-
101 заправляться
заправ||ляться1. (горючим) ἐφοδιάζομαι μέ καύσιμη ὕλη·2. (поесть) разг τρώγω καλά, ἀνακτῶ δυνάμεις. -
102 изматывать
изматыватьнесов разг ἐξαντλώ, καταπονώ, τσακίζω:\изматывать нервы τσακίζω τά νεύρα· \изматывать свои́ силы ἐξαντλώ τίς δυνάμεις μου. -
103 изменять
измен||ятьнесов1. (делать другим) ἀλλάζω, μεταβάλλω / τροποποιώ, τροπο-λογῶ (видоизменять) / μεταλλάσσω (переменять):\изменять проект закона τροποποιώ τό νομοσχέδιο· \изменять смысл слова τροπο-λογῶ ^или ἀλλάζω) τό νόημα τῆς λέξης· \изменять мнение μεταβάλλω γνώμη·2. (предавать) προδίδω, παραβαίνω, ἀθετω:\изменять долгу παραβαίνω τό καθήκον μου· \изменять убеждениям ἀπαρνοῦμαι τίς πεποιθήσεις μου· \изменять слову δέν βαστώ τό λόγο μου·3. (быть неверным) ἀπιστω, ὀπατῶ· ◊ силы мне \изменятья́ют μέ προδίδουν οἱ δυνάμεις μου· если память мие не \изменятьяет ἄν δέν μέ γελάει ἡ μνήμη μου. -
104 изо
изопредлог, см. из· изо дня в день ἀπό μέρα σέ μέρα· изо всех сил μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις, μέ ὀλα του τά δυνατά. -
105 испытывать
испытыватьнесов1. (проверять) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή:\испытывать самолет δοκιμάζω ἀεροπλάνο· \испытывать свой силы δοκιμάζω τίς δυνάμεις μου·2. (ощущать) αἰσθάνομαι, δοκιμάζω, νοιώθω:\испытывать радость δοκιμάζω χαρά· \испытывать страх αἰσθάνομαι φόβο· \испытывать отвращение αίσθάνομαι ἀπέχθεια· \испытывать удовольствие νοιώθω Ικανοποίηση. -
106 колониальный
колониальныйприл ἀποικιακός:\колониальныйая политика ἡ ἀποικιακή πολιτική· \колониальныйые войска τά ἀποικιακά στρατεύματα· \колониальныйые державы οἱ ἀποικιακές δυνάμεις· \колониальный вопрос τό ἀποικιακό ζήτημα. -
107 копить
копитьнесов прям., перен μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω:\копить деньги ἀποταμιεύω χρήματα· \копить силы συγκεντρώνω τἡς δυνάμεις· \копить ненависть μαζεύω μίσος. -
108 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
109 массировать
массировать Iнесов (делать массаж) κάνω μασσάζ.массировать IIвоен. сов и несов συγκεντρώνω δυνάμεις. -
110 мочь
мочь Iнесов (быть в состоянии) μπορώ, δύναμαι:ничем не могу́ вам помочь δέν μπορώ νά σᾶς βοηθήσω σέ τίποτε· не могу́ понять δέν μπορώ νά καταλάβω· можете ли вы это сделать? Μπορείτε νά τό κάνετε αὐτό;· не могли́ бы вы...? δέν θά μπορούσατε νά...;· я ничего не могу́ сделать δέν μπορώ νά κάνω τίποτε· не могу́ поступить иначе δέν. μπορώ νά κάνω διαφορετικά· ◊ может быть, быть может ἰσως, μπορεί, πιθανόν, δνδεχόμενον может быть он уехал πιθανόν νά ἔφυγε· может быть я иеправ ίσως νά μήν ἔχω δίκαιο· не может быть! εἶναι ἀδύνατον!, δέν εἶναι δυνατόν!моч||ь II ж разг ἡ δύναμη [-ις], ἡ ἰσχύς:изо все́й \мочьн μ'όλα τά δυνατά, μ' ὅλη τή δύναμη, παντί σθένει· кричать изо всей \мочьи ξελαρυγγίζομαι νά φωνάζω· что есть \мочьи μ'ὅλες τίς δυνάμεις· \мочьи нет δέν ἀντέχω πιά, δέν βαστώ. -
111 напрягать
напрягатьнесов прям., перен ἐντείνω, τεντώνω:\напрягать все силы ἐντείνω ὅλες τίς δυνάμεις μου· \напрягать внимание ἐντείνω χήν προσοχή. -
112 натужиться
нату́||житьсясЩ разг καταβάλλω προσπάθεια, ἐντείνω ιΜ δυνάμεις μου. ί -
113 неверие
невериес1. ἡ δυσπιστία, ἡ Ελλειψη ἐμπιστοσύνης, ἡ Ελλειψη πίστης:\неверие в собственные силы ἡ Ελλειψη ἐμπιστοσύνης στίς ἰδιες μου δυνάμεις·2. (атеизм) ἡ ἀθρησκεία, ἡ ἀπιστία, ἡ ἔλλειψις πίστεως. -
114 неравный
нера́вн||ыйприл ἄνισος:\неравныйые силы ὁ£ ἄνισες δυνάμεις· \неравный бой ἡ ἄνιση μάχη· \неравный брак ὁ ἀταίριαστος γάμος. -
115 неуверенностьый
неуверенность||ыйприл ἀβέβαιος / ἐν-δοιαστικός, διστακτικός (нерешительный):отвечать \неуверенностьыйым голосом ἀπαντῶ μέ διστακτική φωνή· \неуверенностьыйая походка τό ἀσταθές βάδισμα· \неуверенностьыйый ответ ἡ διστακτική ἀπάντηση· \неуверенностьыйый в себе αὐτός, πού δέν ἔχει ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του. -
116 отдавать
отдаватьнесов1. (возвращать) ἐπιστρέφω, δίνω πίσω, παραδίδω, μεταδίδω·2. (уступать) δίνω, παραχωρώ, ἐκχωρώ·3. (посвящать) ἀφιερώνω, ἀφιερώ, δίδω, καταβάλλω:\отдавать все свой силы на... ἀφιερώνω ὅλες μου τίς δυνάμεις σέ...· \отдавать свою жизнь θυσιάζω τήν ζωήν μου· 4:(помещать) τοποθετώ, βάζω:\отдавать в школу τοποθετώ στό σχολείο·5. (об орудии) κλωτσώ, λακτίζω·6. мор.:\отдавать якорь ρίχνω τήν ἄγκυραν, ἀγκυροβολώ·7. (иметь привкус, запах) μυρίζω, ἀναδίδω:бочка отдает рыбой τό βαρέλι μυρίζει ψάρν ◊ \отдавать честь χαιρετώ, ἀποδίδω τιμήν \отдавать приказ δίνω διαταγή· \отдавать отчет συναισθάνομαι,. κατανοώ· \отдавать последний долг ἀποδίδω τάς τελευταίας τιμάς· \отдавать должное кому-л. ἀναγνωρίζω τήν ἀξία κάποιου· \отдавать под суд παραπέμπω σέ δίκη· \отдавать замуж παντρεύὠ \отдавать внаем ἐνοικιάζω, δίνω μέ τό νοίκι. -
117 перенапрягать
перенапрягатьнесов ὑπερεντείνω:\перенапрягать силы ὑπερεντείνω τις δυνάμεις μου. -
118 переоценивать
переоцениватьнесов, переоценить сов1. (давать слишком высокую оценку) ὑπερτιμῶ:\переоценивать» свой силы ὑπερτιμώ τίς δυνάμεις μου·2. (заново оценивать) ἐκ-τιμῶ ἐκ νέορ. -
119 подкреплять
подкрепл||ятьнесов1. (едой, питьем и т. п.) τονώνω, (έν)δυναμώνω, ἐνισχύω:\подкреплятьять свой силы (здоровье) τονώνω τίς δυνάμεις μου (τήν ὑγεία μου)·2. (доказательствами) στηρίζιο. ἐπιβεβαιώνω. -
120 покидать
покидатьнесов ἐγκαταλείπω, παρατῶ, ἀφήνω:\покидать дом ἐγκαταλείπω τό σπίτι· силы начали \покидать его́ οἱ δυνάμεις του ἀρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν.
См. также в других словарях:
δυνάμεις — δύναμις power fem nom/voc pl (attic epic) δύναμις power fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδογενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που πηγάζουν από τις γεωλογικές διαδικασίες στο εσωτερικό της Γης και επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειάς της. Οι δυνάμεις αυτές τείνουν να κάνουν πιο πολύπλοκο το ανάγλυφο, γιατί αναγκάζουν μεγάλα τμήματα του στερεού φλοιού να… … Dictionary of Greek
εξωγενείς δυνάμεις — Οι δυνάμεις που επηρεάζουν τη μορφή της επιφάνειας της Γης και έχουν τη ρίζα τους σε εξωτερικά φαινόμενα και όχι στο εσωτερικό του πλανήτη. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν οι δυνάμεις που προκαλούν αποσάθρωση και διάβρωση των πετρωμάτων και… … Dictionary of Greek
Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις — Griechische Streitkräfte ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Führung Oberbefehlshaber: Verteidigungsminister Staatspräsident (Kriegsfall) Verteidigungsminister: Evangelos Meimarakis … Deutsch Wikipedia
ένοπλες δυνάμεις — Το οργανωμένο σύνολο των στρατιωτικών σωμάτων μιας χώρας (στρατός ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία). Η συγκρότηση των ε.δ. προέκυψε από την αναγκαιότητα για οργανωμένη προστασία των ανθρώπων και αργότερα του κράτους. Σήμερα, σχεδόν… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek