Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εὐράξ

См. также в других словарях:

  • ευράξ — εὐράξ (Α) επίρρ. 1. πλαγίως, στα πλάγια 2. φρ. «εὐράξ πατάξ» αναφώνηση, επιφώνημα προς εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ευράξ (πρβλ. λαξ, οδάξ, παξ), συσχετίστηκε με τον τ. ευρύς*, εξ ου και η λ. ερμηνεύθηκε «εκ πλαγίου». Άλλοι τή θεωρούν ως… …   Dictionary of Greek

  • εὐράξ — on one side indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατάξ — Α επίρρ. φρ. «εὐρὰξ πατάξ» αναφώνηση για εκδίωξη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πάταγος] …   Dictionary of Greek

  • υράξ — και αιολ. τ. ὔρραξ Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «μίγδην, ἀναμείξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. επίρρ. με κατάλ. άξ (πρβλ. εὐρ άξ, πατ άξ). Η λ. θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί άλλος τ. τού εὐράξ*, ενώ η σύνδεση με τον τ. ὕραξ «τρωκτικόμορφο θηλαστικό»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»