Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πυρσο-γενής

См. также в других словарях:

  • φλογογενής — ές, ΜΑ αυτός που προέρχεται από τις φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πυρσο γενής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσογενής — ές, Μ (ως προσωνυμία τού Περσέως) αυτός που γεννήθηκε από χρυσή βροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γενής (< γένος), πρβλ. πυρσο γενής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»