-
1 ἐνέργημα
A action, activity, operation, Plb. 4.8.7, D.S.4.51 (of the labours of Heracles), Ph.1.213, M.Ant.4.2, Procl.Inst. 158, al.: pl.,φύσεων Iamb.Myst.4.13
; opp. πάθος, Stoic. 2.59, cf. 3.134, Chrysipp.ib.2.295.2 realized object, [νοῦς] αὑτοῦ ἐ. Plot.6.8.16
, cf.6.9.2.3 dub. for ἐνάργημα, Epicur.Ep.1p.4U.;τὸ κατὰ φιλοσοφίαν ἐ. Metrod.Herc.831.8
, cf.Phld.Po.2.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνέργημα
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek