Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ενεργ

  • 1 катать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.
    1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•

    катать брёвна κυλώ κούτσουρα•

    катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.

    2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.
    3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.
    4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.
    5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•

    катать проволоку συρματοποιώ.

    6. βλ. валить (2 σημ.).
    7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.
    1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.
    2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•

    катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•

    катать на велосипеде ποδηλα-τώ•

    катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.

    3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).
    4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•

    катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.

    εκφρ.
    катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια.

    Большой русско-греческий словарь > катать

  • 2 светить

    свечу, светишь
    ρ.δ.
    1. φέγγω, φωτίζω, λάμπω•

    луна -тит το φεγγάρι φωτίζει•

    звзды -ят τ αστέρια λάμπουν•

    солнце -ит для всех ο ήλιος φωτίζει για όλους.

    || ρίχνω φως•

    он -ил мне, пока я сходил с лестницы αυτός μου έφεγγε όσο εγώ κατέβαινα τη σκάλα.

    || μτφ. χαροποιώ, ανακουφίζω• δίνω ευτυχία, αίγλη.
    2. ανταυγάζω, αντιλάμπω, αντιφέγγω. || ακτινοβολώ, απαυγάζω, καταυγάζω.
    3. μτφ. λάμπω από χαρά, ευχαρίστηση•

    глаза е -ли τα μάτια της έλαμπαν,

    1. φέγγω, φωτίζω•

    вдали что-то -ится μακριά στο βάθος κάτι φέγγει.

    || φωτίζομαι.
    2. βλ. ενεργ. φ. (2 σημ.).
    3. μτφ. βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    4. διαφαίνομαι. || λάμπω από χαρά, ικανοποίηση, ευχαρίστηση κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > светить

  • 3 слушать

    ρ.δ.μ.
    1. ακούω•

    слушать радио ακούω ραδιόφωνο•

    слушать лекцию ακούω διάλεξη•

    слушать сказки ακούω παραμύθια.

    2. ακροώμαι•

    доктор -ал его грудь и сердце ο γιατρός τον άκουσε στο στήθος και στην καρδιά.

    3. εισακούω, δέχομαι•

    -айте советы врача ακούτε τις συμβουλές του γιατρού.

    4. υπακούω, υποτάσσομαι•

    слушать оща ακούω τον πατέρα•

    он никого не -ет αυτός δεν ακούει κανέναν.

    || (για μηχανή ή μηχανισμούς)• υποτάσσομαι•

    руль не -ет το τιμόνι (πηδάλιο) δε λειτουργεί.

    5. слушаю! στις διαταγές σας!
    1. υπακούω, υποτάσσομαι•

    не слушать родителей δεν υπακούω στους γονείς•

    не слушать приказа δεν υπακούω στη διαταγή.

    2. βλ. ενεργ. φ. 3 σημ.
    3. слушаюсь! βλ. ενεργ. φ. 5 σημ.
    4. ακροώμαι, ακούω.

    Большой русско-греческий словарь > слушать

  • 4 травить

    травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•

    травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).

    || φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•

    травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.

    2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.
    3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.
    4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).
    5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•

    мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).

    6. σπαταλώ.
    7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).
    8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.
    1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.
    ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).
    1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.
    2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).
    3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.
    ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > травить

  • 5 белеть

    -ею, -еешь, ρ.δ.
    1. ασπρίζω, λευκάζω, φαίνομαι άσπρος.
    2. ασπρίζω, γίνομαι άσπρος.
    3. Χαράζω, φέγγω.
    βλ. ρ.ενεργ.φ.(1 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > белеть

  • 6 бичевать

    -чую, -чуешь, ρ.δ.μ.
    (γραπ. λόγος)
    1. μαστιγώνω.
    2. μτφ. κατηγορώ, κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω.
    μαστιγώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > бичевать

  • 7 бодать

    ρ.δ.μ.
    (για ζώα) κερατίζω, κουτράρω, κουτουλώ, μπιτσίζω.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.
    наша корова -ется η γελάδα μας κουτράει. || αλληλοχτυπιέμαι, κουτριέμαι, κουτουλιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > бодать

  • 8 бороздить

    -зжу, -здишь, ρ.δ.μ.
    1. αυλακώνω, αυλακίζω• ανοίγω αυλάκια.
    2. ρυτιδώνω•

    морщины -ят его лоб ρυτίδες αυλακώνουν το μετωπό του.з διασχίζω•

    пароходы -ят океан: τα ατμόπλοια διασχίζουν τον ωκεανό.

    αυλακώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > бороздить

  • 9 брезжить

    -ит, ρ.δ.
    υποφώσκω, θαμποφέγγω. || απρόσ. φωτίζω.
    βλ. ρ. ενεργ.φ. в окнах -ился свет τα παράθυρα θαμπόφεγγαν.

    Большой русско-греческий словарь > брезжить

  • 10 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 11 брызгать

    -зжу, -зжешь, κ. –гаю, -гаешь επιρ. μτχ. брызжа, κ. брызгая ρ.δ.
    ραντίζω, ραίνω, ψεκάζω• πιτσιλίζω•

    брызгать кругом περιραντίζω, περίραίνω•

    διαχέομαι, διασκορπίζομαι, (ξε)πετάγομαι, βγαίνω•

    брызжут искры βγαίνουν σπίθες.

    1. ραντίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. αλληλοραντίζομαι•

    дети -ются τα παιδιά αλληλοραντίζονται.

    Большой русско-греческий словарь > брызгать

  • 12 брыкать

    ρ.δ.
    κλοτσώ, λακτίζω, πτερνίζω, τσινώ. || σηκώνω, υψώνω με τα πόδια•

    лошадь -ет пыль το άλογο σηκώνει σκόνη.

    αλληλολακτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > брыкать

  • 13 валить

    валю, валишь ρ.δ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω ανατρέπω• σπάζω•

    ветер -ит деревья ο άνεμοο ρίχνει κάτω (σπάζει) τα δέντρα•

    валить противника на землю ρίχνω καταγής (χάμω) τον αντίπαλο.

    || μτφ. εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω, ρημάζω•

    холера так и -ит всех η χολέρα εξολοθρεύει όλους.

    2. ρίχνω άτακτα•

    валить книги в ящик ρίχνω τα βιβλία στο κασόνι όπως λάχει.

    3. ρίχνω την ενοχή, ευθύνη σε άλλον, τα φορτώνω στον άλλον•

    обвиняемые -ли все друг на друга οι κατηγορούμενοι έρριχναν την ενοχή ο ένας στον άλλον.

    εκφρ.
    валить все в одну кучу – τα βάζω όλα σ’ ένα σακκί (χωρίς διάκριση).
    πέφτω χάμω, κάτω, καταγής•

    яблоки -ятся на дорожку τα μήλα πέφτουν στο δρομάκι.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι, σωροβολιάζομαι, σωριάζομαι•

    дом -ится το σπίτι κατάρρεει.

    || (για ζώα) ψοφώ•

    от сибирской язвы -ится много скота από τον άνθρακα ψοφούν πολλά ζώα.

    εκφρ.
    - ится из рук – α) πέφτει από τα χέρια (γίνεται ανεπιτυχώς)• β) πέφτω από έλλειψη δύναμης, επιθυμίας•
    валить с ног – πέφτω από τα πόδια (από κούραση, ασθένεια κ.τ.τ.).
    -ит, ρ.δ.
    1. κινούμαι, ρίχνομαι• πέφτω•

    толпа -ит ο όχλος κινείται•

    снег -ит хлопьями το χιόνι πέφτει τουλούπες (κατάνι φάδες).

    2. προστκ. κίνα, κούνα, κουνήσου•

    -и, беги! κουνήσου, τρέχε!

    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > валить

  • 14 вербовать

    -бую, -уешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вербованный, βρ: -ван, -а, -о, ρ.δ.μ.
    στρατολογώ εργάτες, συνεργάτες κλπ., μισθώνω• προσηλυτίζω.
    στρατολογούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > вербовать

  • 15 взбушевать

    -шую, -шуешь ρ.σ.
    (για άνεμο, θάλασσα κλπ.) μαίνομαι, λυσσομανώ.
    βλ. ρ., ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > взбушевать

  • 16 взгрустить

    -ну, -нешь, ρ.σ.
    θλίβομαι, στενοχωριέμαι, βαριοθυμώ, βαρυθυμώ.
    θλίβομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > взгрустить

  • 17 вздумать

    ρ.σ.
    σκέφτομαι, μου κατεβαίνει, μου έρχεται στο νου η σκέψη, η ιδέα.
    βλ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > вздумать

  • 18 видоизменить

    -меню, -менишь, к. -менишь ρ.σ.μ.
    αλλάζω το είδος, τη μορφή, το σχήμα, μεταμορφώνω, μετασχηματίζω• τροποποιώ• μεταποιώ•

    видоизменить план τροποποιώ το σχέδιο•

    видоизменить костюм μεταποιώ το κουστούμι.

    μεταμορφώνομαι, μεταλλάσσομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > видоизменить

  • 19 возвеличить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ. παλ. εξαίρω, μεγαλύνω, εξυψώνω, υπερυψώνω, εκθειάζω, αποθεώνω, ανεβάζω στα ουράνια.
    εξυψώνομαι, μεγαλύνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > возвеличить

  • 20 воздвигать

    ρ.δ.μ. ανεγείρω, χτίζω, οικοδομώ, ανιδρύω.
    1. ανεγείρομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > воздвигать

См. также в других словарях:

  • ξεμεσημεριάζω — (ενεργ. και μέσ.) 1. περνώ το μεσημέρι με μια ασχολία («ξεμεσημεριάζομαι διαβάζοντας») 2. μέ βρίσκει το μεσημέρι χωρίς να έχω τελειώσει κάτι που άρχισα από το πρωί, αργοπορώ 3. κοιμάμαι κατά τη διάρκεια τού μεσημεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * +… …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

  • συντυχαίνω — συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω] 1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία 2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία 3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ανακαλώ — ( έω) (Α ἀνακαλῶ) Ι. ενεργ. 1. καλώ μεγαλόφωνα, προσκαλώ (στα αρχ. και το μέσ.) 2. καλώ, διατάσσω κάποιον να επιστρέψει, επαναφέρω (στα αρχ. κυρίως μέσ.) ΙΙ. μέσ. 1. επικαλούμαι (τον Θεό ή κάποιον άγιο) (στα αρχ. και ενεργ.) 2. κλαίω, θρηνώ… …   Dictionary of Greek

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • χειρίζομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. χειρίζω ΜΑ [χείρ, χειρός] (στη νεοελλ. μόνον το μέσ.) διαχειρίζομαι, διοικώ (α. «χειρίζεται τα οικονομικά θέματα τής εταιρείας» β. «χειρίζω ἀνάγνως τὰ ἅγια», Ισίδ. Πηλ. γ. «ἐδόκουν ἐνδεχομένως χειρίζειν τὰ κατὰ τὴν Σικελίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • -αν — κατάλ. γ πληθ. ρημάτων παρελθ. χρόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από την κατάλ. αν τού γ πληθ. τού ενεργ. αορ. που στους μεταγεν. χρόνους μεταβιβάστηκε κατ’ αναλογία στο γ πληθ. τού αορ. β , τού πρτ. και τού παρακμ. τής ενεργ. φωνής (είδαν, αντί εἶδον …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αναπαύω — (Α ἀναπαύω και ποιητ. και ιων. ἀμπαύω) Ι. ενεργ. 1. απαλλάσσω κάποιον από τους κόπους, δίνω ανάπαυση, ξεκουράζω 2. ανακουφίζω, καταπραΰνω, ξαλαφρώνω 3. σκοτώνω κάποιον, τόν «βγάζω απ’ τη μέση» ΙΙ. μέσ. 1. διακόπτω σωματική ή πνευματική εργασία… …   Dictionary of Greek

  • απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… …   Dictionary of Greek

  • κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»