Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δύναμη

  • 1 δύναμη

    δύναμη η
    сила (в разн. знач.);
    ΦΡ.
    δημιουργική / ζωοποιός δύναμη — творческая / животворящая сила – Господь
    ουράνιες δυνάμεις — небесные силы, ангельские чины
    Κύριε των δυνάμεων! Господь сил!

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > δύναμη

  • 2 δύναμη

    [-ις (-εως)] η
    1) е разя. знач сила;

    παληκαρήσια δύναμη — богатырская сила;

    παραγωγικές ( — или κινητήριες) δύνάμεις — производительные (движущие) силы;

    ηθική δύναμη — сила духа;

    δύναμη θελήσεως — сила воли;

    δύναμη πυρός — огневая мощь;

    φυσικές δύνάμεις — силы природы;

    η δύναμη της βαρύτητας физ. — сила тяжести;

    δύναμη της έλξεως — а) физ. сила притяжения; — б) сила тяги;

    δύναμη ίππων — лошадиная сила;

    δύνάμεις της ειρήνης — силы мира;

    δύναμη κόμματος — сила партии;

    πλήρης δύνάμεων — полный сил;

    αποκτώ δύναμη — приобретать влияние;

    βχω (τήν) δύναμη — быть в силах, мочь;

    δεν έχω την δύναμη να... — у меня не хватает силы, чтобы...; — я не в силах...;

    αυτό είναι πάνω από τίς

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δύναμη

  • 3 δυνάμη

    δύναμις
    power: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > δυνάμη

  • 4 δύναμη

    [динами] ουσ. Θ. сила, мощь, могущество,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δύναμη

  • 5 δύναμη

    [динами] ουσ θ сила, мощь, могущество.

    Эллино-русский словарь > δύναμη

  • 6 δύναμη

    force

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > δύναμη

  • 7 δύναμη

    1) moc (f) rzecz.
    2) mocarstwo (n) rzecz.
    3) potęga (f) rzecz.
    4) siła (f) rzecz.
    5) władza (f) rzecz.
    6) wymusić czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > δύναμη

  • 8 δύναμη

    1) moc
    2) násilí
    3) schopnost
    4) síla
    5) účinnost

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > δύναμη

  • 9 δύναμη

    1) force
    2) might
    3) power

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δύναμη

  • 10 δύναμη (πχ. στρατού)

    cоcтав

    Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > δύναμη (πχ. στρατού)

  • 11 Η δύναμη βρίσκεται στην ένωση και ο κίνδυνος στο χωρισμό

    В единении сила
    Источник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008

    Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η δύναμη βρίσκεται στην ένωση και ο κίνδυνος στο χωρισμό

  • 12 αγοραστική δύναμη

    el poder adquisitiu

    Griechisch-Katalanisch Wörterbuch > αγοραστική δύναμη

  • 13 mecal

    δύναμη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mecal

  • 14 güç

    δύναμη, ρώμη, ενεργητικοτητα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > güç

  • 15 kudret

    δύναμη, κράτος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kudret

  • 16 kuvvet

    δύναμη, ρώμη, σφρίγος, αλκή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > kuvvet

  • 17 takat

    δύναμη, αντοχή

    Türkçe-Yunanca Sözlük > takat

  • 18 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 19 сила

    си́л||а
    ж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:
    богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς.

    Русско-новогреческий словарь > сила

  • 20 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

См. также в других словарях:

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — η 1. σωματική, ψυχική, πνευματική ικανότητα, ρώμη, ισχύς, σθένος: Φώναζε με όλη του τη δύναμη ότι ήταν αθώος. 2. εξουσία, δικαίωμα: Ο πρωθυπουργός έχει τη δύναμη να διορίζει τους υπουργούς. 3. έμψυχο ή άψυχο πολεμικό υλικό: Οι δυνάμεις του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνάμη — δύναμις power fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόκεντρος δύναμη — Ένα υλικό σώμα τείνει να διατηρήσει την κατάσταση ηρεμίας ή ομαλής ευθύγραμμης κίνησης εφόσον δεν επεμβαίνουν δυνάμεις για να τη μεταβάλλουν. Στην περίπτωση, επομένως, κατά την οποία το σώμα κινείται με ομαλή ευθύγραμμη κίνηση, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • αντηλεκτρεγερτική δύναμη — Αντίρροπη ηλεκτρεγερτική δύναμη που δημιουργείται σε ορισμένες ηλεκτρικές συσκευές όταν παρεμβάλλονται σε ηλεκτρικά κυκλώματα. Η δύναμη αυτή προκαλείται σε όλες τις συσκευές κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος που αντιτάσσονται στη διέλευση του… …   Dictionary of Greek

  • αγοραστική δύναμη — Όρος που αναφέρεται στη δυνατότητα, μέσω του χρήματος, της απόκτησης αγαθών. H α.δ. του χρήματος είναι η σχέση του προς την αξία των αγαθών. Λέγεται και ανταλλακτικήκτητική δύναμη και προσδιορίζεται από παράγοντες που προέρχονται από το ίδιο το… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρεγερτική δύναμη — Χαρακτηριστικό μέγεθος (E) μιας ηλεκτρικής πηγής που ορίζεται ως η διαφορά δυναμικού V στους πόλους Α και Β της πηγής, όταν αυτή δεν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα (Ε = V, όταν I = 0). Μια ιδανική πηγή η.δ. διατηρεί σταθερή διαφορά δυναμικού… …   Dictionary of Greek

  • άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»