Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

εξαλεῖψαι

См. также в других словарях:

  • ἐξαλείψαι — ἐξαλείψαῑ , ἐξαλείφω plaster aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαλεῖψαι — ἐξαλείφω plaster aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαλείφω — (AM ἐξαλείφω) [αλείφω] 1. αφαιρώ κάτι (κηλίδα, σήμα κ.λπ.) από μια επιφάνεια με τρίψιμο, σβήνω («εξάλειψε τις κηλίδες με μπογιά») 2. (για πράξη, κατάσταση, συναίσθημα) σβήνω, βγάζω από τον νου, τη σκέψη μου («πάσας τὰς ἐλπίδας ἐξαλείψαντες,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»