-
121 превосходящий
превосходящи||й1. прич. от превосходить·2. прил:\превосходящийе силы противника οἱ ὑπέρτερες δυνάμεις τοῦ ἀντιπάλου. -
122 придавать
придаватьнесов в разн. знач. δίνω, προσδίδω:\придавать значение чему́-л. δίνω σημασία σέ κάτι· \придавать бодрости ἐνθαρρύνω, ἀναζωπυρῶ· \придавать силы δυναμώνω (μετ.), δίνω δυνάμεις· \придавать блеск προσδίνω λαμψη· \придавать лицу́ серьезное выражение προσδίδω στό πρόσωπο μου ὕφος σοβαρό. -
123 прилагать
прилаг||атьнесов1. (присоединять) επισυνάπτω·2. (применять) ἐφαρμόζω, χρησιμοποιώ:\прилагать все си́лы καταβάλλω ὅλες τίς δυνάμεις· \прилагать усилия καταβάλλω προσπάθειες·3. (письмо, документ) ἐσω· κλείω:при сем \прилагатьа́ю... офиц. συνημμέ· νως ἀποστέλλω. -
124 пробовать
пробоватьнесов1. (на вкус) δοκιμάζω, γεύομαι·2. (испытывать) δοκιμάζω, προβάρω:\пробовать свой силы δοκιμάζω τάς δυνάμεις μου·3. (пытаться) δοκιμάζω, ἐπιχειρώ, ἀποπειρώμαι, προσπαθώ:\пробовать что́-л. делать ἐπιχειρώ νά κάνω κάτι. -
125 производительностьый
производительность||ыйприл παραγωγικός, ἀποδοτικός:\производительностьыйые си́лы общества эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις τής κοινωνίας· \производительностьыйый труд ἡ παραγωγική ἐργασία -
126 равияться
равия||ться1. (с кем-л.) εἶμαι ίσος, ίσοῦμαι:никто не может с ним \равиятьсяться κανένας δέν μπορεί νά τόν φθάσει· \равиятьсяться силами ἀναμετρώ τίς δυνάμεις (μου)·2. воен. ζυγίζομαι, ζυγώ, ζυ-γοῦμαι:\равиятьсяйсь! ζυγεΐτε!3. (о числах) ἰσοδυναμώ, (έξ)ισοθμαι:шесть и четыре \равиятьсяется десяти ἐξ καί τέσσερα ἰσον δέκα. -
127 рассчитать
рассчитатьсов см. рассчитывать 1, 2· не \рассчитать своих сил δεν ὑπολογίζω σωστά τίς δυνάμεις μου. -
128 свежий
свеж||ийприл1. φρέσκος, νωπός:\свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:\свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:\свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:\свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα.
См. также в других словарях:
δυνάμεις — δύναμις power fem nom/voc pl (attic epic) δύναμις power fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδογενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που πηγάζουν από τις γεωλογικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Γης και επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειάς της. Οι δυνάμεις αυτές τείνουν να κάνουν πιο πολύπλοκο το ανάγλυφο, γιατί αναγκάζουν μεγάλα τμήματα του στερεού φλοιού να… … Dictionary of Greek
εξωγενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειας της Γης και έχουν τη ρίζα τους σε εξωτερικά φαινόμενα και όχι στο εσωτερικό του πλανήτη. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δυνάμεις που προκαλούν αποσάθρωση και διάβρωση των πετρωμάτων και… … Dictionary of Greek
Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις — Griechische Streitkräfte ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Führung Oberbefehlshaber: Verteidigungsminister Staatspräsident (Kriegsfall) Verteidigungsminister: Evangelos Meimarakis … Deutsch Wikipedia
ένοπλες δυνάμεις — Το οργανωμένο σύνολο των στρατιωτικών σωμάτων μιας χώρας (στρατός ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία). Η συγκρότηση των ε.δ. προέκυψε από την αναγκαιότητα για οργανωμένη προστασία των ανθρώπων και αργότερα του κράτους. Σήμερα, σχεδόν… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek