-
1 ποιν-ήλατος
ποιν-ήλατος, von den Rachegöttinnen getrieben, gequält, Suid.
-
2 σφῡρ-ήλατος
σφῡρ-ήλατος, mit dem Hammer getrieben, gearbeitet, gehämmert, geschmiedet; bes. von getriebenen Metallarbeiten im Ggstz zu den gegossenen; σίδηρος, Aesch. Spt. 798; πέδαι, Pers. 733; Her. 7, 69; σφυρήλατος ἐν Ὀλυμπίᾳ στάϑητι, Plat. Phaedr. 236 b; κολοσσός, Ep. ad. 193 ( App. 135); übertr., ἀνάγκαι Pind. frg. 223, dicht, fest, dauerhaft, φιλία Plut. discr. ad. et am. 35, σφ. νοῦς, ein gediegener Geist; vom schriftlichen Ausdrucke, gedrängt, gedankenreich, de Pyth. or. 29; λόγος Luc. Dem. enc. 14.
-
3 τροχ-ήλατος
τροχ-ήλατος, 1) vom Rade am Wagen gezogen, getrieben, δίφροι, Soph. El. 49; σκηναί, Aesch. Pers. 926; auch vom Wege, der durch die Wagen abgerieben ist, frg. 161; Eur. μανία, I. T. 82; der auch vrbdt σφαγὰς Ἕκτορος τροχηλάτους, der Mord des mit dem Wagen geschleiften Hektors, Andr. 399. – 2) auf der Töpferscheibe gedreht, getrieben, λοπάς Xenarch. bei Ath. II, 64, λύχνος Ar. Eccl. 1.
-
4 χρῡσ-ήλατος
χρῡσ-ήλατος, aus Gold getrieben, gearbeitet; ὄφεις Eur. Ion 25, wie Aesch. Eum. 173 Spt. 626; περονίς Soph. Tr. 920 O. R. 1268; πλόκος Eur. Med. 786; πόρπαι Phoen. 62, u. öfter; Ar. Plut. 9.
-
5 χαλκ-ήλατος
χαλκ-ήλατος, wie χαλκέλατος, aus Erz od. Kupfer getrieben, gemacht; κώδωνες Aesch. Spt. 368; σάκος 521; πλάστιγξ Ch. 288; ὅπλα Soph. fr. 314; ἀσπίδες Eur. Bacch. 798; ὅπλα Mel. 1279; λέβης Ep. ad. 281 ( Plan. 90).
-
6 ψυχρ-ήλατος
ψυχρ-ήλατος, 1) kalt geschmiedet, Mathem. vett. – 2) in kaltem Wasser abgelöscht und dadurch hart u. spröde geworden, ξίφος Plut. def. or. 43 Brut. 1.
-
7 κωπ-ήλατος
κωπ-ήλατος, bei Hesych. κωπαιώδης, μακρός erkl., also ruderförmig gestreckt.
-
8 κιρκ-ήλατος
κιρκ-ήλατος, vom Habicht gejagt, ἀηδών, Aesch. Suppl. 61.
-
9 εὐ-ήλατος
εὐ-ήλατος, leicht zu befahren, zu bereiten, χωρίον εὐήλατον Xen. Hell. 5, 4, 54, wo man leicht hinausreiten kann, vgl. Cyr. 1, 4, 16, wo es eine zum Gebrauche der Reiterei günstige Ebene bezeichnet; ἕως μέν ἐστιν εὐήλατα Ael. H. A. 2, 39; – leicht zu treiben, gut getrieben, gehämmert, Hesych.
-
10 δυς-ήλατος
δυς-ήλατος, schwierig zum Fahren od. Reiten, χωρία Poll. 1, 186.
-
11 νε-ήλατος
-
12 διφρ-ήλατος
διφρ-ήλατος, auf dem Wagen fahrend, Eur. frg. im Argum. Rhes.
-
13 δημ-ήλατος
δημ-ήλατος, verbannt, Aesch. Suppl. 609.
-
14 μον-ήλατος
μον-ήλατος, aus einem Stücke getrieben, geschmiedet, Heliod. 9, 15.
-
15 θε-ήλατος
-
16 οἰστρ-ήλατος
οἰστρ-ήλατος, von der Bremse getrieben, übertr., in Wuth, heftige Leidenschaft versetzt, οἰστρηλάτῳ δείματι, Aesch. Prom. 581, von der mit Wahnsinn geißelnden Furcht.
-
17 ἀργυρ-ήλατος
ἀργυρ-ήλατος, aus Silber getrieben, κέρατα Aesch. frg 170; φιάλη Eur. Ion. 1181.
-
18 ἀν-ήλατος
ἀν-ήλατος, ungezügelt, wild, vom Zugvieh, E. M.; vom Metall, nicht zu treiben, Arist. Meteor. 4, 9.
-
19 ἁρματ-ήλατος
ἁρματ-ήλατος, vom Wagenrade umgetrieben, Irion, Eur. Herc. fur. 1297.
-
20 ἁγ-ήλατος
См. также в других словарях:
σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… … Dictionary of Greek
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… … Dictionary of Greek
μονήλατος — μονήλατος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek