Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δικαστοῦ

См. также в других словарях:

  • δικαστοῦ — δικαστής a judge masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμη — η (AM γνώμη) 1. σκέψη, ιδέα, άποψη («σύμφωνη γνώμη, αντίθετη γνώμη, τὴν αὐτὴν ἔχειν γνώμην») 2. θέληση, επιθυμία (α. «δεν τού κάμε τη γνώμη του», β. «ὅρκον ἔκαμαν φρικτὸν γνώμην νὰ ἔχουν μίαν», γ. «κατὰ γνώμην σύμφωνα με την επιθυμία του») 3.… …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»