-
1 ἐνεργάζομαι
A make or produce in,ἡ φορὰ τῆς τοξίτιδος ἐ. τῷ βέλει κίνησιν Ph.Bel.68.41
; τι ἐν τῷ σώματι v.l. for ἀπ- in Hp. VM22;τι τοῖς ἀνδριᾶσιν X.Mem.3.10.6
; τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις [ τῇ Σπάρτῃ] ib.4.4.15;πολλοῖς ἔρωτα Gorg.Hel.18
; [ δόξαν] ib.13; ;ἐπιστήμην Chrysipp.Stoic.2.39
;δέος τοῖς πολίταις D.60.25
;μοχθηρὰς συνηθείας τινί Id.61.3
;εὔνοιαν ἐν πᾶσι Plb. 6.11a
.7, cf. Ph.2.89, etc.: [tense] aor. 1 ἐνειργάσθην in pass. sense, to be made or placed in.., X.Mem.1.4.5.2 work for hire in, of harlots,αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι Hdt.1.93
; ἐ. τῇ οὐσίᾳ trade with the property, D.44.23;ἁλιεῖς ἐνειργασμένοι τοῖς τόποις Plb.10.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργάζομαι
-
2 ἐνέργεια
ἐνέργ-εια, ἡ,A activity, operation, opp. ἕξις (disposition), Arist.EN 1098b33, al.;ζῴου Plb.1.4.7
;ἡ χαρὰ καὶ ἡ εὐφροσύνη κατὰ κίνησιν ἐνεργείᾳ βλέπονται Epicur.Fr.2
; opp. ἀογία, Hierocl. in CA19p.461M.: pl., παντοδαπαὶ ἐ. Polystr.p.30 W.;ἐ. καὶ σπουδή PTeb. 616
(ii A.D.); physiological function, Gal.6.21; performance,τῶν καθηκόντων Ph.1.91
; activity, of drugs, Gal.6.467; force, of an engine, D.S.20.95 (but, mechanism, 'action', Hero Aut.1.7).b workmanship, Aristeas 59.2 esp. of divine or supernatural action, Ep.Eph.1.19, al., Aristeas 266;ἐ. θεοῦ Διὸς Βαιτοκαίκης OGI262.4
(Syria, iii A.D.); magical operation,ἱερὰ ἐ. PMag.Par.1.159
.3 pl., cosmic forces,Herm.
ap. Stob.1.41.6.4 Gramm., active force, opp. πάθος, D.T.637.29, A.D.Synt.9.9 (pl.), al.; ἐνέργειαι καὶ πάθη active and passive forms, Alex.Fig.2.14.5 Rhet., vigour of style, Arist. Rh. 1411b28.II in the philos. of Arist., opp. δύναμις, actuality, Metaph.1048a26, al.; opp. ὕλη, ib.1043a20; ἡ ὡς ἐ. οὐσία, substance in the sense of actuality, ib.1042b10; opp. ἐντελέχεια, as actuality to full reality, ib.1050a22, 1047a30; ἐνεργείᾳ actually, opp. δυνάμει, ib.1045b19, al., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέργεια
-
3 ἐνεργείς
ἐνεργ-είς· ἡ εἰς γλουτοὺς κάθεσις τῶν χειρῶν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργείς
-
4 ἐνεργέω
A to be in action or activity, operate, Arist.Rh. 1411b26; : c. acc.,ἐνεργεῖς ποσὸν καὶ δυάδα Plot.6.6.16
; esp. of divine or supernatural action, freq. in NT., τινί, ἔν τινι, Ep.Gal.2.8, Ev.Matt.14.2:—[voice] Med., Ep.Rom.7.5, al.2 to be efficacious, of drugs, Diocl.Fr.147, Dsc.1.98, al.; ἐοικότα ἐ. ib.106;ἐνήργησε τὸ φάρμακον Plot.6.1.22
; to be effective, of troops,ταῖς σαρίσαις Ael.Tact.14.6
:—[voice] Pass., to be the object of action, Arist.de An. 427a7, Ph. 195b28;ὁ ἐνεργούμενος λίθος IG7.3073.108
(Lebad.); also, to be actualized, Plot.3.7.11.II trans., effect, execute,πάντα κατὰ δύναμιν Plb.18.14.8
;τὰ τοῦ πολέμου Id.7.5.8
;χρείαν Ath.Mech.14.2
, cf. Aristid. Quint.2.9:—[voice] Pass., to be actively carried on,ὁ πόλεμος ἐνηργεῖτο Plb.1.13.5
, cf. D.S.20.95; things executed,Plb.
9.12.7;μηδὲν ἐνέργημα.. ἐνεργείσθω M.Ant.4.2
.III Medic., of sexual intercourse,τὴν τοιαύτην πρᾶξιν -οῦσι μετρίως Diocl.Fr.141
, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).176: euphem. for βινεῖν, in opere esse, Theoc.4.61;ἐ. τινά Alciphr. 3.55
;ἐρωτικόν τι Id.1.39
.IV operate, in surgery, Orib.45.18.5, Paul.Aeg.6.73; ὁ ἐνεργῶν, ὁ ἐνεργούμενος, the surgeon, the patient, Gal.18(2).626,683.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργέω
-
5 ἐνέργημα
A action, activity, operation, Plb. 4.8.7, D.S.4.51 (of the labours of Heracles), Ph.1.213, M.Ant.4.2, Procl.Inst. 158, al.: pl.,φύσεων Iamb.Myst.4.13
; opp. πάθος, Stoic. 2.59, cf. 3.134, Chrysipp.ib.2.295.2 realized object, [νοῦς] αὑτοῦ ἐ. Plot.6.8.16
, cf.6.9.2.3 dub. for ἐνάργημα, Epicur.Ep.1p.4U.;τὸ κατὰ φιλοσοφίαν ἐ. Metrod.Herc.831.8
, cf.Phld.Po.2.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέργημα
-
6 ἐνεργής
A active, effective,μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντες D.S. 17.44
, etc.; of medicines, strong, POxy.1088.56 (i A.D.), Dsc.5.88, etc.: [comp] Comp. - έστερος more effective, : [comp] Sup.-έστατος, πρός τι D.S.1.88
, cf. Dsc.1.19, A.D.Synt.291.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργής
-
7 ἐνεργητέος
A to be done, dub. l. in ZenoStoic.1.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργητέος
-
8 ἐνεργητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργητικός
-
9 ἐνεργήτρια
ἐνεργ-ήτρια, ἡ,A effectrix, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργήτρια
-
10 ἐνεργίς
ἐνεργ-ίς, epith. of Demeter, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργίς
-
11 ἐνεργμός
ἐνεργ-μός, ὁ,A a way of playing on the lyre, Phryn.Com.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργμός
-
12 ενέργεια
η1) действие; усилие; деятельность;ο τρόπος ενέργειας — образ действия;
όλες μου οι ενέργειες έμειναν άκαρπες — все мой усилия оказались бесплодными;
2) поступок, акт;απεγνωσμένη (τολμηρή) ενέργ — отчаянный (смелый) поступок;
3) физ. энергия, сила;ατομική ενέργεια — атомная энергия;
4) воен. нахождение на (действительной) службе (тж. о чиновниках);5) грам, действие;§ εν ενέργεία — а) в действии; — б) на (действительной) службе;
ηφαίστειο εν ενέργεία — действующий вулкан;
προς ενέργειαν — к исполнению;
θέτω ( — или βάζω) κάτι οέ ενέργ — пускать в ход; — вводить в действие, в строй; — давать ход чему-л.;
βάζω σε ενέργεια όλα τα μέσα — пустить в ход все средства
-
13 катать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•катать брёвна κυλώ κούτσουρα•
катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.
2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•катать проволоку συρματοποιώ.
6. βλ. валить (2 σημ.).7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•
катать на велосипеде ποδηλα-τώ•
катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.
3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.
εκφρ.катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. -
14 светить
свечу, светишьρ.δ.1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•
звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•
солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.
|| ρίχνω φως•он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.
|| μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,
1. φέγγω, φωτίζω•вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.
|| φωτίζομαι.2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ. -
15 слушать
ρ.δ.μ.1. ακούω•слушать радио ακούω ραδιόφωνο•
слушать лекцию ακούω διάλεξη•
слушать сказки ακούω παραμύθια.
2. ακροώμαι•доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.
3. εισακούω, δέχομαι•-айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.
4. υπακούω, υποτάσσομαι•слушать оща ακούω τον πατέρα•
он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.
|| (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.
5. слушаю! στις διαταγές σας!1. υπακούω, υποτάσσομαι•не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•
не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.
2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.4. ακροώμαι, ακούω. -
16 травить
травить 1травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).
|| φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.
2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).
6. σπαταλώ.7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.травить 2ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
17 белеть
-ею, -еешь, ρ.δ.1. ασπρίζω, λευκάζω, φαίνομαι άσπρος.2. ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.3. Χαράζω, φέγγω.βλ. ρ.ενεργ.φ.(1 σημ.). -
18 бичевать
-чую, -чуешь, ρ.δ.μ.(γραπ. λόγος)1. μαστιγώνω.2. μτφ. κατηγορώ, κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω.μαστιγώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 бодать
ρ.δ.μ.(για ζώα) κερατίζω, κουτράρω, κουτουλώ, μπιτσίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ.наша корова -ется η γελάδα μας κουτράει. || αλληλοχτυπιέμαι, κουτριέμαι, κουτουλιέμαι. -
20 бороздить
-зжу, -здишь, ρ.δ.μ.1. αυλακώνω, αυλακίζω• ανοίγω αυλάκια.2. ρυτιδώνω•морщины -ят его лоб ρυτίδες αυλακώνουν το μετωπό του.з διασχίζω•
пароходы -ят океан: τα ατμόπλοια διασχίζουν τον ωκεανό.
αυλακώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… … Dictionary of Greek
-αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek