-
121 засаживаться
ρ.δ.1. (απλ.) κάθομαι., ΐαάνω θέση. || καταγίνομαι, ασχολούμαι, με ζήλο.2. φυτεύομαι, κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. засадить. -
122 засеребрить
-
123 засереть
-еет ρ.σ.1. φαίνομαι γκρίζος, γκριζοφέρνω.2. αρχίζω να γίνομαι γκρίζος.βλ. ρ. ενεργ. φ. -
124 засечь
засечь 1-еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. засек, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. засекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засеченный, βρ: -чен, -че-на, -ченоρ.σ.μ.1. εγχαράσσω, εγκόπτω, εντέμνω, χαρακιάζω.2. επισημειώνω (σε χάρτη κ.τ.τ.).3. πληγώνω, αλληλοχτυπώ τα πόδια κατά το βάδισμα.εκφρ.засечь время – επισημαίνω το χρόνο (αρχή ή τέλος κ.τ.τ.).βλ. ενεργ. φ. (3 σημ.).засечь 2-еку, -ечешь, -екут, παρλθ. χρ. засек, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. засекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засеченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.μ.μαστιγώνω, βουρδουλίζω, φραγγελώνω• βιτσίζω. -
125 засинеть
-
126 заслеживать
-
127 заслонить
-ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслоненный, βρ: -нен, -нена, -неноρ.σ.μ.1. καλύπτω, σκεπάζω•туча -ла солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.
|| εμποδίζω, φράζω, κλείνω•заслонить дорогу κλείνω το δρόμο.
|| προφυλάσσω•заслонить от ветра προφυλάσσω από τον άνεμο.
2. μτφ. επισκιάζω, επισκοτίζω, βάζω σε δεύτερη μοίρα• ξεχνώ για λίγο.καλύπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
128 засорить
-рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. засоренный, βρ: -рен, -рена, -реноρ.σ.μ. λερώνω, ρυπαίνω, γεμίζω με ακαθαρσίες, σκουπίδια. || βλάπτω εσωτερικά•засорить глаза μου πηγαίνουν τσάχαλα στα μάτια•
засорить желудок προξενώ έμφραξη του στομάχου.
|| εμφράσσω, βουλώνω, στουπώνω•засорить раковину βουλώνω το νεροχύτη.
|| γεμίζω με ζιζάνια (αγριόχορτα). || μτφ. βάζω, χρησιμοποιώ•засорить речь вульгарными словами χρησιμοποιώ στην ομιλία χυδαίες λέξεις.
λερώνομαι, ρυπαίνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… … Dictionary of Greek
-αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek