Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

εὐθεῖαν

См. также в других словарях:

  • εὐθειᾶν — εὐθεῑᾶν , εὐθεῖα fem gen pl (doric aeolic) εὐθύς 1 straight fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθεῖαν — εὐθεῖα fem acc sg εὐθύς 1 straight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευθυβολώ — (ΑΜ εὐθυβολῶ, έω) [ευθυβόλος] ρίχνω ή στέλνω κάτι κατ ευθείαν μπροστά («εὐθυβολεῑν τὸν γόνον», Πλούτ.) (ειδικά για όπλα) πετυχαίνω τον στόχο αρχ. 1. εκτοξεύομαι, ρίχνομαι κατ ευθείαν μπροστά («τοῡ σπέρματος εὐθυβολοῡντος εἰς [τὴν μήτραν]»,… …   Dictionary of Greek

  • ευθύς — εία, ύ (ΑΜ εὐθύς, εῑα, ύ, Α ιων. και επικ. τ. ἰθύς) 1. αυτός που έχει τη διεύθυνση τής ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει ούτε αλλάζει κατεύθυνση (α. «ευθύς οδός» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», Πίνδ.) 2. (με ηθ. έννοια)… …   Dictionary of Greek

  • έμβλεμμα — ἔμβλεμμα, το (Α) βλέμμα κατά πρόσωπο, κατ ευθείαν …   Dictionary of Greek

  • αμεταστρεπτί — ἀμεταστρεπτὶ και τεί επίρρ. (Α) [ἀμετάστρεπτος] δίχως μεταστροφή, δίχως να γυρίσει κανείς πίσω, κατ’ ευθείαν μπροστά …   Dictionary of Greek

  • βουλευτήριο — το (AM βουλευτήριον) το κτήριο ή ο χώρος όπου συνεδριάζουν οι βουλευτές ή τα μέλη συμβουλίου αρχ. 1. το σύνολο των βουλευτών, οι βουλευτές ως σώμα 2. φρ. «δόλια βουλευτήρια» δόλιοι, κακόπιστοι σύμβουλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουλευτήρ (< βουλεύω)… …   Dictionary of Greek

  • γουναράς — και γούναρης και γουνάρης, ο 1. τεχνίτης ή βιομήχανος γουναρικών 2. έμπορος γουναρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. γουναράς < γουνάρης, αναλογικά προς ονόματα δηλωτικά επαγγελμάτων σε άς* (πρβλ. γαλατάς, ψωμάς) ή κατ ευθείαν < γούνα + κατάλ. αράς* (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • διαβαδίζω — (Α) 1. περνώ 2. βαδίζω όχι κατ ευθείαν, αλλά εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

  • ευθυπλοΐα — η (Α εὐθύπλοια) [ευθύπλους] ο κατ ευθείαν πλους, η πλεύση σε ευθεία γραμμή («αἱ τοῡ Τάγου ἐκβολαὶ πλησίον, ἐφ᾿ ἅς εὐθυπλοίᾳ... στάδιοι δ εἰσὶ δέκα», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»