-
1 Δυνάμεις
Δυνάμεις οιСилы – один из чинов ангельской иерархии -
2 δυνάμεις
μου (или ανώτερο των δυνάμεων μου) это сверх моих сил;στην ακμή των δυνάμειςάμεων — в расцвете сил;
2) численность;αριθμητική δυνάμεις — численный состав;
συνολική δυνάμεις — общая численность;
δυνάμεις τριακοσίων ανδρών — численностью в триста человек;
3) держава;μεγάλες δυνάμεις великие державы; 4) крепость (вина, раствора и т. п.); 5) πλ. воен, силы, войска;ένοπλες δυνάμειςάμεις — вооружённые силы;
ναυτικές (αεροπορικές) δυνάμειςάμεις — морские (воздушные) силы;
6) мат. степень;§ δυνάμειςάμει... — в силу, на основании...;
δυνάμειςάμει τού άρθρου πέντε — на основании статьи пятой;
πάσει ( — или πάση) δυνάμειςάμει — или με όλες τίς δυνάμειςάμεις — всеми силами, изо всех сил;
(τό) κατά δυνάμειςαμιν — по возможности; — по мере возможности
-
3 δυνάμεις
δύναμιςpower: fem nom /voc pl (attic epic)δύναμιςpower: fem nom /acc pl (attic) -
4 δυνάμεις
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > δυνάμεις
-
5 δυνάμεις
cоcтавГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δυνάμεις
-
6 δυνάμεις
staminaΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δυνάμεις
-
7 stamina
δυνάμεις -
8 сила
-ы θ.1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•
богатырская сила ηράκλεια δύναμη•
напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.
|| μτφ. δύναμη πνευματική•душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•
умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•
сила характера δύναμη του χαρακτήρα.
2. βία•применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.
3. (τεχ.) ισχύς•сила машины ισχύς μηχανής•
падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•
центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•
сила тяжести η δύναμη του βάρους.
4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•сила государства ισχύς του κράτους•
сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•
покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•
сила слова η δύναμη του λόγου•
сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•
сила ветра η δύναμη του ανέμου•
сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•
неестественная -υπερφυσική δύναμη•
производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•
рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•
движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•
реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•
вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.
5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.
6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.εκφρ.в -у – δύσκολα, μετά βίας•в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•по -е возможности – κατά το δυνατό•под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•-ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•взять -у – κ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου. -
9 сила
сила ж в рази. знач. η δύναμη· полный сил γεμάτος δυνάμεις; это нам не по \силаам αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας; общими \силаами με κοινές δυνάμεις; прогрессивные \силаы οι προοδευτικές δυνάμεις; \силаы мира οι φιλειρηνικές δυνάμεις ◇ в \силау... λόγω...· \силаы быстрого развёртывания οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης* * *ж в разн. знач.η δύναμηпо́лный сил — γεμάτος δυνάμεις
э́то нам не по си́лам — αυτό ξεπερνά τις δυνάμεις μας
о́бщими си́лами — με κοινές δυνάμεις
прогресси́вные си́лы — οι προοδευτικές δυνάμεις
си́лы ми́ра — οι φιλειρηνικές δυνάμεις
••в си́лу... — λόγω…
си́лы бы́строго развёртывания — οι δυνάμεις ταχείας ανάπτυξης
-
10 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
11 δύναμις
δύναμις, εως, ἡ (Hom.+; loanw. in rabb.) gener. ‘capability’, with emphasis on function.① potential for functioning in some way, power, might, strength, force, capabilityⓐ general, λαμβάνειν δ. receive power Ac 1:8 (cp. Epict. 1, 6, 28; 4, 1, 109; Tat. 16, 1 δραστικωτέρας δ.); ἰδίᾳ δ. by one’s own capability 3:12. Of kings τὴν δύναμιν καὶ ἐξουσίαν αὐτῶν τῷ θηρίῳ διδόασιν Rv 17:13 (cp. Just., A I, 17, 3 βασιλικῆς δ.).—Of God’s power (Nicol. Dam.: 90 Fgm. 66, 33 Jac. θεῶν δ., Diod S 1, 20, 6 τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν of Osiris’ function as benefactor to humanity; 5, 71, 6; 27, 12, 1; 34 + 35 Fgm. 28, 3; Dio Chrys. 11 [12], 70, 75; 84; 23 [40], 36; Herm. Wr. 14, 9 ὁ θεὸς …, ἡ [ᾧ v.l.] πᾶσα δύναμις τοῦ ποιεῖν πάντα; PGM 4, 641; 7, 582; 12, 250; LXX; Aristobulus in Eus., PE 13, 12, 4; 7 [Fgm. 4, ln. 22 p. 164; ln. 84 p. 172]; EpArist; Jos., Ant. 8, 109; 9, 15; SibOr 3, 72; Just., A I, 32, 11 al.) Mt 22:29; Mk 12:24; Lk 22:69; Ro 1:16, 20 (Jos., C. Ap. 2, 167 God is known through his δ.); 9:17 (Ex 9:16); 1 Cor 1:18, 24; 2:5; 6:14; 2 Cor 4:7; 6:7; 13:4; Eph 3:7; 2 Ti 1:8; 1 Pt 1:5; Rv 1:16; 11:17; 12:10; 15:8; cp. 2 Cor 12:9a; Rv 5:12; 1 Cl 11:2; 33:3; Dg 7:9; 9:1f; δ. ὑψίστου Lk 1:35. In doxology (1 Ch 29:11f; on the doxol. in the Lord’s Prayer HSchumaker, Cath. World 160, ’45, 342–49) Mt 6:13 v.l.; D 8:2; 9:4; 10:5. Cp. Rv 4:11; 7:12; 19:1.—IMg 3:1; ISm 1:1; Hv 3, 3, 5; m 5, 2, 1; PtK 2. Hence God is actually called δ. (Philo, Mos. 1, 111, Mut. Nom. 29; Ath. 16, 2) Mt 26:64; Mk 14:62 (cp. Wsd 1:3; 5:23 and Dalman, Worte 164f). Christ possesses a θεία δ. (this expr. in Aristot., Pol. 4 [7], 4, 1326a 32; PGM 12, 302 al.; s. Orig., C. Cels. 3, 40, 20 al.; Did., Gen. 60, 8; s. θεῖος 1a) 2 Pt 1:3; cp. 1:16 and 1 Cor 5:4; of Christ’s potential to achieve someth. through Paul 2 Cor 12:9b (cp. SEG XXXIV, 1308, 5f [50 B.C.–50 A.D.]). In Hs 9, 26, 8, the potential associated with the women in black leads to destruction. δ. leaves Christ at his death GPt 5:19 (s. LVaganay, L’Évangile de Pierre 1930, 108; 254ff). ἐν τῇ τοῦ κυρίου δ. AcPlCor 2:39.— Power of the Holy Spirit (Jos., Ant. 8, 408; Just., D. 87, 4f al.) Lk 4:14; Ac 1:8; Ro 15:13, 19 (ἐν δ. πν. [θεοῦ]); Hm 11:2, 5. ἐν ἀποδείξει πνεύματος καὶ δυνάμεως 1 Cor 2:4; cp. ἐγείρεται ἐν δ. 15:43, foll. by σῶμα πνευμάτικον. δυνάμει κραταιωθῆναι be strengthened in power (i.e. with ability to function) by the Spirit Eph 3:16. Hence the Spirit given the Christian can be called πνεῦμα δυνάμεως, i.e. in contrast to an unenterprising spirit, πνεῦμα δειλίας, God offers one that functions aggressively, 2 Ti 1:7; cp. 1 Pt 4:14 v.l.; AcPl Ha 8, 25/BMM 32f/Ox 1602, 39. The believers are ἐν πάσῃ δ. δυναμούμενοι equipped w. all power Col 1:11; cp. Eph 1:19; 3:20 (for Eph 1:19 cp. 1QH 14:23; 11:29 al.; for Eph 3:16, 6:10 cp. 1QH 7:17, 19; 12:35; 1QM 10:5; see KKuhn, NTS 7, ’61, 336); esp. the apostles and other people of God Lk 24:49; Ac 4:33; 6:8; cp. AcPl Ha 6, 21. ἐν πνεύματι καὶ δ. Ἠλίου Lk 1:17.—Of the devil’s destructive capability Lk 10:19; cp. Rv 13:2. ἡ δύναμις τῆς ἁμαρτίας ὁ νόμος what gives sin its power to function is the law 1 Cor 15:56.ⓑ specif., the power that works wonders (SEG VIII, 551, 39 [I B.C.]; POxy 1381, 206ff; PGM 4, 2449; 12, 260ff; Just., D. 49, 8 κρυφία δ.; s. JZingerle, Heiliges Recht 1926, 10f; JRöhr, D. okkulte Kraftbegriff im Altertum 1923, 14f) Mt 14:2; Mk 6:14; Hv 1, 3, 4. ἔχρισεν αὐτὸν ὁ θεός δυνάμει (God endowed him to perform miracles) Ac 10:38 (Dio Chrys. 66 [16], 10 of Jason: χρισάμενος δυνάμει τινί, λαβὼν παρὰ τῆς Μηδείας; Diod S 4, 51, 1 τ. τρίχας δυνάμεσί τισι χρίσασα=she anointed her hair with certain potions; 4, 51, 4; 17, 103, 4 ὁ σίδηρος κεχριμένος ἦν φαρμάκου δυνάμει=with a poisonous potion. Diod S 1, 97, 7 a powerful medium=φάρμακον; s. ἐξουσία 7; also RAC II 415–58). τὴν ἐξ αὐτοῦ δ. ἐξελθοῦσαν potency emanated from him Mk 5:30; cp. Lk 8:46; δ. παρʼ αὐτοῦ ἐξήρχετο 6:19; cp. 5:17; perh. also (but s. 3 below) Gal 3:5; 1 Cor 12:28f (on the pl. δυνάμεις s. X., Cyr. 8, 8, 14; Herm. Wr. 13, 8 al.; on this ADieterich, E. Mithraslit. 1903, 46f; cp. PKöhn VI, 245, 18 Athena; for parallels and lit. s. Ptocheia [=ASP 31] ’91, 55). ἐν δ. with power, powerful(ly) (TestJob 47:9; Synes., Ep. 90 p. 230d τοὺς ἐν δ.) Mk 9:1; Ro 1:4; Col 1:29; 2 Th 1:11; μετὰ δυνάμεως Mt 24:30; Mk 13:26; Lk 21:27.—κατὰ δύναμιν w. gen. (Lucian, Imag. 3) by the power of Hb 7:16. Hebraist.=δυνατός (but readily understood in the Greek world as a defining gen., e.g. λόγου ἄνοια=vocal frenzy Soph. Antig. 603; s. Judg 3:29; 20:46 [ἄνδρες δυνάμεως B =ἄνδρες δυνατοί A]; Wsd 5:23): τῷ ῥήματι τῆς δ. αὐτοῦ by his powerful word 1:3; μετʼ ἀγγέλων δυνάμεως αὐτοῦ w. messengers of his power i.e. angels who exercise Jesus’ power 2 Th 1:7 (unless this is to be rendered with KJV et al. his mighty angels) (cp. En 20:1; GrBar 1:8; 2:6); μὴ ἔχων δ. powerless Hv 3, 11, 2; m 9:12. ἰσχυρὰν δ. ἔχειν be very powerful m 5, 2, 3; cp. 9:11; ἐν ποίᾳ δ.; by what power? (s. under 5) Ac 4:7. ὕψος δυνάμεως pride in (one’s) power B 20:1.—Effectiveness in contrast to mere word or appearance 1 Cor 4:19f; 1 Th 1:5. ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι they have the outward appearance of piety, but deny its function 2 Ti 3:5 (cp. Jos., Ant. 13, 409 τὸ ὄνομα τ. βασιλείας εἶχεν, τ. δὲ δύναμιν οἱ Φαρισαῖοι=[Alexandra] bore the title queen, but the Pharisees were in control). δ. πίστεως the power of faith in contrast to verbal profession IEph 14:2. Sim. δ. w. ἐξουσία (Dio Chrys. 11 [12], 65) potent authority i.e. the word of Jesus is not only authoritative but functions effectively ἐν ἐξουσίᾳ, for the unclean spirits depart Lk 4:36; 9:1.—W. ἰσχύς 2 Pt 2:11 (Ath. 24, 2); w. ἐνέργεια Hm 6, 1, 1 (cp. Galen X, 635); τὴν δ. τῆς ἀναστάσεως the effectiveness of his (Christ’s) resurrection, which brings about the resurrection of the believers Phil 3:10.—Of the peculiar power inherent in a thing (of the healing power of medicines since Hippocr.; cp. Diod S 1, 20, 4; 1, 97, 7; 17, 103, 4; Plut., Mor. 157d al.; Dio Chrys. 25 [42], 3; Galen, Comp. Med. XIII 707 K.). δ. πυρός Hb 11:34 (Diod S 15, 50, 3 δ. τοῦ φωτός=the intensity of the light).② ability to carry out someth., ability, capability (cp. Democrit, Fgm. B 234; Pla., Philb. 58d; cp. Aristot., Metaph. 4, 12, 1019a 26; Epict. 2, 23, 34; 4 Km 18:20; Ruth 3:11; Jos., Ant. 10, 54; Just., D. 4, 1) δύναμιν εἰς καταβολὴν σπέρματος Hb 11:11 (s. entry καταβολή). κατὰ δύναμιν according to ability (Diod S 14, 81, 6 v.l.; SIG 695, 9; 44 [129 B.C.]; PGM 4, 650; POxy 1273, 24; BGU 1050, 14; Sir 29:20; Jos., Ant. 3, 102; Just., A II, 13, 6; also ὅση δ. A I, 13, 1; 55, 8 al.; ὡς δ. μου D. 80, 5) 2 Cor 8:3a; ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δ. to each according to his special capability (cp. SIG 695, 55) Mt 25:15; AcPl Ha 7, 17. Opp. beyond one’s ability ὑπὲρ δύναμιν (Demosth. 18, 193; Appian, Bell. Civ. 2, 1 §3; 2, 13 §49; POxy 282, 8; Sir 8:13) 2 Cor 1:8 or παρὰ δ. (Thu. 3, 54, 4; PPetr II, 3b, 2 [III B.C.]; POxy 1418, 3; Jos., Ant. 14, 378) 8:3b.③ a deed that exhibits ability to function powerfully, deed of power, miracle, wonder (Ael. Aristid. 40, 12 K.=5 p. 59 D.: δυνάμεις ἐμφανεῖς; 42, 4 K.=6 p. 64 D. al.; Eutecnius 4 p. 41, 13; POxy 1381, 42; 90f τ. δυνάμεις ἀπαγγέλλειν; Steinleitner, nos. 3, 7f and 17; 8, 10 [restored] al.; Ps 117:15; Just., A I, 26, 22 al.) w. σημεῖα 2 Th 2:9; also in pl. Ac 2:22; 2 Cor 12:12; Hb 2:4; in this sense δ. stands mostly in pl. δυνάμεις Mt 7:22; 11:20f, 23; 13:54, 58; Mk 6:2; 9:39; Lk 10:13; 19:37; Ac 8:13; 19:11; 1 Cor 12:10, 28f; Gal 3:5 (on the two last pass. s. 1b above); Hb 6:5. Sg. Mk 6:5.④ someth. that serves as an adjunct of power, resource μικρὰν ἔχειν δ. have few resources Rv 3:8. Also wealth (X., An. 7, 7, 36, Cyr. 8, 4, 34; Dt 8:17f) ἐκ τῆς δ. τοῦ στρήνους fr. the excessive wealth Rv 18:3. Esp. of military forces (Hdt. et al. very oft.; cp. OGI ind. VIII; LXX; Jos., Ant. 18, 262; Just., D 131, 3), even of the heavenly bodies thought of as armies δ. τῶν οὐρανῶν the armies of heaven (Is 34:4 v.l.; 4 Km 17:16; Da 8:10 Theod.; En 18:14) Mt 24:29; Lk 21:26; cp. Mk 13:25.⑤ an entity or being, whether human or transcendent, that functions in a remarkable manner, power as a personal transcendent spirit or heavenly agent/angel ([cp. Pla., Crat. 438c] Aristot., Met. 4, 12, 1019a, 26 divinities δυνάμεις [likewise TestAbr A 14 p. 94, 21=Stone p. 36] λέγονται; Eth. Epic. col. 9, 16, w. θεοι; Porphyr., Abst. 2, 2 p. 133 Nauck δαίμοσιν ἢ θεοῖς ἤ τισι δυνάμεσιν θῦσαι; Sallust. 15 p. 28, 15 αἱ ἄνω δυνάμεις; Herm. Wr. 1, 26; 13, 15; Synes., Ep. 57 p. 191b; PGM 4, 3051; 4 Macc 5:13; Philo, Conf. Lingu. 171, Mut. Nom. 59) Ro 8:38; 1 Cor 15:24; Eph 1:21; 1 Pt 3:22; αἱ δ. τοῦ σατανᾶ IEph 13:1. (Cp. αἱ πονηραὶ δ., διάβολος καὶ οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ Did., Gen. 45, 4.) θεὸς ἀγγέλων καὶ δ. MPol 14:1 (cp. the ins in FCumont, Étud. syr. 1917, p. 321, 5 ὁ θεὸς τ. δυνάμεων=BCH 26, 1902, 176; Just., D. 85, 6 ἄγγελοι … καὶ δ.)—Desig. of a personal divine being as a power (i.e. an effective intermediary or expression; s. DDD 509–16) of the most high God (Ael. Aristid. 37, 28 K.=2 p. 27 D.: Athena as δ. τοῦ Διός; Just., A I, 14, 5 δ. θεοῦ ὁ λόγος αὐτοῦ ἦν; cp. 23, 2; Tat. 5, 1) οὗτός ἐστιν ἡ δύναμις τοῦ θεοῦ ἡ καλουμένη μεγάλη this man is what is called the Great Power of God Ac 8:10 (cp. ins of Saïttaï in Lydia εἷς θεὸς ἐν οὐρανοῖς μέγας Μὴν οὐράνιος, μεγάλη δύναμις τοῦ ἀθανάτου θεοῦ: ILydiaKP 110; PGM 4, 1275ff ἐπικαλοῦμαί σε τὴν μεγίστην δύναμιν τὴν ἐν τῷ οὐρανῷ ὑπὸ κυρίου θεοῦ τεταγμένην. S. New Docs 1, 107. Cp. HKippenberg, Garizim u. Synagoge: RVV ’71, 122–24.—GWetter, ‘D. Sohn Gottes’ 1916, 8f; WSpiegelberg, Die ägypt. Gottheit der ‘Gotteskraft’: Ztschr. f. äg. Sprache 57, 1922, 145ff; FPreisigke, D. Gotteskraft der frühchristl. Zeit 1922).⑥ the capacity to convey thought, meaning (Pla., Crat. 394b; Polyb. 20, 9, 11; Dionys. Hal. 1, 68; Dio Chrys. 19 [36], 19; Cass. Dio 55, 3; Philo, Congr. Erud. Gr. 125; Just., D. 125, 1 ἡ δ. τοῦ Ἰσραὴλ ὀνόματος; 138, 1 ὀγδόης ἡμέρας … δυνάμει … πρώτης) of language 1 Cor 14:11; of stones Hv 3, 4, 3; cp. 3, 8, 6f.—OSchmitz, D. Begriff δ. bei Pls: ADeissmann Festschr. 1927, 139–67; WGrundmann, D. Begriff d. Kraft in d. ntl. Gedankenwelt ’32; Dodd 16–20; EFascher, Dynamis Theou: ZTK n. s. 19, ’38, 82–108; LBieler, Δύναμις u. ἐξουσία: Wiener Studien 55, ’38, 182–90; AForster, The Mng. of Power for St. Paul, ATR 32, ’50, 177–85; MBarré, CBQ 42, ’80, 216–27 (contrast w. ‘weakness’ in Qumran lit.)—DELG. Lampe s.v. δύναμις VI B and VII. RAC IV 441–51. EDNT. M-M. TW. -
12 δυναμις
1) сила, мощь(αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Plat. и σωματικέ δ. Polyb.; ἥ τοῦ θερμοῦ, τοῦ κινοῦντος δ. Arst.)
ὅση δ. πάρεστιν или οἵη ἐμέ δ. καὴ χεῖρες ἕπονται Hom. — насколько хватит (моих) сил;ὅ νόμος ἀναγκαστικέν ἔχει δύναμιν Arst. — закон имеет принудительную силу;2) могущество, власть(θεῶν Eur.; κατὰ θάλατταν Arst.)
δυνάμει προύχοντες Thuc. — превосходящие по силам;ἡγεμονικέ δ. Polyb. — авторитет полководца3) способность, возможность(τῆς ὄψεως, τοῦ φθέγγεσθαι Arst.)
κατὰ, πρὸς и εἲς δύναμιν Plat. — по (в меру) возможности, насколько возможно;4) свойствоἥ τῆς γῆς δ. Xen. — плодородие почвы5) филос. возможность, потенцияτὸ δυνάμει ( или κατὰ δύναμιν) ὄν, ἐντελεχείᾳ ( или ἐνεργείᾳ) μέ ὄν Arst. — существующее потенциально, но не в действительности
6) вооруженные силы, войска(δ. καὴ πεζέ καὴ ἱππικέ καί ναυτική Xen.; αἱ τῶν Καρχηδονίων δυνάμεις Polyb.)
7) ценность, стоимость(χρημάτων Thuc.; τοῦ νομίσματος Plut.)
8) значение, смысл(ὀνομάτων Plat., Lys.; τέν αὐτέν δύναμιν ἔχειν Lys., Dem.; οὐκ εἰδότες τίνα δύναμιν ἔχει τοῦτο Polyb.)
9) средство, снадобье(τὰς τριχὰς δυνάμεσί τισι ποιῆσαι πολιάς Diod.; κόκκοι τινὲς καὴ δυνάμεις ἄλλαι Plut.)
10) мат. степень, преимущ. квадратная Plat., Arst.11) мат. сторона квадрата Plat. -
13 δύναμις
δύναμις, εως, ἡ, Vermögen, Kraft; von Homer an überall. Homer z. B. Odyss. 2, 62 ἦ τ' ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη; Iliad. 8, 294 οὐ μέν τοι, ὅση δύναμίς γε πάριστιν, παύομαι; Odyss. 10, 69 ἀκέσασϑε, φίλοι· δύναμις γὰρ ἐν ὑμῖν; 3, 205 αἲ γὰρ ἐμοὶ τοσσήνδε ϑεοὶ δύναμιν παραϑεῖεν, τίσασϑαι μνηστῆρας; 20, 237 γνοίης χ' οἳη ἐμὴ δύναμις καὶ χεῖρες ἕπονται; Iliad. 23, 891 ὅσσον δυνάμει τε καὶ ἥμασιν ἔπλευ ἄριστος; 13, 786. 787 οὐδέ τί φημι ἀλκῆς δευήσεσϑαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν. πὰρ δύναμιν δ' οὐκ ἔστι καὶ ἐσσύμενον πολεμίζειν. – Folgende: 1) Vermögen, Kraft; – a) zunächst Körperkraft; αἱ τοῠ σώματος δυναμεις Plat. Theaet. 185 e; εἰ ἔτι ἐν δυνάμει ἦν τοῠ πορεύεσϑαι, wenn ich noch die Kraft hätte, Rep. I, 328 c. – b) in geistiger Beziehung, Kraft, Talent, Fertigkeit; ἡ τἀγαϑοῠ δύν., ἡ σοφιστικὴ δύν., Plat. Phil. 64 e Soph. 233 a; ἡγεμονική, Geschicklichkeit, Pol. 10, 22, 4. 1, 84, 6, der σωματικαὶ καὶ ϑυμικαὶ δ. vrbdt, 6, 7, 3; ἡ τῶν λεγόντων δ., Beredsamkeit, Dem. 22, 11 u. A.; ἡ τῶν λόγων δ. ist sowohl Kraft der Rede, als Redefertigkeit, Arist. rhet. 1, 1; δύναμιν ἔχειν πρός τι, Isocr. 2, 12. – c) allgem., Vermögen; εἰς δύναμιν, nach Vermögen, nach besten Kräften, Plat. Polit. 273 b, oft, wie Folgde; auch εἰς δύναμιν ὅτι μάλιστα, Plat. Rep. V, 458 e; eben so κατὰ δύναμιν, Phaedr. 249 c; κὰδ δύναμιν Hes. O. 834; κατὰ δύναμιν ὅτι μάλιστα διὰ βραχέων, Polit. 279 c; πρὸς τὴν δύναμιν τὴν αὑτῶν, Phaedr. 231 a; Ggstz ὑπὲρ δύναμιν, über Vermögen, Dem. 18, 193. – 2) Ansehen u. Einfluß im Staate, politische Macht; τῇ δυνάμει πρῶτοι Thuc. 7, 21; oft bei den Rednern; ἐν δυνάμει εἶναι, γίγνεσϑαι, in Ansehen stehen; Xen. Hell. 4, 4, 5; Dem. 13, 29. Auch = ein obrigkeitliches Amt, Xen. – 3) Heeresmacht, das Heer, die Truppen, im sing. u. im plur.; δεξάμενοι τὴν τῶν βαρβάρων δύναμιν Plat. Menex. 240 d; δ. ναυτική, πεζική, ἱππική, Xen. An. 1, 3, 12; u. so oft bei den Historikern. – 4) von der Arznei, die Heilkraft; Medic. Auch die Heilmittel selbst heißen δυνάμεις, wie B. A, p. 91 δυνάμεις τὰ τῶν ἰατρῶν φάρμακα. S. D. Sic. 1, 97. 4, 51; Plut. u. A. Vgl. Bast zu Greg. Cor. 907. – 5) der Werth, Gehalt einer Münze, Thuc. 6, 46 u. Sp.; δύναμιν ὀλίγην τῷ νομίσματι ἔδωκε Plut. Lyc. 9; Sol. 15. Dah. = die Bdtg eines Wortes; ὀνόματα τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχοντα Lys. 10, 7; Plat. Crat. 394 b u. öfter; οὐκ εἰδότες, τίνα δύναμιν ἔχει ταῦτα, was dies zu bedeuten hat, Pol. 3, 20, 5. Aehnl. τὸ εὐσεβὲς καὶ τὸ δίκαιον ἄν τ' ἐπὶ μικροῠ ἄν τ' ἐπί μείζονος παραβαίνῃ, τὴν αὐτὴν δύναμιν ἔχει, hat dieselbe Bedeutung, ist gleich, Dem. 9, 16. – Die Möglichkeit; entggstzt ἐνέργεια, ἐντελέχεια, oft Arist. – 6) in der Mathematik das Quadrat einer Zahl, einer Linie, Plat. Theaet. 198 b.
-
14 δύναμη
[-ις (-εως)] η1) е разя. знач сила;παληκαρήσια δύναμη — богатырская сила;
παραγωγικές ( — или κινητήριες) δύνάμεις — производительные (движущие) силы;
ηθική δύναμη — сила духа;
δύναμη θελήσεως — сила воли;
δύναμη πυρός — огневая мощь;
φυσικές δύνάμεις — силы природы;
η δύναμη της βαρύτητας физ. — сила тяжести;
δύναμη της έλξεως — а) физ. сила притяжения; — б) сила тяги;
δύναμη ίππων — лошадиная сила;
δύνάμεις της ειρήνης — силы мира;
δύναμη κόμματος — сила партии;
πλήρης δύνάμεων — полный сил;
αποκτώ δύναμη — приобретать влияние;
βχω (τήν) δύναμη — быть в силах, мочь;
δεν έχω την δύναμη να... — у меня не хватает силы, чтобы...; — я не в силах...;
αυτό είναι πάνω από τίς -
15 συν-ίστημι
συν-ίστημι (s. ἵστημι), 1) zusammenstellen, Einen mit einem Andern in Verbindung bringen, vereinigen; übertr., μαντικὴν ἑωυτῷ συστῆσαι, die Weissagekunst bei sich versammeln, d. i. sich erwerben, Her. 2, 49; vgl. τὴν ἄνω Ἀσίην συστήσας ἑωυτῷ, 1, 103, sich ganz Asien unterwürfig machen. – Bes., a) im feindlichen Sinne, an einander bringen, zum Kampfe, zum Kriege gegen Einen aufregen, τινὰ ἐπί τινι, Her. 6, 74, vgl. 3, 84; ἀντίπαλόν τινι, Xen. Cyr. 6, 1, 26; in Schlachtordnung stellen, Pol. 3, 43, 11. – b) im Guten, mit einander zusammenbringen, befreunden, Einen mit einem Andern bekannt machen, ihn empfehlen od. vorstellen, auch als Freund, Schüler u. dgl. auf Jemandes Seite bringen, für Einen einnehmen; ἄλλους μοι ἑκάστοτε ξυνίστησιν, Plat. Lach. 200 d; ἰατρῷ συστῆσαι περὶ τῆς ἀσϑενείας, Charm. 155 b; vgl. Xen. An. 3, 1, 8. 5, 9, 23 Cyr. 4, 8, 58; Pol. 31, 20, 9; Πελοποννήσου τὰ δυνατώτατα ξυστήσας, Thuc. 6, 16; zu einer Verschwörung, ξυνίστασαν τοὺς ἐπιτηδείους εἰς ξυνωμοσίαν, 8, 48; ἑταιρίαν, Dem. 46, 26, in einem Gesetz; δυνάμεις, das Heer Einem übergeben, Pol. 2, 1, 5, u. öfter, wie D. Sic. 17, 64. – c) zusammensetzen; πρᾶγμα ὁτιοῦν ἐκ χρηστῶν καὶ μοχϑηρῶν τινων ξυνίστησιν, Plat. Polit. 308 c; Tim. 53 b u. öfter; bes. in ein bestimmtes, geordnetes Verhältniß bringen, anordnen, einrichten; ἥκω ὡς συστήσων ἐπὶ τῷ Μάγῳ ϑάνατον, Her. 3, 71, mit euch anzustiften, zu bereiten; συνέστησε τὴν ἡμετέραν τέχνην, Plat. Conv. 186 e, in einen festen, dauernden Zustand bringen, ordnen; δι' ἣν αἰτίαν τὸ πᾶν τόδε ὁ ξυνιστὰς ξυνέστησεν, Tim. 29 d, u. öfter; ἐκ τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων μέγα τε καὶ ὅλον συστήσομεν, Prot. 425 a; οἱ ξυνιστάντες τὴν ὀλιγαρχίαν, Thuc. 8, 48; παλιγκαπηλεύων καὶ συνιστὰς τὰς τιμὰς τοῠ σίτου, Dem. 56, 7. – d) zusammen, ins Enge ziehen, dicht machen; von flüssigen Dingen = gerinnen machen; auch = einschrumpfen lassen, in Falten ziehen, Sp.; ὀφρῦς ἀνασπῶντα καὶ συνιστάντα τὸ πρόςωπον, Plut. discr. ad. et am. 41, oft. – 2) med. u. intrans. tempp., zusammentreten od. gerathen, – a) im feindlichen Sinne, handgemein werden, sich Einem gegenüberstellen zum Kampfe, τίς ξυστήσεται; Aesch. Spt. 417. 654; u. übertr., ἀλγηδόνος ᾇ ξυνέστας, Soph. O. C. 516; Hom. vrbdt πολέμοιο ξυνεσταότος, als der Kampf begonnen hatte, Il. 14, 96, wie Her. μάχης συνεστεώσης, 1, 74; συνεστηκότων τῶν στρατηγῶν, als die Feldherren mit einander stritten, 8, 79; γνῶμαι συνέστησαν, die Meinungen widerstritten einander, 1, 208. 7, 142; τινί, mit Einem kämpfen, συνεστεῶτες Βοιωτοῖσιν, 6, 108; συνέστηκε ταύτῃ τῇ γνώμῃ ἡ Γωβρύεω, 4, 132; auch λιμῷ συνεστεῶτες, die mit dem Hunger kämpfen, 7, 170, wie πόνῳ, λιμῷ, καμάτῳ συστῆναι, 8, 74. 9, 89; ὅτῳ ξυνέστη τῶνδ' ἕκαστος ἐν μάχῃ, Eur. Suppl. 847; κατ' ἀλλήλων φόνος ξυνίστατο, I. A. 54; ξυσταϑέντα διὰ μάχης, Phoen. 762; ϑρασέως ξυστὰς αὐτῷ, Ar. Vesp. 1031; μάχη τις ἀεὶ ξυνέστηκε, Plat. Soph. 246 c; πόλεμος οὐδεὶς ξυνέστη, Thuc. 1, 15, vgl. 4, 55 u. Isocr. 4, 71; Pol. 14, 8, 9 u. öfter. – b) in freundlicher Beziehung, sich Einem nähern, sich mit ihm verbinden, z. B. durch die Ehe, λέχος Ἡρακλεῖ κριτὸν ξυστᾶσα, Soph. Trach. 28; dah. Einem als Freund oder Schüler anhangen, mit Einem zusammenhalten, τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν ὁρῶν ξυνιστάμενον πρὸς ἑκατέρους, Thuc. 1, 1; οὐ γὰρ ξυνεστήκεσαν οἱ Ἕλληνες πρὸς τὰς μεγίστας πόλεις ὑπήκοοι, 1, 15: ξυστάντες οἱ ἄνϑρωποι, Xen. An. 5, 7, 16, vgl. 6, 3, 28; κύκλοι συνίσταντο, neben σύλλογοι ἐγίγνοντο, Xen. An. 5, 7, 2; συνεστηκότα ἐν κύκλῳ, Hell. 4, 4, 3, von einer aufrührerischen Versammlung, sich zusammenrotten, wie Cyr. 1, 1, 2; auch συνεστηκότα εἰς τὸ αὐτὸ ἔϑνη, 1, 5, 3; οἱ συνεστῶτες, die Verschworenen, Thuc. 8, 66, vgl. 5, 82, u. oft von politischen Umtrieben; ἐμὲ συνεστηκότα ἐπὶ τὴν πόλιν, Aesch. 2, 123. – c) zusammengesetzt sein, aus mehreren Theilen in einen dauernden festen Zustand gebracht, eingerichtet sein, dauern, bestehen; τοῦτο συνεστήκεε μέχρι οὗ, Her. 7, 225; oft dem einfachen »bestehen«, »sein« entsprechend, ἡ πολιτεία ξυνέστηκε μίμησις τοῦ καλλίστου βίου, Plat. Legg. VII, 817 b; δεῖν πάντα λόγον ὥςπερ ζῶον συνεστάναι, Phaedr. 264 c; ἓν σῶμα ξυνέστη, Tim. 45 c; μεγάλη συνέστη δύναμις βασιλέων, 25 a; πόλιν οὕτω ξυστᾶσαν, Rep. VIII, 546 a; πολλὰ σμικρὰ ἐκ τῶν αὐτῶν ξυστήσεται, Tim. 54 a; δεῖ τὸν μῦϑον οὕτω συνεστάναι, Arist. poet. 14. – d) dicht, fest werden, von flüssigen Dingen = gerinnen, συνεστηκυῖα χιών, Pol. 3, 55, 2; τοῦ ἀέρος συνισταμένου, da die Luft neblig wurde, Plut. Ant. 40; auch συνεστῶτι προςώπῳ, Demetr. 17; vgl. τοῦ νῦν σκυϑρωποῦ καὶ ξυνεστῶτος φρενῶν, Eur. Alc. 813. – 3) med. für sich zusammenstellen, ordnen, begründen; τὸ ὅλον, Plat. Phaedr. 269 c; ἆρ' οὐ μουσικὴν ξύμπασαν συνεστήσατο, Phil. 26 a; ἕως ἂν τὸ ἅπαν συστήσηται τεταγμένον πρᾶγμα, Gorg. 504 a; συστησώμεϑα πόλιν, Legg. III, 702 d; συστήσασϑαι μισϑοφόρους, Pol. 4, 60, 2, Söldner anwerben; so ναυτικὰς δυνάμεις, 1, 25, 5; δυναστείαν, 2, 13, 3; auch πόλεμον, den Krieg rüsten, anfangen, 2, 1, 1 u. öfter; συνεστήσατο πρᾶξιν τοιαύτην, 3, 50, 7; συστήσασϑαι λόγον ὑπέρ τινος, für Etwas zu reden anfangen, 3, 2, 6; συνεστήσαντο τὸν κίνδυνον ἐῤῥωμένως, D. Sic. 16, 4; anstellen, ansetzen, πιστοὺς ἄνδρας πρὸς τὴν τούτων ἐπιμέλειαν, Polyb. 10, 18, 15.
-
16 держава
держава ж το κράτος, η δύναμη; великие \державаы οι μεγά λες δυνάμεις* * *жτο κράτος, η δύναμηвели́кие держа́вы — οι μεγάλες δυνάμεις
-
17 испытать
испытать, испытывать 1) δοκιμάζω (испробовать ) εξε τάζω (проверить) \испытать свой си лы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου 2) (ощутить) νιώθω* αισθάνομαι (почувствовать) \испытать большое удовольствие αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση* * *= испытывать1) δοκιμάζω ( испробовать) εξετάζω ( проверить)испыта́ть свои́ си́лы — δοκιμάζω τις δυνάμεις μου
2) ( ощутить) νιώθω; αισθάνομαι ( почувствовать)испыта́ть большо́е удово́льствие — αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση
-
18 посильный
посильн||ыйприл ὁ κατά δύναμιν, δυνατός, ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις:\посильныйая помощь βοήθεια ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις (μου, σου, του). -
19 весь
весь 1всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•весь день όλη τη μέρα•
весь мир όλος ο κόσμος•
вся страна όλη η χώρα•
все население όλος ο πληθυσμός•
все люди όλοι οι άνθρωποι•
со всех сторон από παντού•
всеми силами με όλες τις δυνάμεις.
|| με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.
2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•он весь в поту είναι κάθιδρος•
он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.
3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•все для победы όλα για τη νίκη•
для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.
4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•лучше всех καλύτερα απ’ όλους.
5. Με όλο(ν), όλη•во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•
изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•
при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•
во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.
εκφρ.без – κ. безо всего χωρίς τίποτε•все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•все одно – το ιδιο είναι•все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•все одно – κ. все едино βλ. πιο πάνω•все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).весь 2-и θ.παλ. χωριό. -
20 плечо
-а, πλθ. плечи, плеч κ. παλ. плеча, плечи ουδ.1. ώμος, πλάτη•взвалить-ношу на плечо ρίχνω το φορτίο στον ώμο•
-и пиджака οι ώμοι του σακκακιού•
на -! επ ώμου! (παράγγελμα στρατιωτικό).
2. (ανατ.) βραχίονας. || κάθε τι παρεμφερές προς τον βραχίονα•плечо рычага ο βραχίονας του μοχλού.
εκφρ.за -ами – (πίσω) στο παρελθόν•по -у – κατά τις δυνάμεις (σηκώνω)•не по -у – παρά τις δυνάμεις (δε σηκώνω)•с -а – α) μ όλη τη δύναμη (κίνησης από πάνω προς τά κάτω). β) μτφ. (απλ.) αμέσως, αυθόρμητα•с чьего -а ή с чужого -а – (για ένδυμα) φορεμένο, από άλλον•с плеч бросить ή стряхнуть – ξεφορτώνο, -μαι, απαλλάσσομαι, διώχνω ένα βάρος από πάνω μου•плечо к -у ή -ом к -у – κολλητά, αντάμα αλληλένδετα•на -ах противника (неприятеля) – κατά πόδας τον (υποχωρούντα) εχθρό•взвалить (положить) на -и чьи – ρίχνω (φορτώνω) τα βάρη (τις ευθύνες) σε άλλον•вывезти ή вывести на своих -ах – σηκώνω το βάρος στις πλάτες μου (για φροντίδες κ.τ.τ.)•иметь голову на -ах – έχω τα λογικά μου, σκέπτομαι λογικά, μπαίνω καλά στο νόημα•лежать (быть) на -ах – όλα πέφτουν στις πλάτες μου (φροντίζω για όλα).
См. также в других словарях:
δυνάμεις — δύναμις power fem nom/voc pl (attic epic) δύναμις power fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδογενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που πηγάζουν από τις γεωλογικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Γης και επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειάς της. Οι δυνάμεις αυτές τείνουν να κάνουν πιο πολύπλοκο το ανάγλυφο, γιατί αναγκάζουν μεγάλα τμήματα του στερεού φλοιού να… … Dictionary of Greek
εξωγενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειας της Γης και έχουν τη ρίζα τους σε εξωτερικά φαινόμενα και όχι στο εσωτερικό του πλανήτη. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δυνάμεις που προκαλούν αποσάθρωση και διάβρωση των πετρωμάτων και… … Dictionary of Greek
Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις — Griechische Streitkräfte ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Führung Oberbefehlshaber: Verteidigungsminister Staatspräsident (Kriegsfall) Verteidigungsminister: Evangelos Meimarakis … Deutsch Wikipedia
ένοπλες δυνάμεις — Το οργανωμένο σύνολο των στρατιωτικών σωμάτων μιας χώρας (στρατός ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία). Η συγκρότηση των ε.δ. προέκυψε από την αναγκαιότητα για οργανωμένη προστασία των ανθρώπων και αργότερα του κράτους. Σήμερα, σχεδόν… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek