Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μουνάξ

См. также в других словарях:

  • μουνάξ — (Α, Μ μονάξ) επίρρ. μεμονωμένα, χωριστά (α. «μουνὰξ ὀρχήσασθαι», Ομ. Οδ. β. «μουνὰξ κτεινομένων» αλληλοφονευομένων σε μονομαχία, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦνος, ιων. τ. τού μόνος*, πιθ. αναλογικά προς το ἅπαξ (βλ. και λ. μοναξιά)] …   Dictionary of Greek

  • μουνάξ — singly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονάξ — (ΑΜ) επίρ. βλ. μουνάξ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»