-
1 συρμός
συρμός, ὁ, 1) das Fortziehen, gewaltsam Fortreißen, der Zug, das Reißen, Stoßen, jede reißend schnelle Bewegung, tractus, bes. von Winden, Wellen u. dgl.; πρηστήρων ἐξαισίους συρμούς Plat. Ax. 370 c; ἀνέμων Antp. Sid. 106 (VII, 498); νιφετῶν id. 67 (VII, 8); χαλαζήεις Leon. Al. 12 (VI, 221); Ὠρίωνος M. Arg. 33 (VII, 3951. – 2) das sich Hinschleppen, Kriechen, dah. συρμὸς ὄφειος, der gezogene, sich hinschleppende Gang der Schlange, Plut. Anton. 86; auch von der Bewegung der Würmer u. kleiner Kinder, Sp. – 3) in der Musik das Ziehen, Schleifen der Töne, Music. – 4) das Erbrechen, die Reinigung des Leibes durch Erbrechen od. Purgiren, Nic. Al. 256.
-
2 συρμός
συρμός, ὁ, (1) das Fortziehen, gewaltsam Fortreißen, der Zug, das Reißen, Stoßen, jede reißend schnelle Bewegung, tractus, bes. von Winden, Wellen; (2) das sich Hinschleppen, Kriechen, dah. συρμὸς ὄφειος, der gezogene, sich hinschleppende Gang der Schlange; auch von der Bewegung der Würmer u. kleiner Kinder; (3) in der Musik das Ziehen, Schleifen der Töne; (4) das Erbrechen, die Reinigung des Leibes durch Erbrechen od. Purgieren -
3 συρμος
ὅ1) сильный напор, порыв(πρηστήρων Plat.; ἀνέμων Anth.)
νιφετῶν συρμοί Anth. — снегопад;χαλαζήεις σ. Anth. — ливень с градом, сильный град2) длинный след(συρμοὴ τῆς ἀσπίδος Plut.)
-
4 Συρμος
ὁ Сирм ( царь иллирийского племени трибаллов) Plut. -
5 συρμός
συρμόςany sweeping motion: masc nom sg -
6 συρμός
-
7 συρμός
ο1) таскание, волочение; 2) поезд; железнодорожный состав; автопоезд; 3) мода;τώρα είναι τού συρμού τα κοντά φουστάνια — сейчас в моде короткие платья;
4) небольшая эпидемия, поветрие -
8 συρμός
[сирмос] ουσ α поезд. -
9 περι-συρμός
περι-συρμός, ὁ, das Abziehen, Abbringen vom graden Wege, Theophr. frg. 3, 13.
-
10 δια-συρμός
δια-συρμός, ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ κατάγελως, Artemid. 3, 24.
-
11 ἐπι-συρμός
ἐπι-συρμός, ὁ, das Nachschleppen, Hinziehen, Verzögern einer Sache, εἰς ἐπισυρμὸν καὶ λήϑην ἄγειν Pol. 4, 49, 1; Nachlässigkeit, 40, 2, 10. – Bei Stob. ecl. eth. p. 222 das Durchziehen, Verspotten.
-
12 συρμοί
συρμόςany sweeping motion: masc nom /voc pl -
13 συρμούς
συρμόςany sweeping motion: masc acc pl -
14 συρμόν
συρμόςany sweeping motion: masc acc sg -
15 σύρσις
-
16 χαλαζήεις
-
17 διασυρμος
-
18 επισυρμος
ὅ досл. волочение, таскание, перен. затягивание, проволочка, волокитаεἰς ἐπισυρμὸν ἄγειν Polyb. — затягивать или оставлять в пренебрежении
-
19 χαλαζηεις
(συρμός Anth.)
φόνος χ. Pind. — жестокая бойня, резня -
20 συρμή
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συρμός — any sweeping motion masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμός — ο, ΝΜΑ [σύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση νεοελλ. 1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο 2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος 3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων… … Dictionary of Greek
συρμός — ο 1. αμαξοστοιχία. 2. μόδα, παροδική συνήθεια της κοινωνίας: Δεν είναι του συρμού. – Πάει με το συρμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συρμοῖς — συρμός any sweeping motion masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμοί — συρμός any sweeping motion masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμοῦ — συρμός any sweeping motion masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμούς — συρμός any sweeping motion masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμῷ — συρμός any sweeping motion masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συρμόν — συρμός any sweeping motion masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
αμαξοστοιχία — η (ή συρμός) τεχνολ. το σύνολο τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική μηχανή έλξεως, μαζί με την μηχανή. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες… … Dictionary of Greek