-
1 δικαιοδοσία
δικαιοδοσίᾱ, δικαιοδοσίαjurisdiction: fem nom /voc /acc dualδικαιοδοσίᾱ, δικαιοδοσίαjurisdiction: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————δικαιοδοσίᾱͅ, δικαιοδοσίαjurisdiction: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 δικαιοδοσια
ἥ1) судебная власть, юрисдикция Polyb., Plut.2) судопроизводство, суд3) дикеодосия (международное соглашение о разборе исков одной страны к гражданам другой - ἥ κατὰ τό σύμβολον δ. Polyb.) -
3 δικαιοδοσίᾳ
Βλ. λ. δικαιοδοσία -
4 δικαιοδοσία
η1) юрисдикция; подсудность; 2) компетенция; сфера полномочий; подведомственная область;δεν είναι ττϊς δικαιοδοσίας μου — это не в моей компетенции
-
5 δικαιοδοσία
[дикэодосиа] ουσ θ компетенция. -
6 δικαιοδοσία
δῐκαιο-δοσία, ἡ,A jurisdiction, Plb.20.6.2, etc.; trial,ἑλκομένης δ. Id.22.4.2
: pl.,εἰς δ.προκαλεῖσθαί τινα Id.4.16.4
;ἡ πρὸς ἀλλήλους δ. Milet. 3
No.154.5 (ii B. C.), cf.IG12(9).903 (Chalcis, ii B. C.); administration of justice, Str.13.1.55, al., D.S.37.8, al., BGU226.11 (i A. D.).II international compact for trying suits in the forum rei, Plb.23.1.2, 32.17.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαιοδοσία
-
7 δικαιοδοσία
δικαιο-δοσία, ἡ, (1) das Rechtsprechen, die Rechtspflege; ταχϑεὶς ἐπὶ δικαιοδοσίας, ἀφ' ἧς οὐκ ἦν τῷ κριϑέντι ἀναβολὴ τῆς δίκης, ein Gerichtshof, von dem man nicht appellieren darf. (2) ein Vertrag zwischen zwei Staaten, nach dem ein im Handelsverkehr wegen Ungerechtigkeit Belangter in seinem Vaterlande nach den bestehenden Gesetzen gerichtet werden soll -
8 δικαιοδοσία
1) attribution2) juridiction -
9 δικαιοδοσία
1) jurysdykcja (f) rzecz.2) sądownictwo (n) rzecz. -
10 δικαιοδοσία
1) kompetence2) soudnictví -
11 δικαιοδοσία
jurisdictionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δικαιοδοσία
-
12 δικαιοδοσίας
δικαιοδοσίᾱς, δικαιοδοσίαjurisdiction: fem acc plδικαιοδοσίᾱς, δικαιοδοσίαjurisdiction: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 δικαιοδοσίαν
δικαιοδοσίᾱν, δικαιοδοσίαjurisdiction: fem acc sg (attic doric aeolic) -
14 δικαιοδοσίαις
δικαιοδοσίαjurisdiction: fem dat pl -
15 δικοδοσια
-
16 δικαιονομία
δῐκαιο-νομία, ἡ,A = δικαιοδοσία, Id.2.365, IG7.21.21 ([place name] Megara).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δικαιονομία
-
17 σύμβολον
σύμβολον, τό,A tally, i.e. each of two halves or corresponding pieces of an ἀστράγαλος or other object, which two ξένοι, or any two contracting parties, broke between them, each party keeping one piece, in order to have proof of the identity of the presenter of the other,ἀποδεικνύντες τὰ σ. ἀπαίτεον τὰ χρήματα Hdt.6.86
.β; ξένοις τε πέμψω σύμβολ', οἳ δράσουσί σ' εὖ E.Med. 613
(cf. Sch.); διαπεπρισμένα ἡμίσε' ἀκριβῶς ὡσπερεὶ τὰ ς. Eub.70; ὡς σ. ὀρέγεται ἀλλήλων [τὰ ἐναντία] Arist.EE 1239b31; ζητεῖ.. τὸ αὑτοῦ ἕκαστος ς. Pl.Smp. 191d;καθάπερ ἐκ συμβόλων Arist.Mete. 360a26
, cf. GA 722b11, Pol. 1294a35; ἔχειν σύμβολα πρὸς ἄλληλα complementary factors, Id.GC 331a24; ποιησάσθω σύμβολα ἡ βουλὴ πρὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, ὅπως ἂν ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων εἰδῇ, ἐάν τι πέμπῃ κτλ. IG22.141.19.b of other devices having the same purpose, e.g. a seal-impression on wax, Plaut. Pseud. 55 (hence ς. = signet-ring, Plin.HN33.10); an extant bronze hand is inscribedσ. πρὸς Οὐελαυνίους IG14.2432
([place name] Gaul), cf. 279 (Lilybaeum, ii B.C., where the word does not occur).2 any token serving as proof of identity,ἔλαβε σ. παρὰ βασιλέως τοῦ μεγάλου φιάλην χρυσῆν Lys.19.25
; πολλῶν ἀγαθῶν.. εὐπορήσειν διὰ τὸ ς. ibid.; ὡς ἔγνω.. τὰ παρὰ τῆς γυναικὸς ς. X.Cyr.6.1.46; τὰ μητρὸς ς. E. Ion 1386, cf. Hel. 291, El. 577, Com.Adesp.17.16 D., D.S.4.59, Plu.Thes.6; ἰδοὺ τὰ ς. here are my credentials, Arr.Epict.1.16.11, cf. 3.22.99, 4.8.20; ἔχοντες σ. σαφὲς λύπης bearing clear credentials (consisting) of (a common) grief, S.Ph. 403, cf. Aristid.1.416 J.3 guarantee,σ. τῆς παιδεύσεως πιστότατον Isoc.4.49
;σ. ὅτι παρ' ἐμοῦ [ἡ ἐπιστολή] ἐστι Pl.Ep. 360a
, cf. 363b;σ. τῆς σωτηρίας D.15.4
;σ. τοῦ συμφέροντος εἰς τὸ μὴ βλάπτειν ἀλλήλους Epicur.Sent.31
.4 token, esp. of goodwill,χρυσίον σ. φιλίας καὶ ξενίας Plu.Pyrrh.20
, cf. Art.18;χρυσοῦν στέφανον ἔλαβον σ. περιέχοντα τῆς ὑμετέρας πρός με εὐσεβείας PLond.3.1178.13
(ii A.D.).5 identity- token given to Athenian dicasts on entering the courts, entitling them to vote, and on presenting which they received another ς., in exchange for which they received their fee, Ar.Pl. 278, D.18.210, Arist.Ath.65.2, 68.2, Poll.8.16; also in the ecclesia, Ar.Ec. 297 (lyr.); διάδοσις τῶν ς. IG2.1749.76: extant theatre-tokens (without the word ς.) in IG5(2).323 (Mantinea, iv B.C.).6 at Rome, = tessera, token entitling the bearer to a donation of corn or money, D.C.49.43.II of written documents,1 passport or the seal thereon, Ar.Av. 1214 (cf. Sch.); ἐκπλεῖν μηδένα ἀστῶν μηδὲ μέτοικον ἄνευ ς. Aen.Tact.10.8: metaph., Arr.Epict.3.12.15.2 passenger-list, ἐμοῦ [τοῦ Ἑρμοῦ] τοὺς νεκροὺς ἀπαριθμοῦντος τῷ Αἰακῷ κἀκείνου λογιζομένου αὐτοὺς πρὸς τὸ.. πεμφθὲν αὐτῷ ς. Luc.Cat.4.3 pl., treaty between two states providing for the security of one another's citizens and sts. for the settlement of commercial and other disputes (usu. in the law-courts of the defendant's city (cf. Harp. s.v.));εἰσὶ.. αὐτοῖς συνθῆκαι περὶ τῶν εἰσαγωγίμων καὶ σ. περὶ τοῦ μὴ ἀδικεῖν Arist.Pol. 1280a39
;σ. ποιήσασθαι πρὸς πόλιν D.7.11
, cf. And.4.18;τὰ σ. συγχέων D.21.173
; ἀπὸ συμβόλων δικάζεσθαι, κοινωνεῖν, Antipho 5.78, Arist.Pol. 1275a10;αἱ ἀπὸ συμβόλων δίκαι Id.Ath.59.6
; cf. : sg. in same sense, Foed. Delph.Pell.1 A 7 (also written συββ- ib. 1 B 10, al.);ἡ κατὰ τὸ σ. δικαιοδοσία πρός τινα Plb.23.1.2
, cf. 32.7.3; κατὰ τὸ ς. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.), 9(1).331.5 (Chaleion, ii B.C.); κατὰ τὸ δοχθὲν κοινᾷ ς. GDI5040.70 ([place name] Crete).4 contract between individuals, PCair.Zen.724.7,13, 790.2 (iii B.C.), PTeb.5.212 (ii B.C.), 52.10 (ii B.C.); αἰσχρὰ κακοῖς ἔργοις σ. θηκάμενοι forming disgraceful compacts (sealed) by evil deeds, Thgn.1150;τὰ τῷ Καίσαρι πεπραγμένα κυροῦν συμβόλῳ App.BC2.132
.5 receipt, sts. made out in duplicate,σ. διπλᾶ ἐσφραγισμένα PSI4.324.4
(iii B.C.), cf. PRev.Laws52.19 (iii B.C.), UPZ25.25, 26.16 (ii B.C.);τὸ σ. τῆς ἀποχῆς PCair.Zen. 144.2
(iii B.C.);σ. ἀποχῆς PEnteux.73.4
(iii B.C.); (iii B.C.), cf. PHib.1.67.16 (iii B.C.);σ. καὶ ἀντισύμβολα BGU1741.10
(i B.C.); receipt for a pledged article, PCair. Zen.120.3 (iii B.C.).6 unilateral undertaking in writing, guarantee, PPetr.3p.164 (iii B.C.), PMich.Zen.57.4 (iii B.C.), UPZ 112 ii 1 (ii B.C.).7 warrant entitling the holder to draw allowances over a period,τοῦ κθ ἔτους τὸ σ. τοῦ ὀψωνίου καὶ τῆς ἀγορᾶς σύνταξον γράψαι PSI5.504.8
(iii B.C.); σ. σιτικὰ καὶ ἀργυρικά (bequeathed) PGrenf.1.21.16 (ii B.C.); σφράγισαι τὸ ς. PCair.Zen.375.11 (iii B.C.), cf. PSI4.349.2,7 (iii B.C.), UPZ14.89 (ii B.C.);τὰ σ. τῶν σιταρχιῶν BGU1755.5
(i B.C.).8 warrant or commission from the Emperor, by which officers held their posts, Cod.Just.1.5.12.1, 11; σ. τριβούνου ib.12.33.8 Intr.III more generally, token, φυλάσσω λαμπάδος τὸ ς. the beacon- token, A.Ag.8; τέκμαρ τοιοῦτο σ. τέ σοι λέγω ib. 315; μανθάνω τὸ ς. E.Or. 1130, cf.Rh. 220; clue, S.OT 221; χειμῶνος ς. a sign of an approaching storm, Anaxag. 19, Sch.Arat.832;νόμισμα σ. τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται Pl.R. 371b
;ἔστι τὰ ἐν τῇ φωνῇ τῶν ἐν τῇ ψυχῇ παθημάτων σ., καὶ τὰ γραφόμενα τῶν ἐν τῇ φωνῇ Arist.Int. 16a4
, cf. 24b2, Sens. 437a15; τὰ τεχνητὰ τῶν ς. Plu.Per.6; νίκης σ. Ἰσθμιάδος, of the celery-wreath, Call.Fr. 103; τὰ τῶν στρατοπέδων ς. legionary standards, Hdn.4.7.7; insignia of deities, D.H.8.38;τῆς βασιλείας Plu.
Comp.Cim. Luc.3; εἰράνας σ. καὶ πολέμον, of a trumpet, AP6.151 (Tymn.).2 omen, portent, Archil.44, A.Ag. 144 (lyr.);σ. δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν Pi.O.12.7
(cf. Sch.); οἱ διὰ συμβόλων.. προλέγοντες distd. from other kinds of μάντεις, Gal. 15.442;περὶ οἰωνῶν καὶ σ. καὶ διοσημιῶν Iamb.VP13.62
;= auspicium, Gloss.; ἐν τοῖς λικμητηρίοις γεννώμενα τὰ βρέφη ἐτίθεσαν εἰς σ. εὐτροφίας Sch.Arat.268.3 Medic., symptom, Gal.19.217, Aret.CD1.4, al.5 secret code,τὰ μυστικὰ σ. τῶν περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμῶν, ἃ σύνισμεν ἀλλήλοις οἱ κοινωνοῦντες Plu.2.611d
, cf. Orph.Fr.31.23; consisting of a signum and a responsum, Firm. De Errore 18; τὰ σ. [Πυθαγόρου] Arist.Fr. 197, Plu.2.727c; περὶ Πυθαγορικῶν ς., title of a work by Androcydes, Iamb.VP28.145; secret sign, γράψαι τι σ. ἐν πίνακι,.. μαθεῖν τὸν θέντα τὸ ς. ib.33.238, cf. 23.103, 32.227, Luc.Laps.5; allegory, Chrysipp.Stoic.2.256, 257, Demetr. Eloc. 243;διὰ συμβόλων μηνύειν Ph.2.559
, cf. 1.681, al., Dam.Pr. 210.IV pl., standard weights, IG22.1013.8.V a small coin, perh. a half-obol, shaped D, Hermipp.61, Ar.Fr.44, Archipp. 8: hence σύμβολον κεκαρμένος with half the head shaved, Hermipp.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σύμβολον
-
18 ἐγκόπτω
2 engrave,τὸ ψήφισμα ἐς στήλην SIG279.33
([place name] Zelea):—[voice] Med., IG12(3).536 ([place name] Thera).III check, hold the breath, Sor.1.69: generally, hinder, thwart, ; τῇ δικαιοδοσίᾳ f.l. in Plb.23.1.12; delay, Act.Ap.24.4:—[voice] Pass.,ἐνεκοπτόμην τοῦ ἐλθεῖν Ep.Rom.15.22
, cf. Porph.Antr.19.IV intr., come to a stop, Vett. Val.260.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκόπτω
См. также в других словарях:
δικαιοδοσία — δικαιοδοσίᾱ , δικαιοδοσία jurisdiction fem nom/voc/acc dual δικαιοδοσίᾱ , δικαιοδοσία jurisdiction fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοδοσίᾳ — δικαιοδοσίᾱͅ , δικαιοδοσία jurisdiction fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοδοσία — Η εξουσία του δικαστηρίου για την επίλυση συγκεκριμένης διαφοράς.Εκούσια δ. ονομάζεται η διαδικασία κατά την οποία η δικαστική δ. κρίνει υποθέσεις χωρίς αντιδικία. * * * η (AM δικαιοδοσία) [δικαιοδότης] νεοελλ. 1. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα 2 … Dictionary of Greek
δικαιοδοσία — η 1. η εξουσία που παραχωρείται σε κάποιον, κυρίως από το νόμο, να κρίνει ή να ενεργεί μέσα σε καθορισμένα πλαίσια: Αυτό ανήκει στη δικαιοδοσία της τοπικής αυτοδιοίκησης. 2. το σύνολο των καθηκόντων και των δικαιωμάτων ενός υπαλλήλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο … Dictionary of Greek
δικαιοδοσίας — δικαιοδοσίᾱς , δικαιοδοσία jurisdiction fem acc pl δικαιοδοσίᾱς , δικαιοδοσία jurisdiction fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοδοσίαν — δικαιοδοσίᾱν , δικαιοδοσία jurisdiction fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαιοδοσίαις — δικαιοδοσία jurisdiction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αμερικής, Ιερά Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1922 από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με την ονομασία Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Η σύσταση και η διοίκησή της καθορίζονται με ιδιαίτερο σύνταγμα, που εκδόθηκε από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης… … Dictionary of Greek
παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek