-
1 αναρροφεω
-
2 απορροφεω
-
3 επιρροφεω
-
4 καταρροφεω
-
5 προσεπιρροφέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσεπιρροφέω
-
6 ἐπίρρυτος
A running,ὕδατα Thphr.CP3.8.3
, HP5.9.5; of food, infused into the body, τροφῆς νάματα ἐ. Pl.Ti. 80d; of sight, infused from the sun, Id.R. 508b;ψυχαί Ti.Locr.99e
; ἡδοναὶ δι'αἰσθήσεων ἐπίρρυτοι Max.
Tyr.31.7; ἐ. δύναμις, opp. σύμφυτος, Gal.1.319.2. overflowed, moist,πεδίον X.An.1.2.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίρρυτος
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Русский