-
1 προγενείς
προγενήςborn before: masc /fem acc plπρογενήςborn before: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
2 προγενεῖς
προγενήςborn before: masc /fem acc plπρογενήςborn before: masc /fem nom /voc pl (attic epic) -
3 προ-γενής
προ-γενής, ές, alt; ϑεοὶ προγενεῖς, Soph. Ant. 929, v. l. πατρογενεῖς. – Häufiger im comp. προγενέστερος, älter; Il. 2, 555; ὅσον γενεῇ προγενέστερος εὔχομαι εἶναι, 9, 161; τινός, 23, 789; auch Pol. 9, 2, 2; u. superl., 6, 54, 1, wie H. h. Cer. 110; auch sonst in sp. Prosa.
-
4 πατρο-γενής
πατρο-γενής, ές, väterliches Geschlechts, vom Vater stammend, einheimisch, πατρογενεῖς ϑεοί, = πατρῷοι, Soph. Ant. 938, v. l. προγενεῖς.
См. также в других словарях:
προγενεῖς — προγενής born before masc/fem acc pl προγενής born before masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγενής — ές, Α 1. ο γεννημένος πρωτύτερα 2. (κατ επέκτ.) παλαιός, αρχαίος, πανάρχαιος («ὦ γῆς Θήβης ἄστυ πατρῷον καὶ θεοὶ προγενεῑς, ἄγομαι δὴ κοὐκέτι μέλλων», Σοφ.) 3. προηγούμενος 4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ προγενεῑς οι παλαιότεροι άνθρωποι, αυτοί… … Dictionary of Greek