-
1 γενής
-
2 γενῆς
-
3 Κρητα-γενής
Κρητα-γενής, ές, u. Κρητο-γενής, in Kreta geboren, Inscr.
-
4 πρωτο-γενής
πρωτο-γενής, ές, erstgeboren, ursprünglich, Plat. Polit. 289 a u. Sp.
-
5 πρεσβυ-γενής
πρεσβυ-γενής, ές, älter an Geburt, erstgeboren; Il. 11, 249; Eur. Troad. 588; Tim. Phlias. 23; Orph. Arg. 602; so nannte nach Plut. an seni ger. resp. 10 die Pythia den Staat der Lacedämonier. Uebh. alt, χρόνος, Cratin. bei Plut. Per. 3.
-
6 προς-γενής
προς-γενής, ές, anverwandt, VLL.
-
7 προτερη-γενής
προτερη-γενής, ές, eher geboren, Callim. Iov. 58.
-
8 προ-γενής
προ-γενής, ές, alt; ϑεοὶ προγενεῖς, Soph. Ant. 929, v. l. πατρογενεῖς. – Häufiger im comp. προγενέστερος, älter; Il. 2, 555; ὅσον γενεῇ προγενέστερος εὔχομαι εἶναι, 9, 161; τινός, 23, 789; auch Pol. 9, 2, 2; u. superl., 6, 54, 1, wie H. h. Cer. 110; auch sonst in sp. Prosa.
-
9 πυρσο-γενής
πυρσο-γενής, ές, aus Flammen geboren, Nonn. 2, 495.
-
10 πυρι-γενής
πυρι-γενής, ές, vom od. im Feuer erzeugt, στόμια, Eur. Hipp. 1223. S. das Vorige.
-
11 πυρο-γενής
πυρο-γενής, ές, = πυριγενής, Bacchus, Auson.
-
12 παρθενο-γενής
παρθενο-γενής, ές, von der Jungfrau geboren, K. S.
-
13 πατρο-γενής
πατρο-γενής, ές, väterliches Geschlechts, vom Vater stammend, einheimisch, πατρογενεῖς ϑεοί, = πατρῷοι, Soph. Ant. 938, v. l. προγενεῖς.
-
14 πετρη-γενής
πετρη-γενής, ές, felsenentstammt, Marc. Sid. 38.
-
15 πετρο-γενής
πετρο-γενής, ές, = πετρηγενής, K. S.
-
16 παγ-γενής
-
17 παν-ευ-γενής
παν-ευ-γενής, ές, sehr edelgeboren, Sp.
-
18 παλιγ-γενής
παλιγ-γενής, ές, wiedergeboren, ὕλη, Nonn. D. 2, 650.
-
19 παλαι-γενής
παλαι-γενής, ές, vor langer Zeit geboren, uralt, hochbejahrt; vom Phönix, γεραιἐ παλαιγενές, Il. 17, 561; γρηῠς, 3, 386 Od. 22, 395; τὸν παλαιγενῆ Κρόνον, Aesch. Prom. 220; παλαιγενεῖς Μοῖραι, Eum. 165; Θέμις, Prom. 875; übh. alt, παραιβασία, Spt. 724, vgl. Ag. 1620; Λάϊος, Eur. Phoen. 344; ἀοιδαί, Med. 421; sp. D., φῶτες Ap. Rh. 1, 1, μῠϑοι Ep. ad. 571 ( App. 109); von altem Weine, Antiphan. bei Ath. XI, 781 f.
-
20 παλαιο-γενής
παλαιο-γενής, ές, = παλαιγενής, Ar. Nubb. 357, im voc. πρεσβῠτα παλαιογενές.
См. также в других словарях:
-γενής — βλ. γένος … Dictionary of Greek
γενῆς — γενή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κυβεληγενής — Κυβεληγενής, ές (Α) (επίθ. τής Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύβελον + γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη γενής, Πυλη γενής. Το η τού τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη γενής)] … Dictionary of Greek
θνησιγενής — ές 1. αυτός που πεθαίνει αμέσως μόλις γεννηθεί ή που γεννιέται σχεδόν νεκρός 2. θνησιγέννητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνήσις + γενής < γένος (πρβλ. θεα γενής, λιμνα γενής, μετα γενής κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων νο Ασώπιο] … Dictionary of Greek
-gen — comb. form 1 Chem. that which produces (hydrogen; antigen). 2 Bot. growth (endogen; exogen; acrogen). Etymology: F gegravene f. Gk genes born, of a specified kind f. gen root of gignomai be born, become * * * gen «jehn», noun, verb, genned,… … Useful english dictionary
Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] … Dictionary of Greek
Καδμογενής — Καδμογενής, ές (Α) αυτός που γεννήθηκε από τον Κάδμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάδμος + γενής (< γένος), πρβλ. Δαρειο γενής, Περσο γενής] … Dictionary of Greek
Κρητογενής — Κρητογενής, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο γεννημένος την Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κρήτη + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. Κυνθο γενής, Χιο γενής] … Dictionary of Greek
Κυνθογενής — Κυνθογενής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που γεννήθηκε στο όρος Κύνθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κύνθος + γενής (< γένος), πρβλ. Δηλο γενής, Χιο γενής] … Dictionary of Greek
Λητογενής — Λητογενής, δωρ. τ. Λατογενής, ές, θηλ. και Λατογένεια (Α) (ως επίθ. τού Απόλλωνος και τής Αρτέμιδος) αυτός που γεννήθηκε από τη Λητώ («ὦ Λατογένεια κούρα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Λητώ + γενής (< γένος), πρβλ. θεο γενής, μονο γενής] … Dictionary of Greek
εξαρσιγενής — ές γεωλ. αυτός που σχηματίστηκε με έξαρση τής εδαφικής επιφάνειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < έξαρση + * γενής (< γένος) τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ευ γενής, πτυχωσι γενής)] … Dictionary of Greek