-
1 ἐνεργμός
ἐνεργ-μός, ὁ,A a way of playing on the lyre, Phryn.Com.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνεργμός
См. также в других словарях:
άημι — ἄημι (Α) Ι ενεργ. 1. (κυρίως για ανέμους) φυσώ, πνέω 2. αναπνέω, εισπνέω παθ. ἄημαι 1. χτυπιέμαι, δέρνομαι ή καταβάλλομαι από τον άνεμο 2. (για ήχους) μεταφέρομαι, διαδίδομαι με τον αέρα 3. αμφιταλαντεύομαι, φέρομαι εδώ κι εκεί από αμφιβολία ή… … Dictionary of Greek