-
1 πετρηγενής
πετρη-γενής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρηγενής
-
2 πετρηγενής
πετρη-γενής, ές, felsenentstammt -
3 πετρηγενέες
πετρηγενήςrock-born: masc /fem nom /voc pl (epic ionic) -
4 πετρο-γενής
πετρο-γενής, ές, = πετρηγενής, K. S.
-
5 πετρογενής
πετρο-γενής, ές,A = πετρηγενής, epith. of Mithras, Lyd.Mens.4.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πετρογενής
См. также в других словарях:
πετρηγενής — ές, Α γεννημένος μέσα στις πέτρες («πετρηγενέες τε μυΐσκοι», Αντίπ. Σιδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + γενής (< γένος) κατά τα πετρηρεφής, πετρήρης κ.ά.] … Dictionary of Greek
πετρηγενέες — πετρηγενής rock born masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek