-
1 οἰστρ-ήλατος
οἰστρ-ήλατος, von der Bremse getrieben, übertr., in Wuth, heftige Leidenschaft versetzt, οἰστρηλάτῳ δείματι, Aesch. Prom. 581, von der mit Wahnsinn geißelnden Furcht.
-
2 οἰστρήλατος
οἰστρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστρήλατος
-
3 οἰστρήλατος
οἰστρ-ήλατος, von der Bremse getrieben, übertr., in Wut, heftige Leidenschaft versetzt; οἰστρηλάτῳ δείματι, von der mit Wahnsinn geißelnden Furcht -
4 οιστρηλατος
См. также в других словарях:
εξοιστρηλατούμαι — ἐξοιστρηλατοῡμαι, έομαι (Α) οδηγούμαι σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οιστρ ηλατούμαι (< οιστρ ήλατος < οίστρος + ελατός < ελαύνω)] … Dictionary of Greek