Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

δικαιοδοσία

См. также в других словарях:

  • δικαιοδοσία — δικαιοδοσίᾱ , δικαιοδοσία jurisdiction fem nom/voc/acc dual δικαιοδοσίᾱ , δικαιοδοσία jurisdiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοδοσίᾳ — δικαιοδοσίᾱͅ , δικαιοδοσία jurisdiction fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοσία — η 1. η εξουσία που παραχωρείται σε κάποιον, κυρίως από το νόμο, να κρίνει ή να ενεργεί μέσα σε καθορισμένα πλαίσια: Αυτό ανήκει στη δικαιοδοσία της τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. το σύνολο των καθηκόντων και των δικαιωμάτων ενός υπαλλήλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοσίας — δικαιοδοσίᾱς , δικαιοδοσία jurisdiction fem acc pl δικαιοδοσίᾱς , δικαιοδοσία jurisdiction fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοδοσίαν — δικαιοδοσίᾱν , δικαιοδοσία jurisdiction fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαιοδοσίαις — δικαιοδοσία jurisdiction fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»