ, ἀλέ-(Ϝ)ατα to ἀλέω, s. v.). A sec. formation is ἐλαστρέω (s. Έλάστερος s. v). - No certain cognate. (Arm. eɫanim `become' is improbable. Arm. elanem `go out, up' belongs to the verbs in - anem = gr. - άνω). For the Celtic nā-present OIr. ad-ellaim `go to, visit' could belong to πίλναμαι. Other Celtic forms have ( p)el-.Page in Frisk: 1,482-483Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐλαύνω
-
28 ανηλατος
-
29 αξονηλατος
-
30 αργυρηλατος
-
31 αρματηλατος
-
32 δημηλατος
-
33 ευηλατος
-
34 θεηλατος
21) призываемый богомβοῦς πρὸς βωμὸν θ. Aesch. — телица, гонимая (самим) богом к алтарю (на заклание)
2) по воле богов установленный, богами ниспосланный(πρᾶγμα Soph.; συμφορά Eur.; φθορή Her.; ἆται Plut.)
3) внушенный богом, боговдохновенный(μάντευμα Soph.)
4) посвященный богам, божественный(ἕδραι Eur.)
-
35 κιρκηλατος
-
36 νεηλατος
-
37 οιστρηλατος
-
38 σφυρηλατος
-
39 τροχηλατος
21) движущийся на колесах(σκηναί Aesch.; δίφροι Soph.; ἀπήνη Luc.)
2) изборожденный колесами(τρίοδος Aesch.)
3) влекомый колесницей4) влекущий, т.е. впряженный в колесницу(πῶλος Eur.)
5) кружащий колесом, т.е. не дающий покоя, преследующий(μανία Eur.)
6) обработанный или выделанный на гончарном круге(λύχνος Arph.)
-
40 χαλκηλατος
См. также в других словарях:
σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… … Dictionary of Greek
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… … Dictionary of Greek
μονήλατος — μονήλατος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek