-
1 ελατος
3[adj. verb. к ἐλαύνω См. ελαυνω] тягучий -
2 Έλατος
-
3 Ἔλατος
-
4 ελατός
-
5 ἐλατός
-
6 ἐλατός
-
7 Ἔλατος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἔλατος
-
8 έλατος
ο ель -
9 ελατός
η, όν мягкий, ковкий, тягучий (о металле) -
10 ἐλατός
-ή,-όν A 2-4-0-1-1=8 Nm 10,2; 17,3; 1 Kgs 10,16.17; 2 Chr 9,15beaten 1 Kgs 10,16; of beaten work Nm 10,2 -
11 χαλκ-έλατος
χαλκ-έλατος, poet. = χαλκήλατος, πέλεκυς Pind. Ol. 7, 36, u. sp. D., wie Paul. Sil. 16 (V, 217) χαλκελάτους ϑαλάμους.
-
12 ἀν-έλατος
-
13 ελατά
ἐλατόςductile: neut nom /voc /acc plἐλατά̱, ἐλατόςductile: fem nom /voc /acc dualἐλατά̱, ἐλατόςductile: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 ἐλατά
ἐλατόςductile: neut nom /voc /acc plἐλατά̱, ἐλατόςductile: fem nom /voc /acc dualἐλατά̱, ἐλατόςductile: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 ελατώ
ἐλατόςductile: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἐλατόςductile: masc /neut dat sg -
16 ελατών
ἐλάτηsilver fir: fem gen plἐλάτηςmasc gen plἐλατόςductile: fem gen plἐλατόςductile: masc /neut gen pl -
17 ἐλατῶν
ἐλάτηsilver fir: fem gen plἐλάτηςmasc gen plἐλατόςductile: fem gen plἐλατόςductile: masc /neut gen pl -
18 ελατόν
-
19 ἐλατόν
-
20 ελάσιμος
ος, ον см. ελατός
См. также в других словарях:
ἐλατός — ductile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἔλατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελατός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
έλατος — ο βλ. έλατο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελατός — ή, ό (για μέταλλα) 1. που μπορεί να σφυρηλατηθεί, σφυρηλατήσιμος. 2. σφυρήλατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Έλατος, Νώντας — (Βούρβουρα Αρκαδίας 1871 – 1951). Φιλολογικό ψευδώνυμο του παιδαγωγού και λογοτέχνη Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Σπούδασε φιλοσοφία και παιδαγωγικά στην Αθήνα και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Γερμανίας. Εργάστηκε στη δημόσια εκπαίδευση και… … Dictionary of Greek
ἐλατά — ἐλατός ductile neut nom/voc/acc pl ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc/acc dual ἐλατά̱ , ἐλατός ductile fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλατόν — ἐλατός ductile masc acc sg ἐλατός ductile neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαταῖς — ἐλατός ductile fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαταί — ἐλατός ductile fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)