-
1 πυρσο-γενής
πυρσο-γενής, ές, aus Flammen geboren, Nonn. 2, 495.
-
2 πυρσογενής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρσογενής
-
3 πυρσογενής
πυρσο-γενής, ές, aus Flammen geboren
См. также в других словарях:
φλογογενής — ές, ΜΑ αυτός που προέρχεται από τις φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πυρσο γενής] … Dictionary of Greek
χρυσογενής — ές, Μ (ως προσωνυμία τού Περσέως) αυτός που γεννήθηκε από χρυσή βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. πυρσο γενής] … Dictionary of Greek