-
41 χρυσηλατος
2сделанный из золота, золотой(θῶμιγξ Aesch.; περονίς Soph.; πόρπαι, πλόκος Eur.; τρίπους Arph.; ὑδρία Plut.; ἀνήρ Aesch., Luc.)
-
42 ψυχρηλατος
-
43 δημήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δημήλατος
-
44 διφρήλατος
διφρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διφρήλατος
-
45 δυσήλατος
δῠσ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυσήλατος
-
46 κωπήλατος
κωπ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωπήλατος
-
47 μονήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονήλατος
-
48 νεήλατος
A newly-forged, Id.II (cf. ἐλατήρ III, ἔλατρον) freshly rolled out: νεήλατα, τά, new cakes, D.18.260 (expld. by Harp. fr. ἀλέω A).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεήλατος
-
49 οἰστρήλατος
οἰστρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰστρήλατος
-
50 σφυρήλατος
2 of statues, opp. to those of cast metal ( χωνευτά (, εἰκὼ χρυσέην σ. ἐποιήσατο Hdt.7.69
; Παλλὰς χρυσῆ ς. AP14.2, cf. Str.8.6.20, D.S.18.26, etc.;σ. οἷα κολοσσός Theoc.22.47
, cf. Epigr. ap. Phot. s.v. Κυψελιδῶν ἀνάθημα; σ. ἐν Ὀλυμπίᾳ στάθητι Pl.Phdr. 236b.II metaph., wrought as of iron,σ. ἀνάγκαι Pi.Fr. 207
;σ. φιλία Plu.2.65b
; σ. νοῦς, like Homer's πυκινὸς νόος, ib.408e,511b;σ. λόγος Luc.Dem.Enc.14
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφυρήλατος
-
51 χαλκήλατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλκήλατος
-
52 χρυσήλατος
χρῡσ-ήλᾰτος, ον, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσήλατος
-
53 ψυχρήλατος
ψυχρ-ήλᾰτος, ον, (Aἐλαύνω 111.1
) cold-forged, of iron implements, Plu.2.434a, Asclep. Myrl. ap. Ath.11.501b, Ath.Mech.17.2, Plu.Brut.1: γράψας ψυχρηλάτω (sic)τινὸς τὸ ὄνομα PMag.Par.1.1848
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχρήλατος
-
54 ἀργυρήλατος
ἀργῠρ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργυρήλατος
-
55 ἁμαξήλατος
ἁμαξ-ήλᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξήλατος
-
56 ἁρματήλατος
ἁρμᾰτ-ήλᾰτος, ον,2 ὁδὸς ἁ. road for chariots, Archyt. ap. Iamb.Protr. 4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματήλατος
-
57 ὁλοσφυρήλατος
A v.l. -σφύρητος, v. foreg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁλοσφυρήλατος
-
58 ἐξήλατος
ἐξ - ήλατος ( ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐξήλατος
-
59 ἱππήλατος
ἱππ-ήλατος: passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἱππήλατος
-
60 ἁγήλατος
ἁγ-ήλατος, der Blitz, der Fluchbeladenes austreibt u. sühnt
См. также в других словарях:
σφυρήλατος — (I) η, ο / σφυρήλατος, ον, ΝΜΑ (για μέταλλα) αυτός που έχει σφυρηλατηθεί, που έχει υποστεί κατεργασία με σφυρηλασία αρχ. 1. μτφ. α) αυτός που είναι τόσο σκληρός ή τόσο στερεός σαν να έχει συγκροτηθεί από σίδηρο (α. «φιλίαν... σφυρήλατον», Πλούτ.… … Dictionary of Greek
εξήλατος — ἐξήλατος, ον (Α) σφυρηλατημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκ ήλατος, χρυσ ήλατος)] … Dictionary of Greek
ιππήλατος — η, ο (Α ἱππήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία») αρχ. 1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.) 2. εύκολος, ευχερής 3. εύκολα προσιτός… … Dictionary of Greek
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κωπήλατος — η, ο (Α κωπήλατος, ον) νεοελλ. αυτός που κινείται με κουπιά («κωπήλατο σκάφος») αρχ. αυτός που μοιάζει με κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
λυκήλατος — λυκήλατος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) το χέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ήλατος (< ἐλατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος, τροχ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
ρινήλατος — ον, ΜΑ αυτός που ανιχνεύεται με τη μύτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ιππ ήλατος, κωπ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
χαλκήλατος — ον, ΜΑ, και ποιητ. τ. χαλκέλατος Α κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χαλκό («χαλκήλατα ὅπλα», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. σφυρ ήλατος, χρυσ ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ελαύνω — (ΑΜ ἐλαύνω) 1. κινώ, οδηγώ, κατευθύνω 2. (για ιππέα) κατευθύνω το άλογο ή τα άλογα τού άρματος 3. επιτίθεμαι 4. κωπηλατώ 5. διώχνω, απομακρύνω βιαίως 6. (για μέταλλα) σφυρηλατώ μσν. 1. συλλαμβάνω 2. ανακοινώνω αρχ. 1. (για πεζούς) προχωρώ 2. πλέω … Dictionary of Greek
ευήλατος — η, ο (Α εὐήλατος, ον) (για μέταλλα) αυτός που μπορεί να σφυρηλατηθεί ή έχει σφυρηλατηθεί καλά αρχ. 1. αυτός πάνω στον οποίο μπορεί κάποιος να ιππεύει ή να κινείται εύκολα (α. «λείαν καὶ εὐήλατον ὁδόν» β. «ἡ τῆς ἀρετῆς [ὁδὸς] τὰ πρῶτα οὐκ εὐήλατά… … Dictionary of Greek
μονήλατος — μονήλατος, ον (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο έλασμα σιδήρου, ο μονοκόμματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ήλατος (< ελατός < ἐλαύνω), πρβλ. θε ήλατος. Το η τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek