-
1 παραγωγικός
η, ό[ν]1) производственный, относящийся к производству;παραγωγική δυναμικότητα — производственная мощность;
παραγωγικό πλάνο — производственный план;
παραγωγικός συνεταιρισμός — производственная кооперация;
παραγωγικές σχέσεις эк — производственные отношения;
παραγωγικές δυνάμεις — производительные силы;
2) плодородный (о земле); продуктивный, эффективный (о хозяйстве и т. п.) -
2 мощность
1. (физическая величина) η ισχύς, η δύναμηбуксировочная мор. - της ρυμούλκησης" короткого замыкания - του βραχυκυκλώματος- на испытании мор. - στις δοκιμές, δοκιμαστική -поглощаемая (изм.) - απορροφημένη -полезная - ωφέλιμη -, πραγματική -потребляемая - καταναλισκομένη -, καταναλωμένη -тормозная - του φρένου/της πέδηςэффективная - ωφέλιμος -, πραγματική -2. (производственная) οι δυνατότητες της εγκατάστασηςη παραγωγική ικανότηταпроизводственная - της παραγωγής, η εγκατάσταση της παραγωγής3. (горных пород) το πάχος 4. -И (ΜΗ.) (объекты) οι εγκαταστάσεις (πλ.)производственные - παραγωγικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мощность
-
3 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
4 отношение
отношени||ес1. ἡ στάση, ἡ σχέση προς.../ τό φέρσιμο, ἡ συμπεριφορά (об-хоокдение):бережное \отношение ἡ φροντίδα, ἡ μέριμνα· небрежное \отношение ἡ ἀμέλεια, ἡ ἀδιαφορία·2. (связь, касательство) ἡ σχέση [-ις[:не имея \отношениея к чему-л. δέν ἔχω σχέση μέ...· какое это имеет \отношение к...? καί τί σχέση ἔχει αὐτό μέ..;·3. \отношениея мн. (взаимное общение, связь) οἱ σχέσεις:производственные \отношениея οἱ παραγωγικές σχέσεις· деловые \отношениея οἱ ἐμπορικές σχέσεις· родственные \отношениея ἡ συγγένεια· дружеские \отношениея οἱ φιλικές σχέσεις· завязы-бать \отношениея συνάπτω σχέσεις·4. мат ὁ λόγος, ἡ ἀναλογία, ἡ σχέσις δύο ποσῶν. в прямом (обратном) \отношениеи εὐθέως (αντιστρόφως) ἀνάλογα·5. канц. τό ἐγγραφο, τό ὑπόμνημα· ◊ по \отношениею.к кому́-л., че-му́-л., в \отношениеи кого-л., чего́-л. σχετικά μέ, σέ σχέση μέ· в этом \отношениеи σχετικά μ' αὐτό· во многих \отношениеях ἀπό πολλες ἀπόψεις· во всех \отношениеях ἀπ' ὀλες τίς ἀπόψεις· ни в каком \отношениеи κατ' οὐδένα λόγον, μέ κανένα τρόπο. -
5 производительностьый
производительность||ыйприл παραγωγικός, ἀποδοτικός:\производительностьыйые си́лы общества эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις τής κοινωνίας· \производительностьыйый труд ἡ παραγωγική ἐργασία -
6 производственный
производственн||ыйприл в разн. знач. παραγωγικός, βιομηχανικός:\производственныйый план τό παραγωγικό σχέδιο· \производственныйый стаж ἡ προυπηρεσία, τά χρόνια ὑπηρεσίας· \производственныйая практика ἡ πρακτική ἐξάσκηση· \производственныйая мощи́ость ἡ παραγωγική ἰσχύς· \производственныйое совещание ἡ σύσκεψη γιά ζητήματα τής παραγωγής· \производственныйые отношения эк. οἱ παραγωγικές σχέσεις. -
7 сила
си́л||аж в разн. знач. ἡ δύναμη [-ις] (тж. черен.), ἡ ἰσχύς (тж. юр.), ἤ ρώμη, τό σθένος:богатырская \сила ἡ πα-ληκαρἡσια δύναμη· \сила во́ли ἡ δύναμη θέλησης· \сила притяжения ἡ δύναμη τής ἔλξεως· \сила сцепления ἡ συνάφεια· центробежная \сила ἡ φυγόκεντρη (ἡ κεντρό-φυξ) δύναμη· лошадиная \сила физ. ἡ ἰπ-ποδύναμις, ὁ ίππος· производительные \силаы эк. οἱ παραγωγικές δυνάμεις· движущие \силаы οἱ κινητήριες δυνάμεις· вооруженные \силаы οἱ Ενοπλες δυνάμεις· военно-возду́шные \силаы οἱ ἀεροπορικές δυνάμεις· закон обратной \силаы не имеет ὁ νόμος δέν ἐχει ἀναδρομική ἰσχύ· в расцвете сил στήν ἀκμή των δυνάμεων изо всех сил μέ ὅλες τίς δυνάμεις· полный сил πλήρης δυνάμεων общими \силаами μέ κοινές προσπάθειες· выбиться из сил ἐξαντλούμαι, κατασκοτώνομαι· ударить с \силаой κτυπώ μέ δύναμη· знать свои́ \силаы γνωρίζω τίς δυνάμεις μου· быть в \силаах ἔχω τήν δύναμη· не в \силаах что́-л. сделать δέν ἔχω τήν δύναμη νά κάνω τίποτε· это сверх моих сил αὐτό εἶναι πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου, εἶναι ἀνώτερο τῶν δυνάμεων μου· войти́ в \силау (о документе, законе и т. п.) ἀρχίζω νά ίσχύω, τίθεμαι ἐν ίσχὔί· документ, имеюший \силау πιστοποιητικό πού ἰσχύει, τό ἐγκυρο πιστοποιητικό· оставить в \силае (о судебном решении) ἐπικυρώ, ἐπιβεβαιώ· лиши́ть \силаы (документ, закон и т. п.) ἀκυρώνω, ἀκυρῶ· ◊ в \силау привычки ἀπό συνήθεια· в \силау обстоятельств λόγω τῶν περιστάσεων в \силау закона βάσει τοῦ νόμου, δυνάμει τοῦ νόμου· рабочая \сила ἡ ἐργατική δύναμη· от \силаы разг τό πολύ πολύ· \силаой μέ τό ζόρι, διά τής βίας, ἀναγκα-στικώς. -
8 δύναμη
[-ις (-εως)] η1) е разя. знач сила;παληκαρήσια δύναμη — богатырская сила;
παραγωγικές ( — или κινητήριες) δύνάμεις — производительные (движущие) силы;
ηθική δύναμη — сила духа;
δύναμη θελήσεως — сила воли;
δύναμη πυρός — огневая мощь;
φυσικές δύνάμεις — силы природы;
η δύναμη της βαρύτητας физ. — сила тяжести;
δύναμη της έλξεως — а) физ. сила притяжения; — б) сила тяги;
δύναμη ίππων — лошадиная сила;
δύνάμεις της ειρήνης — силы мира;
δύναμη κόμματος — сила партии;
πλήρης δύνάμεων — полный сил;
αποκτώ δύναμη — приобретать влияние;
βχω (τήν) δύναμη — быть в силах, мочь;
δεν έχω την δύναμη να... — у меня не хватает силы, чтобы...; — я не в силах...;
αυτό είναι πάνω από τίς -
9 капиталистический
επ.καπιταλιστικός, κεφάλα ιοκρατικός•капиталистический способ производства καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής•
-ие производственные отношения καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις•
-ое общество κεφαλαιοκρατική κοινωνία•
-ая эксплуатация η εκμετάλευση του κεφαλαίου.
-
10 отношение
-я ουδ.1. συμπεριφορά, φέρσιμο, διαγωγή•хорошее отношение к детям καλή συμπεριφορά προς τα παιδιά.
|| στάση σχέση•б-режное отношение к социалистической собственности μέριμνα (φροντίδα) για τη σοσιαλιστική περιουσία (ιδιοκτησία)•
небрежное отношение αμερημνη-σία, αμέλεια, αδιαφορία.
|| άποψη, έννοια, αντίληψη• θέση στάση.2. (πλ θ.) -я σχέσεις, δεσμοί•семейные -я οικογενειακές σχέσεις•
дружеские -я φιλικές σχέσεις•
производственные -я παραγωγικές σχέσεις•
в -и σχετικά, ως προς•
общественные -я κοινωνικές σχέσεις•
в каких вы с ним -ях? σε τι σχέσεις βρίσκεστε μ αυτόν; τι σχέσεις έχετε μαυτόν;
γνωριμία (με επαγγέλματα, ειδικότητα κ.τ.τ.).3. αλληλοσύνδεση•отношение мышления к бытию η σχέση της σκέψης προς την αντικειμενικότητα (προς το είναι).
4. έκθεση, αναφορά.5. (μαθ.) λόγος, αναλογία ποσού•в прямом -ии ευθέως ανάλογα•
в обратном -ии αντιστρόφως ανάλογα.
εκφρ.по -ию – αναφορικά, σχετικά, όσον αφορά, ως προς•в некотором -ии – κάπως, από μια άποψη, από μια πλευρά, εν μέρει•во всех -ях – σε όλα, από όλες τις απόψεις•в -ии – βλ. παραπάνω•по -иго во многих -ях – από πολλές απόψεις•ни в каком -и – καθόλου, με κανένα τρόπο,. -
11 производительный
επ., βρ: -лен, -льна, -оπαραγωγικός• αποδοτικός• γόνιμος•производительный труд η παραγωγική εργασία.
εκφρ.- ые силы – οι παραγωγικές δυνάμεις. -
12 производственный
επ.παραγωγικός, της παραγωγής•производственный план το παραγωγικό πλάνο•
-ое совещание παραγωγική σύσκεψη•
производственный стаж τα χρόνια υπηρεσίας ή εργασίας.
εκφρ.- ые отношения – οι παραγωγικές σχέσεις. -
13 ресурс
-а α.1. μέσο, διέξοδος•ложь была последним -ом обвиняемого το ψέμα ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου.
2. πλθ. -ы πηγές• εφεδρείες•неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές•
природные -ы φυσικές πηγές•
производственные -ы παραγωγικές εφεδρείες.
|| τα χρήματα• τα προς του ζειν•-ы истощились τα μέσα συντήρησης εξαντλήθηκαν.
-
14 сила
-ы θ.1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•
богатырская сила ηράκλεια δύναμη•
напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.
|| μτφ. δύναμη πνευματική•душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•
умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•
сила характера δύναμη του χαρακτήρα.
2. βία•применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.
3. (τεχ.) ισχύς•сила машины ισχύς μηχανής•
падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•
центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•
сила тяжести η δύναμη του βάρους.
4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•сила государства ισχύς του κράτους•
сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•
покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•
сила слова η δύναμη του λόγου•
сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•
сила ветра η δύναμη του ανέμου•
сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•
неестественная -υπερφυσική δύναμη•
производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•
рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•
движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•
реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•
вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.
5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.
6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.εκφρ.в -у – δύσκολα, μετά βίας•в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•по -е возможности – κατά το δυνατό•под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•-ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•взять -у – κ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου. -
15 соответствие
-я ουδ.αντιστοιχία• αναλογία• συνταύτιση•соответствие производителыших отношений характеру производительных сил αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων με τις παραγωγικές δυνάμεις.
|| σχέση•приводить в -и συσχετίζω, ταιριάζω.
εκφρ.в -и с... – σύμφωνα με...
См. также в других словарях:
παραγωγικότητα — Ειδική έρευνα των συντελεστών της παραγωγής (φύση, κεφάλαιο, εργασία) που δείχνει το μέτρο, κατά το οποίο καθένας από αυτούς συμβάλλει στον σχηματισμό του προϊόντος της επιχείρησης. Η έννοια της π. είναι ουσιαστικά οικονομική και δεν πρέπει να… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
εθνικοποίηση — Το σύνολο των μέτρων με τα οποία παραγωγικές επιχειρήσεις ή και ολόκληροι τομείς της οικονομίας περιέρχονται υπό την κυριότητα και τον έλεγχο του κράτους. Ο όρος είναι δημιούργημα της σύγχρονης εποχής και χρησιμοποιείται με πολλές παραπλήσιες… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
παραγωγικός — ή, ό [παραγωγή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραγωγή 2. κατάλληλος, πρόσφορος για παραγωγή, αποδοτικός (α. «παραγωγική επιχείρηση» β. «παραγωγική εργασία») 3. φρ. α) «παραγωγικές δυνάμεις» (οικον.) οι δυνάμεις που αποτελούν διαρκή… … Dictionary of Greek
συναγωνισμός — Λέγεται και ανταγωνισμός. Στην οικονομία χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς. Λέγεται τέλειος σ. μια ιδανική κατάσταση της αγοράς, που χαρακτηρίζεται από τις εξής προϋποθέσεις: αν η προσφορά και η ζήτηση ενός εμπορεύματος γίνονται από πολλά… … Dictionary of Greek
δημόσιες δαπάνες — Τα ποσά που δαπανά το κράτος στα πλαίσια της δημοσιονομικής του δραστηριότητας για την υλοποίηση των σκοπών του. Τα ποσά αυτά αποκτώνται κυρίως από τους φόρους που επιβάλλει το κράτος στους πολίτες. Για τη συμπλήρωσή τους ανατρέχει και σε άλλες… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
καπιταλισμός ή κεφαλαιοκρατία — Όρος που έχει λάβει ποικίλες σημασίες και στον οποίο αποδίδονται διάφοροι ορισμοί με οικονομικό, νομικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, ιστορικό και ιδεολογικό χαρακτήρα. Οι διάφορες αυτές σημασίες δεν μπορούν εύκολα να διαχωριστούν με σαφήνεια η μία… … Dictionary of Greek