-
1 πετρη-γενής
πετρη-γενής, ές, felsenentstammt, Marc. Sid. 38.
-
2 πετρηγενής
πετρη-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρηγενής
-
3 πετρηγενής
πετρη-γενής, ές, felsenentstammt
См. также в других словарях:
μελιηγενής — μελιηγενής, ές (Α) αυτός που βλάστησε από το δέντρο μελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίᾱ «φλαμουριά» + γενής (< γένος), πρβλ. μοιρη γενής, πετρη γενής] … Dictionary of Greek