Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ενεργ

  • 101 закрепить

    -плю, -пишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрепленный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ.
    1. στερεώνω, στεργιώνω, σταθεροποιώ•

    -и доску гвоздем κάρφωσε τη σανίδα.

    || δένω•

    -и веревку δέσε γερά την τριχιά.

    || σφίγγω, τεντώνω•

    -и нитку, чтобы не распускался шов σφίξε γερά την κλωστή, για να μην ανοίξει η ραφή (να μην ξηλώσει).

    (φωτογρ.) στερεώνω, φιξάρω.
    2. (στρατ.) διατηρώ, κρατώ•

    закрепить завоеванные позиции κρατώ τις κατειλημμένες θέσεις.

    3. εξασφαλίζω, σιγουράρω, παγιώνω, εδραιώνω. || επικυρώ, κατοχυρώνω.
    5. καθιστώ δυσκοίλιο, προκαλώ δυσκοιλιότητα, σταματώ ΐη διάρροια.
    στερεώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > закрепить

  • 102 закрутить

    -учу, -утишь ρ.σ.μ.
    1. στρίβω, συστρέφω• περιστρέφω•

    закрутить проволоку στρίβω το σύρμα•

    закрутить усы στρίβω το μουστάκι•

    закрутить сигарету στρίβω το τσιγάρο.

    2. περιτυλίγω, κουβαριάζω, συσπειρώνω
    3. (απλ.) βιδώνω• κλείνω περιστρέφοντας•

    закрутить гайку βιδώνω το παξιμάδι•

    кран κλείνω την κάνουλα.

    4. (απλ.) ευφυολογώ, εκφράζομαι πετυχημένα.
    5. αρχίζω να στρίβω κλπ. ρ. βλ. крутить.
    1. στρίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. αρχίζω να περιστρέφομαι, να στρίβομαι βλ. κ. крутиться.

    Большой русско-греческий словарь > закрутить

  • 103 зализывать

    ρ.δ.
    βλ. зализать.
    γλείφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > зализывать

  • 104 замахнуть

    ρ.σ.μ. (παλ. κ. απλ.) σηκώνω, υΦωνω γι,α να καταφέρω χτύπημα.
    1. βλ. ενεργ. φ. замахнуть палкой на грубияна σηκώνω το ραβδί να χτυπήσω τον αυθάδη•

    замахнуть саблей σηκώνω το σπαθύ να χτυπήσω.

    2. μτφ. τολμώ, εύμαι, διαθετημένος να πράξω κάτι, ανώτερο, σημαντικό, σπουδαύο κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > замахнуть

  • 105 замедлить

    ρ.σ.
    1. μ. επιβραδύνω την κίνηση• ελαττώνω, κόβω την ταχύτητα•

    замедлить шаг κοντεύω το βήμα•

    замедлить движение поезда ελαττώνω την ταχύτητα του τραίνου.

    2. αμ. χρονοτριβώ• καθυστερώ, αργώ.
    επιβραδύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > замедлить

  • 106 заменять

    ρ.δ.μ.
    βλ. заменить,
    αντικατασταίνομαι κλπ. ρ, ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заменять

  • 107 замещать

    ρ.δ.μ.
    1. αντικατασταίνω, -θιστώ, αλλάζω•

    замещать мужской персонал женским αντικατασταίνω το ανδρικό προσωπικό με γυναικείο.

    2. αναπληρώνω•

    замещать начальника αναπληρώνω τον προϊστάμενο.

    3. συμπληρώνω κενή θέση.
    4. (χημ.) υποκαθιστώ.
    αντικατασταίνομαι, αντικαθίσταμαι κπλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > замещать

  • 108 заморить

    ρ.σ.μ.
    1. ξεθεώνω, ξεπατώνω στη δουλειά, κατακουράζω•

    заморить скотину κατακουράζω τα ζώα.

    || πεθαίνω, εξοντώνω με την πείνα.
    2. φτιάχνω βαθμιαία (προσδίδοντας ιδιότητες).
    εκφρ.
    заморить червячка ή червяка – τρώγω λίγο, τσακίζω την πείνα.
    κατακουράζομαι κλπ. ρ. ενεργ φ. (1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > заморить

  • 109 замотать

    ρ.σ.μ.
    1. (περι)τυλίγω, κουβαριάζω, μαζεύω•

    замотать удочку μαζεύω την πετονιά.

    || (περι)δένω•

    замотать поклажу веревкой δένω τις αποσκευές με τριχιά.

    || κουκουλώνω, περιβάλλω, περικαλύπτω•

    замотать шею шарфом τυλίγω το λαιμό με κασκόλ.

    2. κουνώ πέρα-δώθε•

    собака -ет хвостом το σκυλί κουνά πέρα-δώθε την ουρά. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω, ξεθεώνω.

    3. (απλ.) κατακρατώ, κρατώ παράνομα.
    1. (εροτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    2. απλ. παλ.) μπερδεύομαι, πελαγώνω.
    ρ.σ.μ. αρχίζω να τυλίγω κλπ. ρ. βλ. замотать 1.
    αρχίζω να τυλίγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > замотать

  • 110 замочить

    -очу, -очишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замоченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μουσκεύω, διαβρέχω, διαποτίζω.
    2. εμβάπτω,εμποτίζω, εμβαπτίζω.
    μουσκεύω, διαβρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > замочить

  • 111 занестись

    -есусь, -есешься, παρλθ. χρ. занесся
    -еслась, -елось
    ρ.σ.
    1. παλ. προπορεύομαι, απομακρύνομαι πολύ.
    2. μτφ. παρασύρομαι από φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπώ.
    3. περηφανεύομαι, αλαζονεύομαι.
    4. αρχίζω να προπορεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > занестись

  • 112 заострить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заостренный, βρ: -рен, -рена, -рено ρ.σ.μ.
    1. οξύνω, κάνω τι, αι,χμηρό, μυτερό ή κοφτερό•

    заострить колья φτιάχνω μυτερούς τους πασσάλους•

    заострить карандаш κάνω μύτη στο μολύβι.

    2. μτφ. τονίζω, υπογραμμίζω•

    заострить внимание на чем-л. εφιστώ την προσοχή σε κάτι.

    || μτφ. κάνω να πάρει, τι, μεγάλες διαστάσεις•

    заострить вопрос οξύνω το ζήτημα•

    οξύνομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заострить

  • 113 запечатлевать(ся)

    ρ.δ.
    βλ. запечатлеться} запечатлеть
    -его, -еешь, παρλθ. χρ
    -ел, -а, -о
    ρ.σ.
    1. αποτυπώνω, απεικονίζω με ακρίβεια.
    2. εντυπώνω, εγχαράσσω κάτι (στη μνήμη κ.τ.τ).
    3. σημειώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω•

    запечатлевать(ся) примирение поцелуем επικυρώνω τη συμφιλίωση με φιλί.

    εκφρ.
    αποτυπώνομαι, εντυπώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > запечатлевать(ся)

  • 114 запивать

    ρ.δ.
    βλ. запить 1.
    πίνω αμέσως μετά από κάτι•

    запивать лекарство водой πίνω νερό μετά από το φάρμακο.

    βλ. ρ. ενεργ. φ.
    ρ.δ.
    αρχίζω να πίνω. || υποφέρω για πιοτό.

    Большой русско-греческий словарь > запивать

  • 115 заплутать

    ρ.σ. (απλ.) χάνω το δρόμο, περιπλανιέμαι.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заплутать

  • 116 запускать

    ρ.δ.
    βλ. запустить 1.
    εκτοξεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    βλ. запустить 1.
    ρ.δ.
    βλ. запустить 2.
    εγκαταλείπομαι, παραμελούμαι. || αφήνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > запускать

  • 117 запятнать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запятнанный, βρ: -нан, -а, -о.
    1. κηλιδώνω, λεκιάζω, λερώνω.
    2. μτφ. καταισχύνω, καταντροπιάζω, μουντζουρώνω.
    3. στιγματίζω, χαράζω στίγματα με κάψιμο.
    4. (ε)γγίζω, χτυπώ με το χέρι, βγάζω εκτός παιγνιδιού.
    κηλιδώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > запятнать

  • 118 зардеть

    -ею, -еешь
    ρ.σ. κοκκινίζω, ερυθριώ, πορφυρίζω, φαίνομαι κόκκινος. || κοκκινίζω (από ντροπή, θυμό).
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > зардеть

  • 119 зарегистрировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ.
    εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ, πρωτοκολλώ.
    εγγράφομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > зарегистрировать

  • 120 зарубить

    -ублю, -убишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. зарубленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. φονεύω με τσεκούρι ή με σπαθί.
    2. εγκόπτω, εντέμνω, εγχαράσσω• σημαδεύω.
    3. (για ορυκτά) υποσκάπτω.
    εκφρ.
    зарубить на носу ή на лбу ή в памяти – το βάζω καλά στο μυαλό μου, το χάραζω καλά στη μνήμη μου.
    (απλ.) φονεύομαι, σκοτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    κόβομαι με το τσεκούρι.

    Большой русско-греческий словарь > зарубить

См. также в других словарях:

  • ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • -αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»