-
21 κατοχή
A holding fast, detention,τινὸς ἐν Σούσοισι Hdt.5.35
; of detention by the god in the Sarapeum, UPZ5.3, 59.8, al. (ii B.C.), cf. Man. 1.239 (pl.); arrest, PAmh.2.80.9 (iii A.D.), Cod.Just.1.4.22.1;ἡ πρὸς τὸ χρέος κ. PSI4.282.28
(ii A.D.).2 hindrance, delay,ἀνείρξεις καὶ κ. Plu.2.584e
, cf. Vett. Val.43.17.3 retention, τοῦ πνεύματος holding the breath, Gal.6.161, Alex.Aphr.Pr.1.47; retention of waste products, Gal.8.440.4 retention in memory, Corn.ND14;μνήμη καὶ κ. Plot.4.3.29
: pl.,τὰς μνήμας κ. μαθημάτων καὶ αἰσθήσεων εἶναι Id.4.6.1
.5 sequestration of property,ἐν κ. PTeb. 143
(ii B.C.), cf. PRyl. 174.23 (ii A.D.), etc.; lien, charge,καθαρὸς ἀπὸ πάσης κ. POxy.483.26
(ii A.D.), etc.II possession, Sm.Ca.8.11;ἐν κ. ποιεῖσθαι Men.
Prot.p.30 D.; = Lat. lonorum possessio, BGU140.24 (ii A.D.); mental grasp,κοινῶν τινων Phld.Rh.1.71
S.2 possession by a spirit, inspiration,κ. καὶ ἐνθουσιασμοί Plu.Alex.2
;πάντα ἐν τῇ κ. ἀληθεύειν Arr. An.4.13.5
. -
22 κεράννυμι
κεράνν-ῡμι, also [suff] κερανν-ύω Alc.Com.15, Hyp.Fr.69; [dialect] Ep. [full] κεραίω and [full] κεράω (qq.v.); subj.A : [tense] impf.ἐκεράννυν Luc.VH 1.7
: [tense] fut. κεράσω [ᾰ] Them.Or.27p.340D.: [tense] aor.ἐκέρᾰσα Hp.VM3
, (ἐν-) Pl.Cra. 427c, poet. (lyr.), [dialect] Ep.κέρασσα Od.5.93
, [dialect] Ion.ἔκρησα Hp.Int.35
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκερᾰσάμην Ti.Locr.95e
, [dialect] Ep.κεράσσατο Od.18.423
:—[voice] Pass., [tense] fut. κραθήσομαι [ᾱ] Pl.Ep. 326c, ( συγ-) E. Ion 406: [tense] aor. ἐκράθην [ᾱ] Th.6.5, E. Ion 1016, Pl.Phd. 86c; [dialect] Ion.ἐκρήθην Hp.VM19
; , Ti. 85a, X.An.5.4.29, Phylarch.10J.: [tense] pf.κέκρᾱμαι Pi.P.10.41
, etc.; [dialect] Ion.κέκρημαι Hp. VM13
, Acut.21;κεκέρασμαι Arist.Fr. 549
, D.H.Comp.24, Anacreont. 16.13, etc.: [tense] plpf.ἐκέκρᾱτο Sapph.51.1
:—mix, mingle (diff. from μείγνυμι, v. κρᾶσις):1 mostly of diluting wine with water,κερῶντάς τ' αἴθοπα οἶνον Od.24.364
; ;κέρασον ἄκρατον Ar.Ec. 1123
, cf. Th.6.32: abs., τοῖς θεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν let us mix a cup of wine, Pl.Phlb. 61b;ἂν μὴ κεράσῃ τις Antiph.85.2
: c. dat. pers., give to drink, :—Hom. mostly in [voice] Med., ὅτε περ.. οἶνον.. ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται mix their wine in the bowl, Il. 4.260, cf. Od.20.253; κρητῆρα κεράσσατο he mixed a bowl, 3.393, 18.423:—[voice] Pass., πῶς οὖν κέκραται [σκύφος]; E.Cyc. 557; κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη a cup mixed half and half, Ar.Pl. 1132; κεκρ. τρία , cf. AP11.137 (Lucill.).2 temper, cool by mixing, θυμῆρες κεράσασα having mixed (the water) to an agreeable temperature, Od.10.362.3 generally, mix, blend,ἡδονὴν φθόνῳ Pl.Phlb. 50a
;τοῖς ὀνόμασι τὰ ῥήματα Id.Sph. 262c
;νοῦς μετ' αἰσθήσεων κραθείς Id.Lg. 961d
, cf. Ti.l.c.;πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot.4.7.15
;ἀγωγὴν ἐξἀμφοῖν κ. Phld.Acad.Ind.p.77
M.; [οὐσία] οὐκ ἀπὸ τῶν ἄκρων κραθεῖσα Jul.Or.4.139a
; of metals, : metaph., temper, regulate, of climates, ὧραι κάλλιστα κεκρημέναι most temperate, Hdt.3.106;ὧραι μετριώτατα κ. Pl.Criti. 111e
;ἔαρ κ. τῇ ὥρᾳ X.Cyn.5.5
; [πλοῦτον] ἀρετᾷ κεκραμένον Pi.P.5.2
; οὐ γῆρας κέκραται γενεᾷ no old age is mingled with the race, i.e.it knows no old age, ib.10.41, cf. O.10(11).104;ἐν ταῖς εὖ κεκρ. πολιτείαις Arist.Pol. 1307b30
; of tempers of mind,ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι Pl.Phdr. 279a
;τοῖς ἤθεσιν.. τούτοις ἡ φύσις κεράννυται Alex. 278b
(iii p.744 K.); of Music,ἁρμονίας ῥυθμοῖς κραθείσας Pl.Lg. 835b
;τῆς εὖ κεκραμένης ἁρμονίας Arist.Pol. 1290a26
;μετρίως κραθῆναι πρὸς ἄλληλα Pl.Phd.
l.c.III Gramm., in [voice] Pass., coalesce by crasis,τὸ ῥῆμα καὶ ὁ σύνδεσμος συναλοιφῇ κερασθέντα D.H.Comp.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράννυμι
-
23 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
. -
24 παραλλάσσω
A , Plu.Cim.1, Arr.Epict.3.21.23 :— cause to alternate, π. τοὺς ὀδόντας make the alternate teeth of the saw stand contrary ways, Thphr.HP5.6.3 ; π. τὰς ἀρχάς make the ends [ of the bandages] overlap or cross, Hp.Fract. 29 ; παραλλάξας having transposed [ the two], Pl.Tht. 193c ; π. τῶν αἰσθήσεων τὰ σημεῖα transpose, interchange the impressions received from the senses, ib. 194d ; ἐὰν παραλλάξῃ τὴν τομήν transposes the caesura, Heph. 15.18 :—[voice] Pass., overlap, of the ends of broken bones, Hp.Fract.31 ; ὀδόντες παρηλλαγμένοι (in persons with hollow palate) Id.Epid.6.1.2.2 change, alter, ὀλίγα π. Hdt.2.49 ; μίαν μόνον συλλαβὴν π. Aeschin.3.192, cf. Arist. Top. 119a15 ; esp. alter for the worse,π. φρένας χρηστάς S.Ant. 298
; twist,τὸν λόγον Chrysipp.Stoic.2.258
:—freq. in [voice] Pass., to be altered,πολὺ παρηλλάχθαι τὴν ἔξοδον πρὸς τὸν εἰθισμένον καιρόν Plb.5.56.11
, etc.;τὸ κίνημα παρηλλαγμένον τῆς συνηθείας Id.7.17.7
: hence παρηλλαγμένος, η, ον, strange, extraordinary, Id.2.29.1, 3.55.1;παρηλλαγμένους τοῖς μεγέθεσιν ὄφεις D.S. 17.90
; ὑποδήματα π. peculiar footwear, Satyr.1.3 of Place, pass by or beyond,ἐνέδραν X.HG5.1.12
, Plb.5.14.3, etc.;ὅταν τὸ ὕδωρ παραλλάξῃ τὸ χωρίον D.55.17
; elude, avoid, Plu.Cam. 25 ; so Astrol., τὴν διάμετρον ἀκτῖνα π. Vett. Val.142.5 ; also, get rid of,διακρούσασθαι καὶ π. τὸ πάθος Plu.Caes.41
.4 go beyond, surpass,τῷ τάχει π. τὰ ἄστρα Arist.Mete. 342a33
; exceed in point of time,τὴν παιδικὴν ἡλικίαν Plu.Alc.7
, Cim.1 : c. acc. pers. et gen. rei, γραμμέων συνθέσιος οὐδείς κώ με παρήλλαξεν [Democr.] 299.II intr., deviate from one another, of two tunnels or the like , which start from opposite directions, and, instead of meeting, miss each other,ὀλίγον τι π. τῆς χώρης Hdt.2.11
; of bones, ἄρθρον παραλλάξαν displaced, Hp.Art.17 ; πόροι παραλλάττοντες deviating, not in line, opp. κατάλληλοι, Arist.Pr. 905b8, cf. 890b39.3 differ or vary from,τῶν πολλῶν.. δικαίων Pl.Lg. 957b
;πολύ τι τῶν ἄλλων Thphr.HP4.10.5
; τῶν προκειμένων Hdn.Gr.2.948 ;παραλλάξουσιν ἀλλήλων κατὰ παρρησίαν Phld.Lib.p.43
O.;π. ἀπότινος Arr.Epict.3.21.23
: abs., differ, vary,ὀλίγον παραλλάσσοντες Hdt.7.73
;ἡ χρεία π. μικρόν Arist.Pol. 1254b24
;μήκη παραλλάττοντα Epicur.Ep.2p.43U.
;μικρὸν ταῖς γλώτταις Str.4.1.1
;π. κατὰ τὰς ὀσμὰς καὶ τοὺς χυλούς Thphr.HP1.12.3
;τοσοῦτον τῆς δόξης παραλλαττούσης Isoc.9.25
; τὸ παρηλλαχός the changeable, Chrysipp.Stoic.3.129 ; also, of persons, οἱ παρηλλαχότες those whose character has changed, ib. 125.b impers., οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως it makes no small difference, Pl.Tht. 169e.4 π. τοῦ σκοποῦ go aside from the mark, ib. 194a : metaph.,π. τῶν φρενῶν Lys.Fr.90
: abs., οὐχ ὑπὸ γήρως οὐδὲ νόσου π. Plu.Luc.43.5 change direction, of the wind, Arist.Pr. 945a36 ; deviate from the straight course,παραλλάξαντι ἐξ Ἀβύδου ὡς ἐπὶτὴν Προποντίδα Str.13.1.22
; οὐδαμῇ οὐδὲν π. Pl.R. 53ob ; go astray, be out of one's wits, Id.Ti. 27c, 71e ; λόγοι παραλλάσσοντες delirious, E.Hipp. 935 ; degenerate, decline,εἰς μοναρχίαν ἐπαχθῆ Plu. Rom.26
.7 to be superior to, c. gen., π. ἅλιος ἄστρων Epigr. ap. D.L.8.78 ;π. ταῖς ψυχαῖς Sosyl.1
J.; τῇ διαφορᾷ τοῦ καθοπλισμοῦ πρὸς τὴν χρείαν παραλλάττων superior in.., Plb.18.25.2 ;κατά τι Iamb.Comm.Math.8
.8 Geom., of figures, coincide partially when applied, Euc.1.8, 3.24, Aristarch.Sam.8.9 Astron., display parallax, Ptol.Alm.5.11.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλλάσσω
-
25 παραποδίζω
A entangle the feet, fetter, tether: hence, generally, hinder, impede, Plb.2.28.8, 18.31.6 :—[voice] Pass., to be entangled, hampered, Pl.Lg. 652b, Ep. 330b, Plb.16.4.10, Gal.9.575 ;τῶν αἰσθήσεων -πεποδισμένων Metrod.Herc.831.5
; π. εἴς or πρός τι, S.E.M.1.171, 193 ;τὴν ῥύμην τοῖ δρόμου Hld.10.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραποδίζω
-
26 πίστις
Aπίστῑ Hdt.3.74
, 9.106 : [dialect] Ion. nom. and acc. pl. πίστῑς v.l. in Id.3.8 ; dat.πίστισι Id.4.172
: ([etym.] πείθομαι):— trust in others, faith, first in Hes., ;πίστει χρήματ' ὄλεσσα, ἀπιστίῃ δ' ἐσάωσα Thgn.831
;π. ἴσχειν τινί S.OC 950
;τῷ θεῷ πίστιν φέροις Id.OT 1445
, etc.: generally, persuasion of a thing, confidence, assurance, Pi.N.8.44 ( πιστόν Sch.), etc.; ἡ βεβαιοτάτη π., ἀταραξία καὶ π. βέβαιος, Epicur.Ep.1p.19, 2p.36U.; σωφροσύνης π. ἔχειν περί τινος to be persuaded of his probity, D.18.215 ;π. περὶ θεῶν ἔχειν Plu.2.1101c
.2 in subjective sense, good faith, trustworthiness, honesty, Thgn.1137, A.Pers. 443, Hdt.8.105 ;θνῄσκει δὲ π., βλαστάνει δ' ἀπιστία S.OC 611
.b of things, credence, credit,τὰν π. σμικρὰν παρ' ἔμοιγ' ἔχει E.El. 737
(lyr.);πίστιν τὰ τοιαῦτα ἔχει τινά Arist.EN 1179a17
;π. λαβεῖν Plb.1.35.4
.c καλῇ π., = Lat.bona fide, PGnom.180 (ii A.D.), etc.; αἱ κατὰ πίστιν γεινόμεναι κληρονομίαι, = Lat. hereditates fideicommissariae, ib.56.3 in a commercial sense, credit, π. τοσούτων χρημάτων ἐστί τινι παρά τισι he has credit for so much money with them, D.36.57, cf. 44; εἰς πίστιν διδόναι [τί τινι] Id.32.16;εἰ ἕξω ἐλπίδα πίστεως Astramps.Orac.68p.6H.
b position of trust or trusteeship, ἐν πίστει κληρονόμος ἀπολειφθείς left in trust, as guardian, Plu.Cic.41, cf. 2c supr.;ἐν πίστει ὤν τῷ βασιλεῖ IG22.646.11
.4 Theol., faith, opp. sight and knowledge, 1 Ep.Cor.13.13, etc.II that which gives confidence: hence,1 assurance, pledge of good faith, guarantee,οὐκ ἀνδρὸς ὅρκοι π. ἀλλ' ὅρκων ἀνήρ A.Fr. 394
, cf. S.El. 887, E.Hipp. 1055; : distd. from ὅρκοι and δεξιαί, Arist.Rh. 1375a10, cf. E.Med.22;ἔμβαλλε χειρὸς πίστιν S. Ph. 813
; δός μοι χερὸς σῆς π. Id.OC 1632 ;ὅρκους παρασχών, πίστιν οὐ σμικράν, θεῶν E.Hipp. 1037
, cf. Med. 414 (lyr.); πίστιν καὶ ὅρκια ποιέεσθαι make a treaty by exchange of assurances and oaths, Hdt.9.92, cf. And.1.107;οἷσιν.. οὔτε π. ὄθ' ὅρκος μένει Ar.Ach. 308
; ποιέεσθαι τὰς πίστῑς ([dialect] Ion. for πίστεις) Hdt.3.8 ;πίστεις ποιήσασθαι πρός τινας Th.4.51
;ἀλλήλοις X.HG1.3.12
; πίστιν δοῦναι to give assurances, Hdt.9.91, cf. Th.4.86, 5.45 ;ὅρκους καὶ πίστιν ἀλλήλοις δότε Ar.Lys. 1185
; ἔδοσαν πίστιν καὶ ἔλαβον interchanged them, X.Cyr.7.1.44; ;π. παρά τινος λαβεῖν Lys.12.9
; π. πρός τινας δοῦναι c. inf., Id.19.32 ; πίστι τε λαβεῖν (or καταλαβεῖν) καὶ ὁρκίοισί τινα bind by assurances and oaths, Hdt.3.74, 9.106;θεῶν πίστεις ὀμόσαι Th.5.30
; πίστιν ἐπιθεῖναι or προσθεῖναι, D.29.26, 49.42, 54.42 : c. gen. objecti, φόβων π. an assurance against.., E.Supp. 627 (lyr.).2 means of persuasion, argument, proof, φρὴν παρ' ἡμέων (sc. τῶν αἰσθήσεων)λαβοῦσα τὰς πίστεις Democr.125
;τοὺς δεομένους πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot. 4.7.15
; esp. of proofs used by orators, Antipho 5.84, 6.28, Pl.Phd. 70b, Isoc.3.8, etc.: in Arist., opp. a demonstrative proof ([etym.] ἀπόδειξις) , π. ἔντεχνοι, ἄτεχνοι, Rh. 1355b35, 1375a22: also, generally,π. ἐκ τῆς ἐπαγωγῆς APo. 90b14
, al.;π. ἡ διὰ συλλογισμοῦ Top. 103b7
; ἡ τῶν λόγων π. (cf. λόγος IV. 1) Pol. 1326a29;ὁ ἀναιρῶν ταύτην τὴν π. οὐ πολὺ πιστότερα ἐρεῖ EN 1173a1
.III that which is entrusted, a trust,πίστιν ἐγχειρίζειν τινί Plb.5.41.2
, cf. 16.22.2, IG7.21.12 (Megara, ii B.C.), 5 (1).26.6 (Amyclae, ii/i B.C.), BMus.Inscr.422.7 (Priene, ii B.C.); σὴ π. given in trust to thee, IG14.2012A 23 (Sulp.Max.).IV political protection or suzerainty, Lat. fides,Αἰτωλοὶ.. δόντες αὑτοὺς εἰς τὴν Ῥωμαίων π... τῷ τῆς π. ὀνόματι πλανηθέντες Plb.20.9.10
, cf. 3.30.1 ;πάντες εἰς τὴν [τῆς συγκλήτου] π. ἐνδεδεμένοι Id.6.17.8
.2 in Egypt, safe-conduct, safeguard, UPZ119.32 (pl., ii B.C.); δοῦναί μοι ἔγγραπτον π. ib.124.30 (ii B.C.).V Pythag. name for ten, Theol.Ar.59, 60.VI personified, = Lat. Fides, Plu.Num.16, App. BC1.16, D.C.45.17 ; π. δημοσία, = Fides publica, D.H.2.75. -
27 συγγυμνασία
συγγυμν-ᾰσία, ἡ,A common exercise,τῶν αἰσθήσεων Placit.4.2.8
, cf. LXX Wi.8.18; strain of copulation, Zeno Stoic.1.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συγγυμνασία
-
28 τέρψις
A enjoyment, delight, τινος from or in a thing,τέρψις ἀοιδῆς Hes.Th. 917
, cf. Ar.Ra. 676 (lyr.);δείπνων τέρψιες Pi.P.9.19
, cf. Th.2.38; χλιδανῆς ἥβης τ. A.Pers. 544 (anap.); (lyr.);εἰς τέρψιν τινῶν ἐλθεῖν E.Ph. 195
, cf. IT 797;βραχεῖα τ. ἡδονῆς κακῆς Id.Fr.362.23
: τ. ἐστί μοι, c. inf., it is my pleasure to..,ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός S.OC 766
, cf. 775: abs., joy, delight, Thgn.787, Pi.O.12.11, B.1.59, A.Ag. 611, etc.: pl., αἱ διὰ τῶν αἰσθήσεων τ. Phld.D.3.14: distd. from the more general term ἡδονή by Prodic. ap. Arist.Top. 112b23, cf. Pl.Phlb. 11b. -
29 φαντασιόω
II mostly in [voice] Med., have or form images or presentations, Aristocl. ap. Eus.PE14.21, S.E.M.8.406; subject to hallucinations,Ruf.
Fr.79; ἔμψυχον φαντασιούμενον having the faculty of presentation, opp. ἀφαντασίωτον, Plu.2.960d;τὸ φαντασιούμενον τῆς ψυχῆς Gal.4.445
;φ. ἡ διάνοια διὰ τῶν αἰσθήσεων S.E.P. 2.72
, cf. Stoic.2.22, al.2 c. acc. rei,φαντασιωθείς δαιμόνιόν τι Plu.2.236d
, cf. Ph.1.55, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασιόω
-
30 ἀμαυρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμαυρότης
-
31 ἀμυδρότης
A dimness,αἰσθήσεων Ph.2.432
;faintness, of the pulse, Gal.9.15; indistinctness, opp. τρανότης, Plot.1.4.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμυδρότης
-
32 ἀναπέμπω
A send up, (lyr.), cf. Ar.Th. 585; Ἁφαίστοιο κρουνοὺς ἀ. sends forth.., Pi.P.1.26; χθὼν ἠρινὰ φύλλ' ἀ. ib.9.46;παντοῖα φύματα Pl.Ti. 85c
:—[voice] Med., send up from oneself, X.An.1.1.5.2 send up to higher ground,εἰς τὰς ἄκρας Id.Cyr.7.5.34
; esp. from the coast inland, into Central Asia,ἀ. ὡς βασιλέα Th.2.67
, cf. Isoc.8.98; to the metropolis,εἰς τὴν Ῥώμην Plb.1.7.12
, etc.3 remit, refer to higher authority, PHib.1.57 (iii B. C.), PTeb.7.7 (ii B. C.);ψήφισμα πρὸς βασιλέα OGI329.51
;τινὰ πρός τινα Ev.Luc.23.7
;τινά τινι Ep.Philem.12
; of a higher authority referring to delegates, BGU613.4 (ii A. D.), cf. 19i20, PLond.2.196, 11 (ii A. D.); refer to a book, Gal.18(2).663, etc.5 transmit, in [voice] Pass.,τῶν κατ' ὄψιν ἀναπεμπομένων Epicur.Nat.11.7
;αἰσθήσεων ἀναπεμπομένων Plot. 4.4.42
.II send back, Pi.I.7(6).10: metaph., send back in discussion to something previously said, Alex.Aphr. in Top.445.15.3 throw back the accent, of enclitics, Hdn.Gr.2.828.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναπέμπω
-
33 ἀναχωρέω
b walk backwards, of oxen feeding, Hdt.4.183.2 in Il., mostly, retire, withdraw from battle, ;τόφρ' ἀναχωρείτω 11.189
, cf. 4.305, 20.335, etc.: in Prose,μάχης οὔσης εἰς τοὐπίσω ἀ. Lys.14.6
;φυγῇ ἀ. Pl.Smp. 221a
; generally, retire, withdraw,μεγάροιο μυχόνδε Od.22.270
;ὀπίσω ἀ. Hdt.5.94
, etc.;ἐς τοὔπισθεν Ar.Pl. 1208
; ἀνεκεχωρήκεσαν they had retired or returned, Th.8.15, cf. IG9(1).334 ([dialect] Locr.): with Preps. denoting motion to or from,ἐς τὴν ἀκρόπολιν Hdt.3.143
;ἐπ' οἴκου Th.1.30
; ὑπὸ Βοιωτῶν ἐς Ἀθήνας were forced by them to retire to.., Hdt.5.61;ἀπό Pl.Smp.
l.c.II come back or revert to the rightful heir, ;ἡ ποινὴ ἀ. εἰς ἡμᾶς Antipho 2.1.3
, cf. Leg.Gort.11.10.III metaph., withdraw, retire,ἐξ αἰσθήσεων Pl.Phd. 83a
; ἀ. ἐκ τῶν πραγμάτων retire from public life, from the world, Plb.29.25.5, cf. Cic.Att.9.4.2, Ev.Matt.2.14,al.: abs., withdraw, retire, Pl.Smp. 175a, cf. Ar.Nu. 524; ἀνακεχωρηκυῖα χώρα inland spot, Thphr.HP9.7.4;ἀ. ἀπὸ θαλάσσης Plb.2.11.16
;ἀνακεχωρηκός ῥῆμα, ὄνομα
obsolete,D.H.
Rh.10.7; recondite,ἱστορία Phld.Rh.1.157S.
IV = συγχωρέω, πάντες ἀνεχώρησαν συμπεραίνεσθαι τὸ μίασμα Procop.Arc.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναχωρέω
-
34 ἀπομαραίνω
A cause to waste away,αἱ συλλήψεις ἀ. τὰ σώματα Sor. 1.30
, cf. Chor.p.22 B.;τὴν ἀκμὴν τῶν αἰσθήσεων Callistr.Stat. 2
;ἡδονὰς τὰς τὸ θυμοειδὲς -ούσας Philostr.VA7.4
; obliterate from memory, Chor.Milt.19:—[voice] Pass., waste, wither away, die away,ἡ ῥητορικὴ ἐκείνη ἀ. Pl.Tht. 177b
;αἱ κατὰ τὸ σῶμα ἡδοναὶ ἀ. Id.R. 328d
; of a tranquil death, X.Ap.7, cf. Plu.Num.21; of comets,ἀπομαρανθέντες κατὰ μικρπὸν ἠφανίσθησαν Arist.Mete. 343b16
; of wind, die down, ib. 367b11;ἡ φύσις ἀ. Ocell.1.12
, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπομαραίνω
-
35 ἀφαυρότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφαυρότης
-
36 ἁφή
A lighting, kindling, περὶ λύχνων ἁφάς about lamp- lighting time, Hdt.7.215, cf.PTeb.88.12 (ii B. C.), D.H.11.33, D.S.19.31, Ath.12.526c.II ([etym.] ἅπτομαι) touch, ἐπώνυμον δὲ τῶν Διὸς γέννημ' ἁφῶν (Wieseler for γεννημάτων)τέξεις.. Ἔπαφον A.Pr. 850
.2 sense of touch, Pl.R. 523e, cf. Arist.EN 1118b1, de An. 424a12;ἀκριβεστάτην.. τῶν αἰσθήσεων τὴν ἁφήν Id.HA 494b16
;ἡ ἁφὴ ἐν ταῖς αἰσθήσεσι παρέσπαρται Luc.Salt.70
.3 touch of the harp-strings, metaph.,ἐμμελοῦς ἁφῆς καὶ κρούσεως Plu.Per.15
;οὐχὶ συμφώνους ἁφάς Damox. 2.42
.4 grip, in wrestling, etc.,ἁφὴν ἐνδιδόναι αὑτοῦ Plu.2.86f
: metaph.,τοῖς ἀφληταῖς τῆς λέξεως ἰσχυρὰς τὰς ἁ. προσεῖναι δεῖ καὶ ἀφύκτους τὰς λαβάς D.H.Dem.18
;ἁφὰς ἔχει καὶ τόνους ἰσχυρούς Id.Lys. 13
; ἁ. εἶχεν ἡ συνδιαίτησις ἄφυκτον, of Cleopatra, Plu.Ant.27.5 sand sprinkled over wrestlers, to enable them to get a grip of one another, Arr.Epict.3.15.4;ἁφῇ πηλώσασθαι IG4.955
(Epid., ii A. D.).6 Math., contact of surfaces, etc., Arist.Ph. 227a17, Metaph. 1014b22, al.; point of contact, Euc.Phaen.p.16M., al.; of intersection, Papp. 988.9, cf. Alex.Aphr. in Top.24.16.7 in pl., stripes, strokes, LXX 2 Ki.7.14, al.8 infection, esp. of leprosy, ib.Le.13.6, al.: generally, plague, Aq.Ge.12.17, Aq., Sm.Ex.11.1. -
37 ἐκμορφόω
A represent, express in form, Plu.2.537d:—[voice] Pass.,τὰς ἐκμεμορφωμένας διὰ τῶν αἰσθήσεων τέρψεις Phld.D.3.14
.II bring into shape, Ael.NA2.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκμορφόω
-
38 ἐπεισοδιάζω
A import, introduce from without,ὁ τῶν αἰσθήσεων ὄχλος ἐπεισωδίασεν [τῇ ψυχῇ] κηρῶν ἀμήχανον πλῆθος Ph.1.134
:— [voice] Pass., ib. 592.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπεισοδιάζω
-
39 ἐπιβάθρα
ἐπιβάθρα, ἡ,A ladder or steps to ascend by: scaling ladder, Ph.Bel. 91.48, Ath.Mech.25.3,J.BJ7.9.2,Arr.An.4.27.1; ship's ladder, gangway, D.S.12.62.2. metaph., means of approach, stepping-stone, Plb.3.24.14 (pl.);ἐ. ἔχειν τὴν Ἄβυδον Id.16.29.2
;γάμον ἐ. τισὶ γενέσθαι J.AJ11.8.2
; τῆς Ἑλλάδος towards.., Plu.Demetr.8; τῷ ἑξῆςλόγῳ Arr.Epict.1.7.22
, cf. Plot.1.6.1;εἰς τὸ ἐξευρεῖν Gal.9.149
.3. platform for engines of war, J.BJ7.8.5; base, foundation, γῆ.. τοῖς ἐπ' αὐτῆς βεβηκόσιν ἑδραία ἐ. Plot.2.1.7: metaph.,γεῦσις ἐ. τῶν αἰσθήσεων Ph.1.665
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβάθρα
-
40 ἐπίρρυτος
A running,ὕδατα Thphr.CP3.8.3
, HP5.9.5; of food, infused into the body, τροφῆς νάματα ἐ. Pl.Ti. 80d; of sight, infused from the sun, Id.R. 508b;ψυχαί Ti.Locr.99e
; ἡδοναὶ δι'αἰσθήσεων ἐπίρρυτοι Max.
Tyr.31.7; ἐ. δύναμις, opp. σύμφυτος, Gal.1.319.2. overflowed, moist,πεδίον X.An.1.2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίρρυτος
См. также в других словарях:
αἰσθήσεων — αἰσθήσεω̆ν , αἴσθησις sense perception fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μοντεσόρι, Μαρία — (Maria Montessori, Κιαραβάλε, Ανκόνα 1870 – Νόορντβαϊκ αν Ζέε, Ολλανδία 1952). Ιταλίδα παιδαγωγός. Το 1896 έγινε η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που πτυχίο ιατρικής. Έπειτα, αφού εργάστηκε ως βοηθός σε νοσοκομεία, άρχισε να ασκεί τη γενική ιατρική.… … Dictionary of Greek
ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… … Dictionary of Greek
Πλωτίνος — (Λυκόπολις, Αίγυπτος 205 – Ρώμη 270). Έλληνας φιλόσοφος, είναι ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της νεοπλατωνικής σχολής. Μαθητής του Αμμώνιου Σακκά στην Αλεξάνδρεια, συνόδευσε τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ’ στην εκστρατεία του εναντίον των Περσών, για να… … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
αισθησιοκρατία ή αισθησιαρχία — Γνωσιολογική θεωρία που όχι μόνο αρνείται, κατά τον τρόπο του εμπειρισμού, την ύπαρξη γνωστικών αρχών οι οποίες δεν προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και θεωρεί ως μοναδική πηγή της γνώσης την αίσθηση. Όσο κι αν ο όρος α. δεν υιοθετήθηκε στο… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο … Dictionary of Greek
αισθητός — ή, ό (Α αἰσθητός, ή, όν και ός, όν) ο αντιληπτός διά μέσου τών αισθήσεων (αντίθετα προς το νοητός) νεοελλ. 1. ικανός, σημαντικός, μεγάλος 2. αξιοπρόσεκτος, ευδιάκριτος, φανερός, σαφής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσθητόν αυτό που υποπίπτει στις… … Dictionary of Greek
διόραση — Όρος που χαρακτηρίζει όλα τα φαινόμενα τα οποία συντελούνται χωρίς τη μεσολάβηση των αισθήσεων και τα οποία εκδηλώνονται χωρίς το νοούν υποκείμενο να δέχεται τη δράση συνειδητών ή μη ενεργειών που προέρχονται από άλλα πρόσωπα. Η δ., η οποία… … Dictionary of Greek