-
81 войска
мн. οι δυνάμεις, τα στρατεύματαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > войска
-
82 прилагать
1. (приближать вплотную, дожить на что-л.) βάζω, θέτω, ενώνω 2. (присоединять) (επι)συνάπτω 3. (направлять действие чего-л. на что-л.) βάζω, καταβάλλωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прилагать
-
83 сила
1. (физическая величина) η δύ-ναμ/η, η ισχύςВан-дер-Ваальсовы - ы (межмолекулярного взаимодействия) - εις Βαν Ντε Βαλ (Van Der Waals), οι ασθενείς - ειςкуло-новская - κουλόμβ (Coulomb), ελκτική - ηλεκτρικής φύσης- απώθησηςподъёмная ав. - άντωσηςрабочая - εργατική -, το εργατικό προσωπικόразрешающая - η διαχωριστική/διακριτική ικανότητα- света η φωτεινή ισχύς, η ισχύς σε κηρίαтормозная - πέδησης/φρεναρίσμα-τος- тяги ав. - έλξης, προωθητική -2. (интенсивность, напряжённость) η ένταση 3. (правомочность) η ισχ/ύς 4. -ы мн. (материальное начало, часть общества и т.п.) οι δυνάμεις- природы - της φύσης, φυσικές -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сила
-
84 уравновешивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уравновешивать
-
85 военно-шный
вое́нно-шные силы — οι πολεμικές αεροπορικές δυνάμεις
-
86 великий
велик||ийприл1. μέγας, μεγάλος:\великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
87 весь
весь(вся, все, все) мест.1. ὀλος, ὁλόκληρος, πάς (πάσα, πἄν):\весь день ὅλη τή μέρα, ὁλάκερη μέρα· \весь иаро́д ὀλος ὁ λαός, ὅλος ὁ κόσμος· табак у меня \весь вышел ὅλος ὁ καπνός μου τελείωσε·2. все ὅλα, τό πᾶν:он о^лся без всего́ Εμεινε θεόγυμνος, δέν τοῦ ἐμεινε τίποτε· это лу́чше всего αὐτό εἶναι τό καλλίτερο ἀπ' ὅλα· всего́ понемногу λίγο ἀπ' ὅλα·3. все мн. ὅλοι:все за одного́ \весь оди́н за всех ὅλοι γιά τόν ἕνα καί ὁ ἔνας γιά ὅλους·4. (целиком, полностью) ὅλος:он \весь в поту́ εἶναι καταϊδρωμένος· он \весь в отца εἶναι ἰδιος ὁ πατέρας του· ◊ во вей разг μ'ὅλες τίς δυνάμεις· во всю прыть ὁλοταχώς, μέ ὅλη τήν ταχύτητα· все равно́ а) εἶναι τό ίδιο, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό (равносильно), б) εἶναι ἀδιάφορο (безразлично), в) δ' ὅλα ταύτα, παρ' ὅλα αὐτά (несмотря ни на что)· я все равно́ это сделаю παρ' ὅλα αὐτά θά τό κάνω· мне все равно́ μοῦ εἶναι ἀδιάφορό всего́ хорошего! στό καλό!, γεια χαρά!,ῶρα καλή! -
88 вливать
вливатьнесов, влить сов1. χύνω:\вливать по капле χύνω στάλα-στάλα, ἐνσταλάζω·2. перен (включать) ἐνσωματώνω, προσθέτω· ◊ \вливать новые силы в кого-л. δίνω νέες δυνάμεις σέ κάποιον. -
89 вовсю
вовсюнареч разг μέ ὀλες τίς δυνάμεις, δσο μπορῶ:бежать \вовсю τρέχω ὁλοταχώς, τρέχω μέ τά τέσσερα. -
90 военно-воздушный
военно-возду́шн||ыйприл της πολεμικής (или στρατιωτικής) ἀεροπορίας:\военно-воздушныйые силы ἡ πολεμική ἀεροπορία, οἱ πολεμικές ἀεροπορικές δυνάμεις· \военно-воздушныйые базы οἱ ἀεροπορικές βάσεις. -
91 военный
военн||ый1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:\военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·2. ж ὁ στρατιωτικός. -
92 воюющий
воюющ||ий1. прич. от воевать·2. прил ἐμπόλεμος:\воюющийие державы οἱ ἐμπόλεμες δυνάμεις. -
93 выматывать
выматыватьнесов (изнурять) ἐξαντλώ, κατατρύχω, ταλαιπωρώ, ἐξασθενίζω:\выматывать все силы у кого́-л. ἐξαντλῶ ὀλες τίς δυνάμεις κάποιου· ◊ \выматывать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή. -
94 выше
выше1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:\выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου. -
95 гора
гор||аὁκ1. τό ὅρος, τό βουνό:ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):\гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει. -
96 девать
дева||тьнесов1. (запрятать, потерять) βάζω, θέτω, τοποθετῶ/ χώνω (засунуть):куда я \деватьл свои́ очки? ποῦ ἐβαλα (или Εχωσα) τά γυαλιά μου;·2. (израсходовать, потратить):он не знает, куда \девать свой силы δέν ξέρει ποῦ νά χρησιμοποιήσει τίς δυνάμεις του· он не знает, куда \девать свой деньги δέν ξέρει τί νά τά κάνει τά χρήματα του. -
97 действоватьующий
действовать||ующий1. прич. от действозать·2. прил (о законах и т. п.) ἰσχύων ◊ \действоватьующийующие лица театр. τά πρόσωπα· \действоватьующийующая армия о£ μάχιμες δυνάμεις· \действоватьующийующий вулкан ἡφαίστειο ἐν ἐνεργεία. -
98 держава
держа́в||аж ἡ δύναμη [-ις], τό κράτος:Советская \держава τό Σοβιετικό κράτος· великие \державаы οἱ μεγάλες δυνάμεις. -
99 жалеть
жале||тьнесов1. (испытывать жалость) λυπδμαι, εὐσπλαγχνίζομαι, συμπονώ·2. (беречь, щадить) φείδομαι, φυλάγω:\жалеть деньги φείδομαι (или δέν σπαταλώ) τά χρήματα· \жалеть здоровье προσέχω τήν ὑγεία μου· \жалеть время φείδομαι χρόνου, δέν σπαταλώ τό χρόνο μου· не \жалетья сил χωρίς νά λυπηθούμε δυνάμεις·3. (сожалеть) λυπούμαι:я \жалетью о том, что э́то сделал λυπούμαι γι ' αὐτό πού Εκανα. -
100 западный
западн||ыйприл δυτικός, δυσμικός:\западный ветер ὁ δυτικός ἀνεμος· \западныйые державы οἱ δυτικές δυνάμεις.
См. также в других словарях:
δυνάμεις — δύναμις power fem nom/voc pl (attic epic) δύναμις power fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδογενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που πηγάζουν από τις γεωλογικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Γης και επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειάς της. Οι δυνάμεις αυτές τείνουν να κάνουν πιο πολύπλοκο το ανάγλυφο, γιατί αναγκάζουν μεγάλα τμήματα του στερεού φλοιού να… … Dictionary of Greek
εξωγενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειας της Γης και έχουν τη ρίζα τους σε εξωτερικά φαινόμενα και όχι στο εσωτερικό του πλανήτη. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δυνάμεις που προκαλούν αποσάθρωση και διάβρωση των πετρωμάτων και… … Dictionary of Greek
Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις — Griechische Streitkräfte ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Führung Oberbefehlshaber: Verteidigungsminister Staatspräsident (Kriegsfall) Verteidigungsminister: Evangelos Meimarakis … Deutsch Wikipedia
ένοπλες δυνάμεις — Το οργανωμένο σύνολο των στρατιωτικών σωμάτων μιας χώρας (στρατός ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία). Η συγκρότηση των ε.δ. προέκυψε από την αναγκαιότητα για οργανωμένη προστασία των ανθρώπων και αργότερα του κράτους. Σήμερα, σχεδόν… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek