-
1 πετρο-γενής
πετρο-γενής, ές, = πετρηγενής, K. S.
-
2 πετρογενής
πετρο-γενής, ές,A = πετρηγενής, epith. of Mithras, Lyd.Mens.4.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρογενής
См. также в других словарях:
πυρογενής — (I) ές, ΝΑ βλ. πυριγενής. (II) ές, Α παρασκευασμένος από σιτάρι, σταρένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασσο γενής, πετρο γενής] … Dictionary of Greek