-
81 забрызгать
ρ.σ.μ. ραντίζω, πιτσιλίζω•чернилами πιτσιλίζω με μελάνη.
ραντίζομαι, πιτσιλίζομαι.ρ.σ. αρχίζω να ραντίζω, να πιτσιλίζω.βλ. ρ. ενεργ. φ. -
82 завить
-вью, -вьешь, παρλθ. χρ. завил, -ла, -ло; προστκ. завей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завитый, βρ: -вит, -а, -оρ.σ.μ.κατσαρώνω, σγουραίνχο, βοστρυχίζω, κάνω μπούκλες• στρίβω. || πλέκω•завить венки πλέκω στεφάνια.
|| περιτυλίγω, περιελίσσω.εκφρ.завить горе веревочкой – πνίγω τη θλίψη.1. βλ. ρ. ενεργ.2. στρίβομαι, κλώθομαι.3. οντουλάρομαι.4. αρχίζω να περιπλέκομαι κλπ. ρ. βλ. виться. -
83 завлечь
-влеку, -влечешь, -влекут, παρλθ. χρ. завлек-влекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. завлекший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завлеченный, ρ.σ.μ.1. τραβώ, έλκω. || μτφ. προσελκύω, παρασέρνω.2. μτφ. δελεάζω, μαγεύω.τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
84 завозить
-
85 завораживать
-
86 заглушить
-шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шена, -шеноρ.σ.μ.1. πνίγω, σκεπάζω•оркестр -ил голос певца η ορχήστρα σκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή•
ковер -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων.
2. μετριάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω•заглушить боль μαλακώνω τον πόνο.
|| μειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω.3. εμποδίζω την ανάπτυξη•сорные травы -ли хлеб τα ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι.
4. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω.5. σταματώ•заглушить мотор σβήνω το μοτέρ•
заглушить уголь σβήνω τα κάρβουνα.
σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
87 загнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.1. μ. αναδιπλώνω, αναστρέφω, γυρίζω• κάμπτω, λυγίζω•-угол страницы διπλώνω τη γωνία της σελίδας (του φύλλου)•
загнуть кава αναδιπλώνω τα μανίκια•
загнуть палец κάμπτω το δάχτυλο.
2. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, κόβω•загнуть за угол στρίβω στη γωνία.
3. μτφ. το παρακάνω, περνώ τα όρια. || βωμολοχώ, βρίζω χυδαία.εκφρ.загнуть пирог – απλ. φτιάχνω πίττα•загнуть салазки – (απλ.) αναστρέφω τα πόδια.1. διπλώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. (απλ.) πεθαίνω, τινάζω τα πέταλα, τα κακαρώνω. -
88 заграждать
-
89 загребать
ρ.δ.1. μ. μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω•загребать деньги μαζεύω σωρό τα χρήματα•
чужими руками жар загребать (μτφ.) βάζω άλλον να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
|| μτφ. κερδίζω, βγάζω•он много денег -ет αυτός βγάζει πολλά λεφτά.
2. τραβώ κουπί, κωπηλατώ•-вправо κωπηλατώ δεξιά.
μαζεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
90 загрузить
-гружу, -грузишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загруженный, βρ: -жен, -а, -о и. -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.1. φορτώνω κάργα.2. μτφ. επιφορτίζω.3. γεμίζω πλήρως.φορτώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
91 загрунтовать
-тую, -туешь ρ.σ.μ.προχρωματίζω, βάφω προκαταρτικά, περνώ το πρώτο χέρι.προχρωματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
92 загулять
ρ.σ. (απλ.) γλεντοκοπώ, το ρίχνω στο γλέντι, μεθοκοπώ, ξεφαντώνω•на свадьбе -ли στο γάμο γλεντοκόπησαν.
1. περιπατώ πολύ•-до вечера κάνω περίπατο ως το βράδυ.
2. βλ. ρ. ενεργ. φ. -
93 задвинуть
ρ.σ.1. σπρώχνω, ωθώ• χώνω•задвинуть сапоги под кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω από το κρεβάτι.
|| κλείνω•задвинуть дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο.
|| φράζω, εμποδίζω τη θέα•2. τραβώ, σύρω•задвинуть занавес κλείνω την κουρτίνα•
задвинуть задвишку περνώ το σύρτη.
σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -лся засов περάστηκε ο σύρτης. -
94 зажелтеть
-
95 заимствовать
-ствую, -ствуешьρ.δ.κ.σ.μ. δανείζομαι, παίρνω απ’ αλλού, απομιμούμαι•заимствовать тему δανείζομαι θέμα.
1. (απλ.) παίρνω δανεικά, δανείζομαι.2. βλ. ρ. ενεργ. φ. -
96 закабалить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закабаленный, βρ: -лен, -лена, -лешρ.σ.μ.σκλαβώνω, υποδουλώνω, εξανδραποδίζω, υποτάσσω.σκλαβώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
97 закалить
лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закаленный, βρ: -лен, -лена, -лею.ρ.σ.μ.1. ατσαλώνω, χαλυβδώνω, βάφω, δένω•2. μτφ. σκληραγωγώ. || εκγυμνάζω.ατσαλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
98 закатать
ρ.σ.μ.1. τυλίγω κυλώντας•закатать за-чинку в тесто τυλίγω παραγέμι,σμα σε ζυμαρόφυλλο.
2. ανασκουμπώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω. || περιτυλίγω.3. ισοπεδώνω•закатать дорогу ισοπεδώνω το δρόμο.
4. (απλ.) στέλλω•закатать в тюрьму, в каторгу στέλλω στη φυλακή, στα κάτεργα.
5. κατακουράζω με την αμαξάδα.6. αρχίζω να κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. κ. катать.1. αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι επάνω.2. με τραβά, μου αρέσει η αμαξάδα• κουράζομαι από την πολλή αμαξάδα.3. αρχίζω να κυλιέμαι κλπ. ρ. βλ. кататься. -
99 заклепать
-аю, -аешь к.-еплю, ‘ реплешь•, προστκ. заклепай κ. заклеили, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заклепанный, βρ: -пан, -а, -оρ.σ.μ. γυρώ, -ώνω, πριτσινάρω, τζαβετάρω.εκφρ.пушку – παλ. κλείνω το κλείστρο πυροβόλου.πριτσινάρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
100 заковать
-кую, -куешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закованный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. αλυσοδένω, δεσμεύω, βάζω στα δεσμά•арестантов -ли в кандалы στους συλληφθέντες πέρασαν τις χειροπέδες.
|| θωρακίζω, βάζω θώρακα. || μτφ. καταθλίβω, καταπιέζω, στενοχωρώ. || μτφ. παγώνω, ακινητοποιώ (ποτάμι λίμνη κ.τ.τ.).2. πιάνω (με το καρφί) θίγω τα νεύρα•лошадь хромает, ее -ли το άλογο κουτσαίνει, γιατί το ‘πιασαν με το καρφί.
3. αυνδέω με σφυρηλάτηση.αλυσοδένομαι, δεσμεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
См. также в других словарях:
ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… … Dictionary of Greek
ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… … Dictionary of Greek
-αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον … Dictionary of Greek
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… … Dictionary of Greek
απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… … Dictionary of Greek
κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… … Dictionary of Greek