-
41 δαιμόνοιν
δαίμωνgod: masc /fem gen /dat dual -
42 δαιμόνων
δαίμωνgod: masc /fem gen plδαιμονάωto be under the power of a: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)δαιμονάωto be under the power of a: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
43 δαίμονα
δαίμωνgod: masc /fem acc sg -
44 δαίμονας
δαίμωνgod: masc /fem acc pl -
45 δαίμονε
δαίμωνgod: masc /fem nom /voc /acc dual -
46 δαίμονες
δαίμωνgod: masc /fem nom /voc pl -
47 δαίμονι
δαίμωνgod: masc /fem dat sg -
48 δαίμονος
δαίμωνgod: masc /fem gen sg -
49 δαίμοσι
δαίμωνgod: masc /fem dat pl -
50 δαίμοσιν
δαίμωνgod: masc /fem dat pl -
51 δέ
δέ (the following combinations are to be found elsewhere: μέν δέ v. μέν. τε δέ v. τε δὲ δή v. δή. δ' ὦν v. ὦν. δέ τοι v. τοι. δὲ καί v. also καί. δαὖτε v. also αὖτε. δαὖ v. αὖ. δἄρα v. ἄρα. Since δέ is normallv used in a purely connective capacity, a decision between progressive and adversative δέ must often be arbitrary.)1 adversative.a opposing one sentence to what precedes (*, = following negative sentence)ἰδοῖσα δ O. 2.41
λείφθη δὲ O. 2.43
μαθόντες δὲ O. 2.87
κρύψε δὲ O. 6.31
μαντεύσατο δ O. 7.32
ἔστι δὲ O. 8.77
φέροις δὲ O. 9.41
ἕπεται δ O. 13.47
ἐξίει δ *P. 1.91χρὴ δὲ P. 2.34
, P. 2.88φέρειν δ P. 2.93
ἁδόντα δ P. 2.96
“ πεύθομαι δ” P. 4.38κλέπτων δὲ P. 4.96
ἐσσὶ δ P. 4.269
φαντὶ δ P. 4.287
λῦσε δὲ P. 4.291
εἰμὶ δ P. 8.29
ἔλπομαι δ P. 11.55
πειρῶντι δὲ P. 10.67
ἐλᾷ δὲ N. 3.74
ἔστι δ N. 3.80
διείργει δὲ N. 6.2
εἴργει δὲ *N. 7.6τυχεῖν δ N. 7.55
χρὴ δ' Pae. 2.56
θνᾴσκει δὲ fr. 121. 4. πέφνε δὲ fr. 135.Χάρις δ O. 1.30
ἁμέραι δ O. 1.33
αἰὼν δ (v. l. τ) O. 2.10λάθα δὲ O. 2.18
πένθος δὲ O. 2.23
ῥοαὶ δ *O. 2.33 πολλοὶ δὲ *O. 6.11τεθμὸς δὲ O. 8.25
Ἑρμᾶ δὲ O. 8.91
νεῖκος δὲ O. 10.39
ἀστῶν δ P. 1.84
ἀμφοτέροισι δ P. 1.99
ἑτέροισι δὲ P. 2.52
στάθμας δὲ *P. 2.90αἰὼν δ P. 3.86
παυροῖς δὲ P. 3.115
Μοῖραι δ P. 4.145
πόνων δ *P. 5.54 φάει δὲ *P. 6.14βία δὲ P. 8.15
δαίμων δὲ P. 8.76
βαιὰ δ P. 9.77
πατὴρ δὲ P. 9.11
ναυσὶ δ P. 10.29
φθονεροὶ δ P. 11.54
φθονερὰ δ N. 4.39
ἄλλοισι δ N. 4.91
τιμὰ δὲ N. 7.31
ἐλπίδες δ N. 11.22
κερδέων δὲ N. 11.47
πάντα δ I. 1.60
αἰὼν δὲ I. 3.17
δαίμων δ I. 7.43
ματρὸς δὲ Pae. 2.29
κέντρον δὲ fr. 180. 3.ἴσαις δὲ O. 2.61
ὑγίεντα δεἴ τις O. 5.23
ἀκίνδυνοι δ O. 6.9
ἄλλα δ O. 8.12
τερπνὸν δ O. 8.53
ἄγνωμον δὲ O. 8.60
κεῖνα δὲ O. 8.62
εὐανθέα δ P. 2.62
ἀδύνατα δ P. 2.81
“ σὸν δἄνθος” P. 4.158πότνια δ P. 4.213
εὐδαίμων δὲ P. 10.22
μυριᾶν δ *N. 3.42ἑκόντι δ N. 6.57
πὰν δὲ N. 10.29
ἀρχαῖαι δ N. 11.37
Πανελλάνεσσι δ *I. 4.29ἰατὰ δ I. 8.15
ματαίων δὲ Pae. 4.34
ἐμπείρων δὲ fr. 110. σφετέραν δαἰνεῖ fr. 215. 3.ὡς δ O. 1.46
εἰ δὲ O. 1.64
, O. 1.108ὅσοι δ O. 2.68
εἰ δ O. 3.42
ὅσσα δὲ P. 1.13
εἰ δὲ P. 3.63
, P. 3.80, P. 3.103, P. 9.50 ὅσαις δὲ *P. 10.28τῶν δ P. 10.61
εἰ δὲ P. 12.28
, N. 3.19ὃς δὲ N. 3.41
εἰ δ N. 5.19
, N. 5.50ὃς δ I. 1.50
εἰ δέ τις I. 1.67
ἐμοὶ δ O. 1.52
τὶν δ O. 10.93
ἐγὼ δὲ O. 10.97
, O. 13.49ἐμὲ δ O. 13.93
, P. 2.52τὶν δὲ P. 3.84
τὺ δ P. 8.61
ἐμοὶ δὲ P. 10.48
ἐγὼ δ N. 1.33
ἐμοὶ δ N. 4.41
ἐγὼ δὲ N. 7.20
ἐγὼ δ N. 8.38
σεῦ δ *N. 8.46ἐγὼ δὲ I. 1.32
ἄμμι δ I. 1.52
τὶν δ I. 5.17
ἐμοὶ δὲ I. 6.56
ἄμμι δ I. 7.49
ἐμοὶ δὲ Πα. 7B. 21.τοὶ δ O. 6.52
τὸν δ O. 13.92
“ τῶν δ” P. 4.41τὸν δ P. 4.101
τὸ δ P. 7.18
ὁ δὲ P. 8.48
“ τὸ δὲ” P. 8.51τά δ P. 8.76
P. 10.63 τὰν δ fr. 107a. 6 ὁ δ fr. 169. 26.τὸ δ O. 1.99
τῶν δ O. 2.15
τῶν δὲ *O. 12.9τὸν δὲ P. 1.95
ὁ δὲ P. 2.73
τὰν δ *P. 3.62τὸ δ P. 5.72
, P. 8.32ὁ δὲ P. 8.88
τὸ δὲ N. 6.55
N. 7.102ὁ δ N. 9.24
τὸ δ N. 11.43
, I. 5.19ὁ δ I. 7.39
ἐς δ O. 2.85
σὺν δὲ. O. 6.98ἀμφὶ δὲ O. 7.24
ἐν δὲ O. 7.94
ποτὶ δ P. 2.84
ἐν δαὖτε χρόνῳ P. 3.96
ἐν δ P. 8.92
σὺν δὲ N. 7.6
ἐν δ I. 5.53
ἐς δὲ fr. 133. 5. ἀνὰ δ' ἔλυσεν *N. 10.90αἰεὶ δ O. 5.15
ὅμως δὲ O. 10.9
νῦν δὲ O. 12.17
ἄλλοτε δ P. 3.103
εὐθὺς δ N. 1.54
νῦν δ I. 1.39
, I. 4.18 κρυφᾷ δὲ fr. 203. 2.b opposing one part of a sentence to the preceding negative part.μήτὦν τινι πῆμα πορών, ἀπαθὴς δαὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
ἄδικον οὔθ' ὑπέροπλον ἥβαν δρέπων, σοφίαν δ P. 6.49
καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν N. 10.74
2 progressive, connective.a connecting sentences.λάμπει δὲ O. 1.23
ἔστι δ O. 1.35
ἔχει δ O. 1.59
ἕλεν δ O. 1.88
πέποιθα δὲ O. 1.103
ἕπεται δὲ O. 2.22
φιλεῖ δὲ O. 2.26
φύονται δὲ O. 4.25
ἵκων δὲ O. 5.9
ἀρχομένου δ O. 6.3
ἀντεφθέγξατο δ O. 6.61
ἵκοντο δ O. 6.64
τιμῶντες δ O. 6.72
εἶπον δὲ O. 6.93
τεῦξαν δ O. 7.48
μνασθέντι δ O. 7.61
ἐκέλευσεν δ O. 7.64
τελεύταθεν δὲ O. 7.68
κέκληνται δὲ O. 7.76
ἄνεται δὲ O. 8.8
ἦν δὲ O. 8.19
κατακρύπτει δὲ O. 8.79
θάλλει δ O. 9.16
ἀείδετο δὲ O. 10.76
χλιδῶσα δὲ O. 10.84
τρέφοντι δ O. 10.95
ἔστι δ O. 11.2
ἐθέλοντι δ O. 13.9
δέξαι δὲ (v. l. τε) O. 13.29νοῆσαι δὲ O. 13.48
φώνασε δ O. 13.67
εὕδει δ P. 1.6
φαντὶ δὲ P. 1.52
θέλοντι δὲ P. 1.62
ἔσχον δ P. 1.65
ἔμαθε δὲ P. 2.25
καιομένα δ P. 3.44
εἶπε δ P. 4.11
ἔπταξαν δ P. 4.57
ἧλθε δέ οἱ P. 4.73
τάφε δ P. 4.95
“ δύνασαι δ” P. 4.158 “ μεμάντευμαι δ” P. 4.163πέμψε δ P. 4.178
ἔειπεν δ P. 4.229
κτίσεν δ P. 5.89
ἄγοντι δὲ P. 7.13
αὔξων δὲ *P. 8.38ῥαίνων δὲ P. 8.57
ὑπέδεκτο δ P. 9.9
γεύεται δ P. 9.35
ἔστι δ N. 2.10
ἄρχε δ N. 3.10
δάμασε δὲ N. 3.23
ἕπεται δὲ N. 3.29
λεγόμενον δὲ N. 3.52
νύμφευσε δ N. 3.56
φρονεῖν δ N. 3.75
δέξαιτο δ N. 4.11
χαίρω δ N. 5.46
χρὴ δ N. 5.49
πέταται δ N. 6.48
ἀναπνέομεν δ N. 7.5
πέσε δ N. 7.31
ἐὼν δ N. 7.64
μαθὼν δὲ N. 7.68
δύνασαι δὲ N. 7.96
ἔβλαστεν δ N. 8.7
αὔξεται δ N. 8.40
χαίρω δὲ N. 8.48
ἔστι δ N. 9.6
ἔστι δὲ N. 10.20
ἐκράτησε δὲ N. 10.25
ἕπεται δὲ N. 10.37
μεταμειβόμενοι δ N. 10.55
λάμπει δὲ I. 1.22
ἔστιν δ I. 4.31
κρίνεται δ I. 5.11
κλέονται δ I. 5.27
τετείχισται δὲ I. 5.44
φέρε δεὔμαλλον μίτραν I. 5.62
φλέγεται δὲ I. 7.23
ἔτλαν δὲ I. 7.37
παυσάμενοι δ *I. 8.7χρὴ δὲ I. 8.15
εἶπε δ I. 8.31
ἰόντων δ I. 8.41
ἔραται δέ Pae. 6.58
ἐπεύχομαι δ' Πα. 7B. 15. πεφόρητο δ' Πα. 7B. 49.ἐνέθηκε δὲ Pae. 8.82
ἔειπε δὲ[ Πα. 8A. 23.κατακρίθης δὲ Pae. 16.5
λέγοντι δὲ Δ. 1. 1. τρέχετο δὲ fr. 74. εὕδει δὲ fr. 131b. 3. μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δἐγώ fr. 150. λαβὼν δ fr. 169. 20. λάμπει δὲ fr. 227. 2. κόρῳ δ *O. 1.56ἄνθεμα δὲ O. 2.72
Μοῖσα δ O. 3.4
ξείνων δ O. 4.4
χεῖρες δὲ O. 4.25
βασιλεὺς δ O. 6.47
Οὐρανὸς δ O. 7.38
Ὀρσοτρίαινα δ O. 8.48
πατρὶ δὲ O. 8.70
λαοὶ δ O. 9.46
κείνων δ (δ del. Schr.) O. 9.53τόλμα δὲ O. 9.82
φῶτας δ O. 9.91
μία δ O. 9.106
ἀρχαῖς δὲ O. 10.78
πολλὰ δ O. 12.10
πατρὸς δὲ O. 13.35
κῆλα δὲ P. 1.12
κίων δ P. 1.19
στρωμνὰ δὲ P. 1.28
ἄνδρα δ P. 1.42
χάρμα δ P. 1.59
ἄλλοις δέ P. 2.13
θεῶν δ P. 2.21
εὐναὶ δὲ P. 2.35
βουλαὶ δὲ P. 2.65
ψευδέων δ P. 3.29
δαίμων δ P. 3.34
βάματι δ P. 3.43
Διὸς δ P. 3.95
ἐσθὰς δ P. 4.79
φὴρ δέ P. 4.119
δράκοντος δὲ P. 4.244
πολλοῖσι δ P. 4.248
θεράπων δέ οἱ P. 4.287
σοφοὶ δέ τοι P. 5.12
νόῳ δὲ P. 6.47
Μεγάροις δ P. 8.78
“ φόβῳ δ” P. 9.32θαλάμῳ δὲ P. 9.68
ἀρεταὶ δ P. 9.76
πατρὸς δ P. 10.2
ἅρμα δ N. 1.7
ἀρχαὶ δὲ N. 1.8
Ἀχάρναι δὲ N. 2.16
διψῇ δὲ N. 3.6
Λαομέδοντα δ N. 3.36
σώματα δ N. 3.47
βοὰ δὲ N. 3.67
ῥῆμα δ N. 4.6
ἴυγγι δ N. 4.35
Θεανδρίδαισι δ N. 4.73
ὕμνος δὲ N. 4.83
πότμος δὲ N. 5.40
ἔργοις δὲ N. 7.14
σοφοὶ δὲ N. 7.20
σοφία δὲ N. 7.23
φυᾷ δ N. 7.54
Διὸς δὲ N. 7.80
βασιλῆα δὲ N. 7.82
παίδων δὲ παῖδες N. 7.100
χρεῖαι δ N. 8.42
ἀρχοὶ δὲ N. 9.14
Ἰσμηνοῦ δ N. 9.22
παῦροι δὲ N. 9.37
ἡσυχία δὲ N. 9.48
Σικυωνόθε δ N. 10.43
Κάστορος δ N. 10.49
“ παῦροι δ” N. 10.78Ζεὺς δ N. 10.79
λύρα δὲ N. 11.7
ἄνδρα δ N. 11.11
προμαθείας δ N. 11.46
μελέταν δ I. 5.28
Λάμπων δὲ I. 6.66
γλῶσσα δ I. 6.72
ἐπέων δὲ I. 8.46
Αἰολίδαν δὲ fr. 5.Παιὰν δὲ Πα. 2. 3,, 1. κείνοις δ' Pae. 2.68
τέρας δ Pae. 4.39
ἤτορι δὲ Pae. 6.12
Ἰλίου δὲ Pae. 6.81
ἀμφιπόλοις δὲ Pae. 6.117
ὑδάτεσσι δ Pae. 6.134
γνώμας δ Pae. 14.39
Ὀλυμ]πόθεν δέ Δ.. 3. πέτραι δ Δ... ἁνδρὸς δ Παρθ. 2. 3. ἀσκὸς δ fr. 104b. 4. πολλὰ δ fr. 111. 2. ὀδμὰ δ' Θρ... πυρὶ δ fr. 168. 3.ἑπτὰ δ O. 6.15
μελίφθογγοι δ O. 6.21
κυρίῳ δ O. 6.32
τερπνᾶς δέπεὶ O. 6.57
ἁδύλογοι δὲ O. 6.96
ἀγαθαὶ δὲ O. 6.100
ἐμῶν δ O. 6.105
τοῦτο δ O. 7.25
πολλαὶ δ O. 8.13
ἐσλὰ δ O. 8.84
ὀξείας δὲ O. 8.85
πτερόεντα δ O. 9.11
ἀγαθοὶ δὲ O. 9.28
ἄλλαι δὲ O. 9.86
ταύτᾳ δὲ O. 10.51
ἀφθόνητος δ O. 11.7
ἄμαχον δὲ O. 13.13
δύο δ O. 13.32
κελαινῶπιν δ P. 1.7
ναυσιφορήτοις δ P. 1.33
ἀψευδεῖ δὲ P. 1.86
εὐανθεῖ δ P. 1.89
πολλὰν δ P. 3.36
αἴθων δὲ P. 3.58
εἴκοσι δ P. 4.104
“ Κρονίδᾳ δὲ” P. 4.115 “ τρίταισιν δ” P. 4.143 ταχέες δ (δ del. Boeckh) P. 4.179χαλκέαις δ P. 4.226
ὀρθὰς δ P. 4.227
μεγάλαν δ P. 5.98
γλυκεῖα δὲ P. 6.82
νέᾳ δ P. 7.18
τέτρασι δ P. 8.81
ὠκεῖα δ P. 9.67
χρυσοστεφάνου δὲ P. 9.109
Ἰσμήνιον δ P. 11.6
κακολόγοι δὲ P. 11.28
ξυναῖσι δ (om. Tricl.) P. 11.54μεγάλων δ N. 1.11
ἁδυμελεῖ δ N. 2.25
χαρίεντα δ N. 3.12
καματωδέων δὲ *N. 3.17ποτίφορον δὲ N. 3.31
συγγενεῖ δέ N. 3.40
ξανθὸς δ N. 3.43
κραγέται δὲ N. 3.82
τυφλὸν δ N. 7.23
ποτίφορος δ N. 7.63
ἀγαπατὰ δὲ N. 8.4
μέγιστον δ N. 8.25
χρυσέων δ N. 8.27
κενεᾶν δ N. 8.45
θεσπεσία δ *N. 9.7κρέσσων δὲ N. 9.15
ἀργυρέαισι δὲ N. 9.51
ὕπατον δ N. 10.32
λαιψηροῖς δὲ N. 10.63
“ τόνδε δ” N. 10.80ἀπροσίκτων δ N. 11.48
μυρίαι δ I. 6.22
ἁδεῖα δ I. 6.50
ἀμνάμονες δὲ I. 7.17
θνατᾶς δ fr. 61. 5. σειρῆνα δὲ Παρθ. 2. 13. πιοστὰ δ' Παρθ. 2. 3. ἀκλεὴς δ (om. codd.: supp. Boeckh) fr. 105b. 3.εἰ δὲ O. 2.56
, O. 6.77, O. 8.54οἷον δ O. 9.89
εἰ δὲ O. 11.2
, O. 13.105, P. 3.110ὅσσα δὲ N. 2.17
εἰ δ N. 4.13
, N. 7.11, N. 7.86, N. 7.89, I. 1.41, I. 5.22τὰ δ N. 4.91
οἷοι δ I. 9.6
εἰ δέ τις Pae. 2.31
οἷσι δὲ (Boeckh: γὰρ ἂν codd.) fr. 133. 1.ἐμὲ δὲ O. 1.100
τὶν δὲ O. 5.7
ὔμμιν δὲ O. 13.14
τὺ δὲ P. 2.57
τὶν δὲ P. 4.275
σὲ δ P. 5.14
σεῦ δ N. 1.26
ἐγὼ δὲ N. 3.11
τὺ δ N. 5.41
ἐγὼ δ I. 6.16
τὺ δέ I. 7.31
τὶν δὲ Pae. 3.13
ἐμοὶ δ' Pae. 4.52
ὁ δ O. 7.10
τὰ δ O. 13.101
O. 13.106 ὁδὲ P. 1.8
οἱ δ P. 4.133
τῶν δ P. 4.277
τὸν δὲ P. 9.38
ὁ δὲ P.9.107. “ ταὶδ” P. 9.62τὰ δ N. 9.42
τοὶ δ N. 10.66
, I. 8.45 ἁ δὲ fr. 130. 6.τὸ δὲ O. 1.93
, O. 2.51αἱ δὲ O. 7.30
τὸ δὲ O. 10.55
ὁ δὲ P. 1.35
τὸ δὲ P. 1.99
τὸν δὲ P. 2.40
P. 3.108ἁ δὲ P. 3.114
τὸν δὲ P. 4.184
ὁ δ P. 5.60
τὸ δ P. 5.85
ὁ δὲ P. 9.78
τῶν δ P. 10.19
αἱ δὲ N. 4.2
ὁ δὲ N. 7.67
τὸ δὲ I. 7.47
τὰ]ν δὲ Pae. 1.9
ὁ δὲ Pae. 2.66
τὸ δὲ Pae. 4.32
ἐν δὲ O. 7.5
, O. 7.43ἄτερ δ O. 9.44
ἐν δὲ O. 13.22
, O. 13.40σὺν δ P. 1.51
ἐν δ P. 2.41
ἐκ δ P. 2.46
“ ἐν δὲ” P. 4.88ἐς δ P. 4.188
σὺν δ P. 4.221
ἐν δὲ P. 4.291
σὺν δ P. 9.115
ἐν δ P. 10.71
ἐκ δὲ N. 10.44
ἂν δ fr. 33d. 7, fr. 119. 1. σὺν δ fr. 122. 9. πρὸς δ fr. 123. 6.οὕτω δὲ O. 2.35
ἠυ δὲ O. 5.16
ἄλλοτε δ O. 7.11
ἀπάτερθε δ O. 7.74
μάλα δὲ O. 10.87
νῦν δ O. 13.104
οὕτω δ P. 1.56
εὖ δ P. 1.99
ἁμᾶ δ P. 3.36
τάχα δ P. 4.83
αἶψα δ P. 4.133
ἀκᾷ δ P. 4.156
τάχα δὲ P. 4.171
ἄτερθε δὲ P. 5.96
οὕτω δὲ P. 8.93
“ νῦν δ” P. 9.55οὕτω δ P. 9.117
ταχὺ δ P. 10.51
θαμὰ δ N. 1.22
μάλα δ N. 7.10
ἅμα δ fr. 74. ἔνθεν δὲ fr. 119. 2. ταχέως δ fr. 169. 24.b in enumeration, narration, simm. ὁ δ' ἐμὲ δ κράτει δὲ — O. 1.73—8. ἔργα δὲ ἦν δὲ δαέντι δὲ καὶ φαντὶ δ', ἁλμυροῖς δ, ἀπεόντος δ —. O. 7.52—8. γλαυκοὶ δὲ, οἱ δύο μὲν, αὖθι δ'. εἷς δ ἔννεπε δ — O. 8.37—41. ἔχεν δὲ, μάτρωος δὲ. πόλιν δ'. ἀφίκοντο δὲ. υἱὸν δὲ — O. 9.61—9. τὰ δὲ. σύνδικος δ'. τὸ δὲ. πολλοὶ δὲ. ἄνευ δὲ — O. 9.94—103. τράπε δὲ. πύκτας δ'. θάξαις δὲ. ἄπονον δ. ἀγῶνα δ, πέφνε δ. λόχμαισι δὲ — O. 10.15—30. ἀνὰ δ'. παρκείμενον δὲ. ἐνυπνίῳ δ. τελεῖ δὲ. ἀναβαὶς δ. σὺν δὲ — O. 13.72—87. “δώδεκα δὲ. τουτάκι δ'. φιλίων δ. φάτο δ. γίνωσκε δ. ἂν δ —” P. 4.25—34. ἐσσύμενοι δ'. τῶν δ. πραὺν δ — P. 4.135—6. ἐπεὶ δ'. ἐκ νεφέων δὲ. λαμπραὶ δ. ἀμπνοὰν δ. κάρυξε δ. εἰρεσία δ. σὺν Νότου δ. φοίνισσα δὲ. ἐς δὲ κίνδυνον — P. 4.191—207. πῦρ δὲ. σπασσάμενος δ'. ἴυξεν δ. πρὸς δ. αὐτίκα δ. ἔλπετο δ — P. 4.233—43. ὁ δ'. Μεσσανίου δὲ. χαμαιπετὲς δ. αὐτοῦ μένων δ — P. 6.33—8. κέρδος δὲ. βία δὲ. δμᾶθεν δὲ. ἔπεσε. τελέαν δ — P. 8.13—24. Μοῖσα δ'. παντᾷ δὲ. νόσοι δ. πόνων δὲ. θρασείᾳ δὲ. ἁγεῖτο δ — P. 10.37—45. ἔσταν δ'. λέλογχε δὲ. τέχναι δ. χρὴ δ — N. 1.19—25. ταχὺ δὲ. ἐν χερὶ δ'. ἔστα δὲ. παλίγγλωσσον δέ. γείτονα δ. ὁ δέ — N. 1.51—61. ἐν δ'. Θέτις δὲ. Νεοπτόλεμος δ. Παλίου δὲ. τὰ Δαιδάλου δὲ. ἄλαλκε δὲ. πῦρ δὲ. εἶδεν δ — N. 4.49—66. πρόφρων δὲ. ἐν δὲ. αἱ δὲ. ψεύσταν δὲ. τὸ δ'. τοῖο δ. εὐθὺς δ. ὁ δ — N. 5.22—34. ὁ δ' Μολοσσίᾳ δ. ᾤχετο δὲ. βάρυνθεν δὲ. ἐχρῆν δέ — N. 7.36—44. νεαρὰ δ'. ὄψον δὲ. ἅπτεται δ. χειρόνεσσι δ —. N. 8.20—2. πατρὶ δ — (Heyne: τ codd.) θρέψε δ'. ὁ δ — N. 10.12—3. Ζεὺς δ'. ἅμα δ. χαλεπὰ δ. ταχέως δ — N. 10.71—3. Ζεῦ, μεγάλαι δ'. ζώει δὲ. πλαγίαις δὲ. εὐκλέων δ. ἔστι δὲ. τὰ δὲ. ἀνδρῶν δ — I. 3.4—13. εἷλε δὲ. πέφνεν δὲ, σφετέρας δ — I. 6.31—3. ἐν δὲ, ἄγγελλε δὲ. νῦν δαὖ Πα. 2.. νέφεσσι δ'. περὶ δ. ἐπεὶ δ Πα... ἔλαμψαν δ. τελέσαι δ. ἐφθέγξαντο δ Πα. 12. 1. ῥίμφα δ. ὁ δὲ. ἐμὲ δ — N. 2.19—23. τιμαὶ δὲ. παντὶ δ'. ὁ δὲ. φιλέων δ Παρθ. 1.. πολλὰ δ. τέλος δ. αἰὼν δὲ — fr. 111. 2—5. ἐν δ', παρὰ ναῦν δὲ. κάπρῳ δὲ — fr. 234. 2. connecting imperatives. δίδοι φωνάν, ἀνὰ δἱστία τεῖνον, πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίου φθέγξαι ἑλεῖν — ἀρετάν, προθύροισιν δΑἰακοῦ ἀνθέων ποιάεντα φέρε στεφανώματα (Wil.: φέρειν codd.) N. 5.51—4.c connecting subordinate clauses.ὅτε σύτο, κράτει δὲ προσέμειξε O. 1.22
φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται, ἐν δὲ θῆκε O. 7.5
ἁνίκ' ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδε δέ μιν (Hermann: τε codd.) O. 9.31 ἔλπομαι μὴ βαλεῖν ἔξω, μακρὰ δὲ ῥίψαις ἀμεύσασθ' ἀντίους *P. 1.45ἀλλ' ἐπεὶ τείχει θέσαν, σέλας δ ἀμφέδραμεν P. 3.39
ὁπόθ' Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν, ὁ δὲ Νηρέος εὐβούλου Θέτιν παῖδα P. 3.92
ὄφρα ἀφέλοιτ' αἰδῶ, ποθεινὰ δ Ἑλλὰς δονέοι P. 4.218
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν αἰσχύνοι δὲ P. 4.264
διαγγέλοισ, ὅτι νίκη ἐκ δὲ Κρόνου Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
εἰ δὲ μάρνασαι, πάντων δὲ νοεῖς ἀποδάσσασθαι ἴσον N. 10.86
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον ἄλλοισι δἐμπίπτων γελᾷ I. 1.68
ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων, ἕλον δ Ἀμύκλας I. 7.14
τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν, μάκαρες δἐν Ὀλύμπῳ χθονὸς ἄστρον fr. 33c. 5. ἁνίκ' οἴχονται μέριμναι πελάγει δ ἐν πολυχρύσοιο πλούτου πάντες ἴσᾳ νέομεν fr. 124. 6.d connecting parts of sentences.ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις O. 2.62
μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοὰν O. 8.7
ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
πόλλἄνω, τὰ δαὖ κάτω O. 12.6
οἶκον ἥμερον ἀστοῖς ξένοισι δὲ θεράποντα (v. 1. τε) O. 13.3ἐν Ἀθάναισι τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις, Ἑλλώτια δ ἑπτάκις O. 13.40
Ζηνὸς υἱοὶ τρεῖς δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες P. 4.172
κεῖνος γὰρ ἐν παισὶν νέος, ἐν δὲ βουλαῖς πρέσβυς P. 4.282
βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις, τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν ὕπνον ἀναλίσκοισα P. 9.23
“θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον, Ζῆνα καὶ ἁγνὸν Ἀπόλλων' Ἀγρέα καὶ Νόμιον, τοῖς δ Ἀρισταῖον καλεῖν” P. 9.65ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
πεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος Νεμέᾳ δὲ τρεῖς N. 6.20
χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον N. 8.37
αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39
μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος, προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ I. 4.53
τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου I. 5.18
ἄραντο γὰρ νίκας τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.61
εἴπερ τριῶν Ἰσθμ(οῖ), Νεμλτ;έγτ;αλτ;ι δγτ;ὲ δυ[οῖν (supp. Lobel e Σ.) fr. 6a. h. ὃς ἀνα[ίνετο] αὐταρχεῖν, πολίων δ' ἑκατὸν πεδεχεῖν Πα. 4. 37, similarly, connecting subordinate infinitives, O. 13.80, N. 7.46, N. 9.31 νίκαις, αἷς ἐν ἀιόνεσσιν Ὀγχη[στοῦ κλυ]τᾶς, ταῖς δὲ ναὸν Ἰτωνίας [] ἐκόσμηθεν Παρθ. 2.. θεῷ δὲ δύνατον ὄρσαι φάος, κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι fr. 108b. 3. irregularly coordinating:τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ, μῆτιν δ' ἀλώπηξ I. 4.65
e in anaphora.ἴσαις δὲ, ἴσαις δ O. 2.62
ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδεν δὲ (Hermann: τε codd.) O. 9.32πέφνε Κτέατον ἀμύμονα, πέφνε δ' Εὔρυτον O. 10.28
ἔστιν. ἔστιν δ O. 11.2
ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος, ἐν δ Ἄρης ἀνθεῖ O. 13.22
τίς γὰρ ἀρχὰ, τίς δὲ κίνδυνος P. 4.71
τὺ γὰρ. τὺ δ P. 8.8
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξένων P. 9.108
cf.πολλὰ μὲν πολλὰ δὲ P. 9.123
—5.Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἶμα, σέο δ' ἀγών N. 3.65
—μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα I. 7.32
χρὴ δ'. χρὴ δ I. 8.15
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
“ἔα, φρήν, κυπάρισσον, ἔα δὲ νομὸν Περιδάιον Pae. 4.51
cf. Πα.. 23. ἐν δὲ. ἐν δὲ. ἐν δ' Δ. 2. 10—15.f introducing parenthesis.ὁ δ' ἐπαντέλλων χρόνος τοῦτο πράσσων μὴ κάμοι O. 8.28
ἷκεν δὲ Μιδέαθενστρατὸν ἐλαύνων O. 10.66
ἄγει δὲ χάρις P. 2.17
χόλος δ' οὐκ ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός P. 3.11
“ αἰσίαν δ” P. 4.23μόλεν Δανάας ποτὲ παῖς, ἁγεῖτο δ' Ἀθάνα, ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον P. 10.45
ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων, τὸ δὲ μόρσιμον οὐ παρφυκτόν, ἀλλ' ἔσται (Tricl.: γε codd.) P. 12.30ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι N. 2.23
κιρναμένα δ' ἔερσ ἀμφέπει N. 3.78
ἐν Πυθίοισι δὲ δαπέδοις κεῖται N. 7.34
γαστρὶ δὲ πᾶς τις ἀμύνων λιμὸν αἰανῆ τέταται I. 1.49
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
ga introducing question. θανεῖν δ' οἶσιν ἀνάγκα, τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; O. 1.82 εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον; O. 6.4 κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδάλεον τελέθει; P. 2.78 τίς δὲ κίνδυνος; P. 4.71 τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; P. 8.95 “τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν; ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας” P. 9.33 “ κούρας δ' ὁπόθεν γενεὰν ἐξερωτᾷς;” P. 9.43πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις τινός; Pae. 9.13
II following questions.τίς βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; ἐν δὲ Μοῖσ' ἁδύπνοος O. 13.22
“ποίας δ' ἀποσπασθεῖσα φύτλας ; γεύεται δ ἀλκᾶς” P. 9.35ἔννυχοι πάραγον κοῖται; τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον P. 11.25
III in questions, varied with asyndeton. τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2 cf.βασιλεύς, πραὺς ἀστοῖς, οὐ φθονέων ἀγαθοῖς, ξείνοις δὲ θαυμαστὸς πατήρ P. 3.71
h where δέ replaces an expected γάρ. χαλκέοισι δἐν ἔντεσι (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 4.22 ἐκ Λυκίας δὲ (ἀντὶ τοῦ γάρ. Σ.) O. 13.60Πυθιάδος δ P. 1.32
ἔστι δὲ P. 3.21
βαρὺ δέ σφιν νεῖκος N. 6.50
φλέγεται δ N. 10.2
ἐκ δὲ N. 11.19
The Σ also comment ἀντὶτοῦ γάρ: O. 2.58, O. 6.3, P. 3.12, but δέ often contains a notion of explanation.i introducing an appositive phrase. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοιἕκ τ' Ἄργεος, ἔκ τε Θηβᾶν, οἱ δ Ἀρκάδες οἱ δὲ καὶ Πισᾶται O. 9.68
3 apodotic. εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν (v. 1. γε) O. 3.43 [δ codd.: del. Er. Schmid sec.Σ. P. 11.56
]4 where δέ does not occupy second position in the sentence.I following a vocative.υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ O. 1.36
Ἁγησία, τὶν δ O. 6.12
δέσποτα ποντόμεδον, εὐθὺν δὲ πλόον O. 6.103
Τιμόσθενες, ὔμμε δὲ O. 8.15
Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ P. 1.67
ὦ μάκαρ υἱὲ Πολυμνάστου, σὲ δ P. 4.59
Ἀλεξιβιάδα, σὲ δ P. 5.45
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ P. 8.67
Ἄπολλον, γλυκὺ δ P. 10.10
Μοῖσα, τὸ δὲ τεὸν P. 11.41
Ἁγησιδάμου παῖ, σέο δ N. 1.29
ὦ Τιμόδημε, σὲ δ N. 2.14
Θεαρίων, τὶν δ N. 7.58
ὦ μάκαρ, τὶν δ N. 7.95
ὦ Μέγα, τὸ δ N. 8.44
Ζεῦ, μεγάλαι δ I. 3.4
II following a prep.πρὸς εὐάνθεμον δ' ὅτε φυὰν O. 1.67
ἐπ' ἄλλοισι δ ἄλλοι (ἐπ om. codd.: supp. byz.: alia alii) O. 1.113πρὸς Πιτάναν δὲ O. 6.28
περὶ θνατῶν δ O. 6.50
ἀν' ἵπποισι δὲ O. 10.69
ἐκ θεοῦ δ O. 11.10
ἐξ ὀνείρου δ O. 13.66
ἀντὶ δελφίνων δ P. 4.17
ἐν δαιτὸς δὲ μοίρᾳ P. 4.127
ἐξ Ἀπόλλωνος δὲ P. 4.17
b.ἐκ νεφέων δὲ P. 4.197
σὺν Νότου δ' αὔραις P. 4.303
ἐς φᾶσιν δ P. 4.211
ἀνὰ βωλακίας δ P. 4.228
κατὰ λαύρας δ P. 8.86
ἐν χερὶ δ N. 1.52
ἐκ μιᾶς δὲ N. 6.1
σὺν θεοῦ δὲ τύχᾳ N. 6.24
ἐκ πόνων δ N. 9.44
ἐν λόγοις δ N. 11.17
ἐν σχερῷ δ N. 11.39
ἐν Κρίσᾳ δ I. 2.18
σὺν Ὀρσέᾳ δέ I. 4.72
σὺν Χάρισιν δ I. 5.21
ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων I. 8.6
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις” *I. 8.44σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ I. 9.1
ἐν χρόνῳ δ fr. 33b. ἐν ἔργμασιν δὲ fr. 38.πρὸ πόνων δὲ Pae. 6.90
III following article with adj., part., prep., simm.ὁ μέγας δὲ κίνδυνος O. 1.81
ὁ νικῶν δ O. 1.97
τὸ πόρσω δ O. 3.44
τὸ διδάξασθαι δέ τοι O. 8.59
αἱ δύο δἀμπλακίαι P. 2.30
τὸ πλουτεῖν δὲ P. 2.56
ἐν πάντα δὲ νόμον P. 2.86
ὁ Βάττου δ P. 5.55
τὰ μακρὰ δ N. 4.33
τᾷ Δαιδάλου δὲ (τε coni. Schr.) N. 4.59 ταὐτὰ δὲ *N. 7.104ὁ πονήσαις δὲ I. 1.40
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δὲ I. 1.58
ὁ κινητὴρ δὲ γᾶς I. 4.19
τὰν Ψαλυχιαδᾶν δὲ πάτραν I. 6.63
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις I. 7.43
τῷ παρέοντι δ fr. 43. 4. ὁ ζαμενὴς δ' ὁ χοροιτύπος fr. 156. ἁ Μειδύλου δ fr. 190.IV following two emphatically connected words. φιλεῖ δὲ, μάλα φιλεῖ δὲ (post μάλα distinxerunt codd.: corr. Bergk) O. 2.27 αὐτοῦ μένων δ' ὁ θεῖος ἀνὴρ (post αὐτοῦ distinxerunt codd.: corr. Heyne: δ del. Bergk) P. 6.38 τῶν νῦν δὲ (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 < οὐ πενθέων δ> (supp. Blass e Plutarcho) Πα... νηλεεῖ νοῷ δ fr. 177e.V for metrical convenience? παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου (δ supp. Mosch.: om. codd.) O. 10.995 beginning fragments, where its value is obscure. fr. 2. 1, fr. 6. a. d, fr. 33a. 3, fr. 44, Πα. 2. 3,, Πα. 7B. 14, Πα. 12., Πα. 13a. 18, Πα. 13c. 5, Πα. 1. 31, 3, Πα. 1., Πα. 2. 1, Πα. 21. 1, Πα. 21. 21, fr. 60a. 3, fr. 81, Δ.. 1, Δ. 4. 46, fr. 74, fr. 108a. 1, b. 1, fr. 110, fr. 121, fr. 124c, fr. 177f, fr. 179, fr. 185, fr. 215. 2, fr. 215b. 4, fr. 219, 227, 233, 236, 237, 260. 2, 5, Θρ.. 2, Θρ. 6. 7, fr. 131a, fr. 135, fr. 153, fr. 166. 1, fr. 169. 49, fr. 177c. -
52 δαίμον'
δαίμονα, δαίμωνgod: masc /fem acc sgδαίμονι, δαίμωνgod: masc /fem dat sgδαίμονε, δαίμωνgod: masc /fem nom /voc /acc dual -
53 ἐπισεύω
A put in motion against, set on,μὴ.. μοι κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων Od.5.421
; δμῶαςἐπισσεύας 14.399
: metaph., ; ;κῆρας AP7.439
(Theodorid.).II. mostly [voice] Pass., hurry or hasten to or towards, ἐπεσσεύοντοδὲ λαοί Il.2.86
;ἔς τινα 13.757
; ἐπεσσεύοντο νομόνδε to pasture, 18.575; νῆάδ' (so Aristarch.)ἐπεσσεύοντο Od.13.19
; in hostile sense, rush upon or at, c. dat.,νηυσὶν ἐπισσεύεσθαι Il.15
347.2. freq. in [tense] pf. part. [voice] Pass. ἐπεσσύμενος, with [ per.] 3sg. [tense] plpf. ἐπέσσῠτο (used as an [tense] aor.): [ per.] 3pl. [tense] aor. 1ἐπέσσῠθεν Opp.C.4.136
:—mostly in hostile sense, charge,ἐπέσσυτο δαίμονι ἶσος Il.5.438
, al.; ἰῷ ἐπεσσύμενον βάλε τείχεος ὑψηλοῖο struck him with an arrow from the wall as he rushed on, 12.388: c. dat.,αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο 5.459
, cf. 21.227: c. acc.,τεῖχος ἐπεσσύμενοι 12.143
: c. gen., ἐπεσσύμενος πεδίοιο rushing, hurrying over the plain, 14.147, 22.26 (cf. διαπράσσω); also of fire, etc., ἠΰτε πῦρ, τό τ' ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν..φλεγέθει 17.737
;κῦμα δεινὸν ἐπεσσύμενον Od.5.314
, cf. 431: also, without any hostile sense, to express rapid motion, c. dat., ὥς οἱ..ὄνειρον ἐπέσσυτο 4.841
: c. acc., ὡς πνοιὴ ἐπέσσυτο δέμνια swept over them, 6.20: c. inf., ἐπέσσυτο διώκειν he hasted on to follow, Il.21.601, cf. A.R.1.758: abs.,χερσὶν ἐπεσσύμενος λάβε πέτρης Od.5.428
;ἐπεσσύμενος λάβε γούνων 22.310
.3. metaph., to be in excitement or agitation,εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυται Il.1.173
;θυμὸς ἐ. ὄφρ' ἐπαμύνω 6.361
: c. inf.,μοι ἐπέσσυτο θυμὸς.. τέρπεσθαι 9.398
.—[dialect] Ep. word, used occasionally by Trag., only in lyr. (exc. S.Ichn.21,43),πέδον ἐπισύμενος A.Eu. 786
;ἐπέσυτο τάνδε γᾶν.. ἄτα E.Ph. 1065
; τείχεα..ἐπέσυτο φλόξ Id.Hel. 1162
; so τίς ὄρεα.. τάδ' ἐπέσυτο; Ar.Fr. 698 (parody of dithyramb).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισεύω
-
54 χράω
χράω, 1) eigtl. die Oberfläche streifen, ritzen, leicht verwunden, daher überh. verletzen, plagen, angreifen; mit dem accus. der Person und folgendem infinit., τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν sagt der Flußgott in Bezug auf den Hephästus, der seine Fluthen angreift, um ihn zu beschädigen; eben so τόδε δῶμα ἐχράετ' ἐσϑιέμεν καὶ πινέμεν, ihr fielet über das Haus her, um zu essen, Od. 21, 69; κακόν οἱ ἔχραε κοῖτον Nic. Ther. 315; bloß mit dem dat. der Person, auf Einen losstürzen, ihm Unglück bringen, Schaden zufügen, τίς τοι κακὸς ἔχραε δαίμων Od. 10, 64, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων 5, 396; und so einzeln bei sp. D., πόνος οἱ ἔχραε Agath. 23 (V, 297). In dieser Bdtg scheint also nur das imperf. bei den ep. D. vorzukommen, uncontr. (eigtl. ΧΡΆFΩ, vgl. χραύω u. γράφω). – 2) χράω, ion. χρέω, χρέουσα Her. 7, 111, ep. χρείω, Od. 8, 79 h. Apoll. 396, fut. χρήσω u. s. w., im praes. contr. χρῶ, χρᾷς, χρᾷ, bei den Tragg. auch χρῇ, Herm. Soph. El. 35, wie ἐξέχρη O. C. 87, – das Nöthige, Erforderliche darreichen, geben, als Geschenk ertheilen, τινί τι, χρήσαι, χρήσαις, Her. 3, 58. 6, 89. 7, 38 (vgl. κίχρημι); im gew. Sprachgebrauche von den Göttern und ihren Orakeln, eine Antwort geben, einen Ausspruch thun, einen Götterspruch ertheilen oder verkündigen; ὡς γάρ οἱ χρείων μυϑήσατο Φοῖβος Od. 8, 79; ἱρέα χρῆσεν Pind. P. 4, 6, die Priesterinn verkündete das Orakel; τινί, Einem ein Orakel ertheilen, Theogn. 805; φρένες οἱ ἔχραον Pind. Ol. 7, 92; χρήσω βουλὴν Διὸς ἀνϑρώποισιν, ich will Zeus' Rathschluß den Menschen verkünden, H. h. Ap. 132; Her. 1, 55. 62. 174 u. sonst; sp. D., χρήσει νημερτῆ φάτιν Lycophr. 1051; seltner in attischer Prosa, τὸν Ἀπόλλω ταύτην τὴν γῆν χρῆσαι οἰκεῖν Thuc. 2, 102, τοῦ ἐν Δελφοῖς ϑεοῦ χρήσαντος 5, 32; Pol. 8, 30, 7; Tragg.: χρήσειν ἔοικεν ἀμφὶ τῶν αὑτῆς κακῶν Aesch. Ag. 1053; Λοξίαν, χρήσαντ' ἐμοί Ch. 1016; ἔχρησας, ὥςτε τὸν ξένον μητροκτονεῖν Eum. 193 ἔχρησα ποινὰς τοῦ πατρὸς πέμψαι 194, vgl. 765; χρῇ μοι τοιαῦϑ' ὁ Φοῖβος Soph. El. 35; σοὶ δ' οὐκ ἔχρησεν οὐδέν, ὧν ἔχεις κακῶν Eur. Hec. 1268; ἔχρησ' Ἀδράστῳ Λοξίας χρησμόν τινα Phoen. 412, u. öfter; ὁ γὰρ ϑεὸς μαντευομένῳ μοὔχρησεν ἐν Δελφοῖς ποτε Ar. Vesp. 159. Dah. – a) pass. aor. ἐχρήσϑην, vom Orakel ausgesprochen, verkündet werden; χρησϑὲν παλαίφατον Pind. Ol. 2, 43; τὸ χρησϑέν, der ertheilte Orakelspruch, Her. 1, 63. 7, 178; πεύϑου τὰ χρησϑέντα Soph. O. R. 604; Eur. Ion 792; τινός, über eine Sache, s. Schäf. Soph. O. C. 535, μαντεῖ' ἄγουσα πάντα, ἃ τοῦδ' ἐχρήσϑη σώματος; Her. vrbdt auch ἐχρήσϑησαν αἱ νέες, die Schiffe waren vom Orakel angedeutet, gemeint, 7, 144; Thuc. 3, 96. – Und b) im med., fut. χρήσομαι, perf. κέχρησμαι, auch κέχρημαι, Arist. rhet. 2, 23, Her. braucht im praes. χρέομαι und χρέωμαι, χρέονται und χρέωνται, χρεόμενος und χρεώμενος, χρέεσϑαι und χρᾶσϑαι, – sich von einem Gotte oder einem Orakel eine Antwort ertheilen lassen, dah. einen Gott od. ein Orakel befragen, sich einen göttlichen Bescheid einholen; ὅϑ' ὑπέρβη λάϊνον οὐδὸν χρησόμενος Od. 7, 81; h. Apoll. 252. 292; χρᾶσϑαι περί τινος, sich über Etwas ein Orakel einholen, Her. 4, 163. 7, 220. Gewöhnlich mit dem dat. des Gottes od. Orakels, bei dem man anfragt, sich von einem Gotte od. Orakel Rath od. Bescheid holen, ψυχῇ χρησομένους Θηβαίου Τειρεσίαο, Od. 10, 492. 565. 11, 265. 23, 323; μαντηΐῳ Her. 1, 47. 53. 157 u. sonst; ψευδῆ ὑπ' οἴκτου τοῖσι χρωμένοις λέγων Eur. Phoen. 964, vgl. 961; in welcher Vrbdg man auch die folgde Bdtg »sich des Orakels bedienen«, einen Gebrauch davon machen, finden kann (es kommen von dieser Bdtg die Wörter χρησμός, χρηστήρ u. abgeleitete); χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἐν Δελφοῖς ἀνεῖλεν ὁ ϑεός Thuc. 1, 126. – 3) med. χράομαι, ion. χρέομαι, imper. χρέω, Her. 1, 155, fut. χρήσομαι, aor. ἐχρησάμην, perf. κέχρημαι, das praes. u. impf. contrahirt in η statt α, χρῇ, χρῆται, χρῆσϑαι, – sich geben, darreichen lassen, dah. haben, gew. gebrauchen, sich bedienen, benutzen, genießen, c. dat. der Sache, deren man sich bedient, die man braucht; Hom. hat vom praes. nur das part., ἕξει μιν καὶ πέντε περιπλομένους ἐνιαυτοὺς χρεώμενος (dreisylbig zu sprechen), Il. 23, 834; außerdem nur übertr., φρεσὶ γὰρ κέχρητ' ἀγαϑῇσιν, Od. 3, 266. 14, 421. 16, 398, besaß guten od. klugen Sinn und machte davon bei seinem Handeln Gebrauch; so bei den Folgenden mit dieser zweifachen Beziehung, des Besitzes einer Sache u. des Gebrauchmachens u. Nutzens; Pind. δολίαις τέχναις χρησαμένη, N. 4, 58; ἐμοί γε χρώμενος διδασκάλῳ, mich zum Lehrer habend, Aesch. Prom. 322; ἑκὼν γὰρ οὐδεὶς δουλίῳ χρῆται ζυγῷ Ag. 927; Eum. 625; ἔνϑ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται Soph. O. R. 878; νόμῳ χρῆσϑαι Ant. 213; εὐμαρείᾳ χρώμενος πολλῇ Trach. 193; ὀργῇ χρωμένη O. R. 1241, im Zorn, von Zorn aufgeregt, wie ὀργῇ, ϑυμῷ χρῆσϑαι Her. 1, 137. 155; οὐκοῦν τόδ' αἰσχρόν, εἰ βλέποντι μὲν φίλῳ χρώμεσϑ', ἐπεὶ δὲ ὄλωλε, μὴ χρώμεσϑ' ἔτι Eur. Hec. 312, vgl. Hipp. 997; ὥς γ' ἐμοὶ χρῆσϑαι κριτῇ Eur. Alc. 804; El. 374; οὐδὲν τῇ δίκῃ χρῆσϑαι ϑέλει I. A. 316; ἀπλοίᾳ χρώμενοι I. A. 88, u. öfter; ἀληϑεῖ λόγῳ, ἀληϑείᾳ χρῆσϑαι, sich wahrhafter Rede, der Wahrheit bedienen, die Wahrheit reden, Her. 1, 14. 116. 7, 101 u. sonst; λόγοις βραχυτέροις καὶ φωνῇ ἡσυχαιτέρᾳ χρ., mit kürzeren Worten und ruhigerer Stimme reden, βοῇ καὶ κραυγῇ χρ., ein Geschrei erheben, schreien, Her. 4, 134; συμφορᾷ, συντυχίᾳ, εὐτυχίᾳ χρῆσϑαι, sich in einer Glückslage befinden, Glück haben, glücklich sein, 7, 41. 1, 68; μόρῳ, sterben, 1, 117; ὁμολογίᾳ, übereinstimmen, 1, 150. 4, 118; ὠνῇ καὶ πράσει χρῆσϑαι, kaufen und verkaufen, 1, 153; νιφετῷ χρῆσϑαι, mit Schnee zu thun haben, vom Schnee leiden, Her. 4, 50; ϑείῃ πομπῇ χρησάμενος, unter göttlichem Geleit, 1, 62. 4, 152; ἁρπαγῇ χρ. 1, 5; u. so oft als Umschreibung des in dem Hauptworte liegenden Verbums; auch haben wir im Deutschen andere Verba dafür in vielerlei Vrbdgn, χειμῶνι χρ., Stürme ausstehen, ναυαγίῳ χρῆσϑαι, Schiffbruch leiden u. vgl. mehr. – Bes. auch von einer Kunst, einer Wissenschaft, oder einem Handwerke Anwendung machen, im Ggstz der Theorie; so ist ὁ τὴν ἰατρικὴν κεκτημένος der sich im Besitze der theoretischen Heilkunde befindet, ὁ τῇ ἰατρικῇ χρώμενος der die Heilkunde praktisch ausübt, oder der Kranke, der seine Zuflucht zu ihr nimmt, vgl. Schäf. Mel. p. 18; so τέχνῃ, das Handwerk treiben, Lys. 23, 7; ἐὰν ὁ ῥήτωρ τῇ ῥητορικῇ ἀδίκως χρῆται, wenn er eine ungerechte Anwendung macht, Plat. Gorg. 460 d. – Aus der att. Prosa mögen noch folgde Vrbdgn erwähnt werden: ϑαλάσσῃ χρ., d. i. beschiffen, Thuc. 1, 3; Plut. Pericl. 26; γνώμῃ χρῆσϑαι, Lys. 18, 2 u. öfter; συμφορᾷ 13, 44, u. Folgde öfter, wie Plut. Thes. 6; λόγοις πιστοτέροις ἢ ὅρκοις χρώμενος Isocr. 4, 81; τοιαύταις διανοίαις 82; τῷ ἑτέρῳ χρῶ τρόπῳ πρός με, τῇ βραχυλογίᾳ Plat. Prot. 335 a; οὐ φϑόνῳ χρώμενοι πρὸς τὰ παιδικά Phaedr. 253 b; πρᾳότητι πρὸς ἀλλήλους χρώμενοι Critia. 120 e; τρόπων δυςτυχίᾳ χρώμενοι Legg. XI, 929 e; ταῖς τέχναις ταύταις παραπετάσμασιν ἐχρήσαντο, sie brauchten die Künste zum Vorwande, Prot. 216 e; οὐδὲ πίστει χρήσασϑαι μονίμῳ Rep. VI, 505 e; συντυχίᾳ Phaedr. 248 c; πανοῦργος ὢν ἄνϑρωπος καὶ δεινὸς χρῆσϑαι πράγμασι Dem. 1, 3, der sich in Alles zu finden weiß; χρῆσϑαι ἀσελγείᾳ καὶ ὕβρει πρὸς πάντας 21, 1, u. öfter; χρῆσϑαι τοῖς πράγμασιν, ὥς ποτ' αὐτῷ δοκεῖ συμφέρειν Pol. 1, 33, 5; ὁμιλίαις ταῖς τῶν ἄλλων κακαῖς κεχρῆσϑαι Plat. Rep. VIII, 550 b; u. so bes. von Personen, mit Einem Umgang oder Verkehr haben, Is. 4, 26; Einem gut oder übel begegnen, ihn so oder so behandeln, ὀρϑῶς χρῆται πατρί Plat. Legg. XI, 931 e; χρῆσϑαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, mit Einem wie mit einem Lügner umgehen, ihn wie einen Lügner behandeln, Her. 7, 209; χρῆσϑαί τινι ὡς φίλῳ, auch φιλικῶς χρῆσϑαί τινι, Einen als seinen Freund behandeln, u. χρῆσϑαί τινι ὡς πολεμίῳ, Einem als einem Feinde begegnen, während χρῆσϑαί τινι πολεμίῳ ist »Einen als einen Feind kennen lernen, zum Feinde haben«, Xen. Cyr. 3, 2,4, im Vergleich mit 7, 5,27; τοῖς ἐναντίοις κακίστοις 7, 1,17; τινὶ πιστοτάτῳ An. 4, 6,3; φίλῳ 7, 2,25; καί μοι ὥςπερ παιδὶ χρῇ Plat. Gorg. 499 c. Dah. παρέχειν ἑαυτὸν χρῆσϑαι ὅ τί τις βούλεται, Einen mit sich machen lassen, was er will, d. i. sich ihm unbedingt, auf Gnade und Ungnade ergeben, Plat. Theaet. 191 d; παραδότω τὸν δοῠλον ὁ κεκτημένος τῷ τρωϑέντι χρῆσϑαι ὅ τι ἂν ἐϑέλῃ Legg. IX, 879 a; u. ähnl. χρωμένους τῷ κτείναντι χρείαν ἣν ἂν ἐϑέλωσι IX, 868 b; παρέχειν ἑαυτὸν χρῆσϑαί τινι ὅ τι ἂν δέῃ Xen. Cyr. 8, 1,5, vgl. An. 6, 4,20; Thuc. 2, 4; ἄκριτον τοῖς ἐπαιτιασαμένοις παρέδωκεν ὅτι ἂν βούλωνται χρῆσϑαι Dem. 23, 27; οὗτος δὲ οὕτως ὑβριστικῶς ἡμῖν ἐχρήσατο 56, 12; auch χρῆσϑαί τινι allein, im schlimmen Sinne, Einem übel mitspielen, Xen. An. 1, 4,8; aber χρῆσϑαι τοῖς ϑεοῖς ist = die Götter zu Freunden haben, vgl. Valck. Eur. Hipp. 996. – Von fleischlicher Gemeinschaft, χρῆσϑαι γυναικί, ein Weib gebrauchen, bei einem Weibe schlafen, Her. 2, 181, vgl. Xen. Mem. 1, 2,29. 2, 1,30; τῇ ἀνϑρώπῳ Dem. 59, 67, u. Folgende. – Χρῆσϑαί τινι πρός τι, sich einer Sache wozu bedienen, auch εἴς τι, Her. 1, 34, Xen. An. 1, 4,15. 3, 4,17 u. öfter; τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ τοῦτο Plat. Gorg. 508 b; περί τι, bei Etwas; τί χρήσομαι αὐτῷ; was soll ich mit ihm machen, anfangen? ἐχοις οὖν αὐτοῖς ὅ τι χρήσει Rep. V, 479 c; τοῖς λεγομένοις οὐχ ἕξεις ὅ τι χρῇ Euthyd. 287 b, vgl. 300 b; τί χρὴ χρῆσϑαι τοῖς περιγιγνομένοις Legg. V, 740 d; ἀλλὰ ἔχεις τι χρῆσϑαι τῷ λόγῳ Hipp. mai. 299 b; εἴ τι ἕξει τις χρήσασϑαι τῷ λόγῳ αὐτοῦ Phaed. 95 a; οὐκ ἔχουσιν ὅ, τι χρήσονται οὔτε αὐτοὶ ἑαυτοῖς οὔτε οἱ ἄλλοι ἄνϑρωποι τούτοις Gorg. 465 c; u. so ὅτι οὐκ ἔχοις ἐξελϑὼν ὅ τι χρῷο σαυτῷ Crit. 45 b; νυκτὶ χρῆσϑαι ἅπερ ἡμέρᾳ Xen. Hell. 6, 1,15; οὐκ ἔχω ὅ τι χρήσομαι τῷ ἀργυρίῳ, ich weiß nicht, was ich mit dem Gelde anfangen soll, vgl. Hemsth. Callim. Dian. 69; τί χρήσωμαι τῷ πράγματι Lys. 9, 5; οἷς οὐδὲν ἂν ἔχοι χρήσασϑαι Λακωνικὸς ἀνήρ, mit denen ein Lacedämonier Nichts anzufangen wüßte, Plat. Demod. 400 b; u. absol., ἠπόρει, ὅ τι χρήσαιτο, er wußte nicht, was er machen solle, Prot. 321 c Lys. 213 c, u. bei Folgdn überall. Man vgl. damit ϑαλάσσῃ ἤδη πλείω χρώμενοι Thuc. 1, 3, mehr, πλεῖστα χρῆσϑαι 5, 105, ἐλάχιστα 2, 11, ὀλίγα Xen. Hell. 6, 2,27, u. ähnliche allgemeine Bestimmungen. – Das perf. κέχρημαι hat Präsensbdtg = brauchen, bedürfen, nöthig haben, dah. entbehren, sich wonach sehnen, τινός, Il. 19, 262 Od. 1, 13 u. sonst, wie Hes. nur im partic. κεχρημένος; auch ohne Casus, arm, dürftig, Od. 14, 155. 17, 347, Hes. O. 319. 502; ἀπορίᾳ κεχρημένος Eur. I. A. 89; c. infin. statt des gen., Aesch. Pers. 826; νοῦ κεχρημένοι Soph. Phil. 1248. Bei Her. u. in att. Prosa aber in der gew. Bedeutung.
-
55 κακός
κακός, ή, όν, schlecht, im Allgem. Ggstz zu ἀγαϑός, was zu vergleichen; – 1) von Zuständen lebendiger Wesen und lebloser Dinge, schlecht in seiner Art, untauglich, nicht so, wie es seiner Natur od. Bestimmung nach sein könnte oder sollte, κακὰ εἵματα, Hom., von Personen = untüchtig zu einem Geschäft, nichtsnutzig, νομῆες Od. 17, 246; κακὸς δ' αἰδοῖος ἀλήτης, der verschämte Bettler versteht sein Gewerbe schlecht, ist ein schlechter Landstreicher, 17, 578; so ἰατρός Aesch. Prom. 471, ποιμήν Ag. 643; ναύτης, κυβερνήτης, Eur. Andr. 458 Suppl. 880; μάγειρος Plat. Phaedr. 265 e; nähere Bestimmungen werden im acc. hinzugesetzt, πάντα γὰρ οὐ κακός εἰμι, μετ' ἀνδράσιν ὅσσοι ἄεϑλοι Od. 8, 214; εἰ μὴ 'γὼ κακὸς γνώμην ἔφυν, d. i. wenn ich richtig urtheile, Soph. Phil. 898; κακοὺς πᾶσαν κακίαν Plat. Rep. VI, 490 d; auch dat., κακοὶ γνώμαισιν Soph. Ai. 493, unverständige; mit Präposit., κακὸς περὶ τὰ χρήματα Plat. Clitoph. 407 b; κακὸς εἰς φίλους Eur. Or. 424 Med. 84, wofür Or. 738 φίλοις steht; mit dem inf., κακὸς μανϑάνειν Soph. O. R. 545; κακὸς μένειν δόρυ Eur. Heracl. 744; ὑπουργεῖν, untüchtig zu dienen, Ar. Pax 422. – Bes. a) von Männern u. Kriegern = verzagt, muthlos, untauglich zum Kriege, feig, Il. 13, 279, Ggstz ἀγαϑός, ibd. 284, wie ἐσϑλός, 2, 365 u. öfter; καὶ ἄναλκις 8, 153 Od. 3, 375; κακὸς πρὸς αἰχμήν Soph. Phil. 1290; κακὸς καὶ ἄϑυμος Her. 7, 11, vgl. 104. 8, 68; καὶ δειλός Plat. Menex. 246 e; οἱ δειλοὶ καὶ ἄφρονες κακοί Gorg. 498 c; Xen. An. 1, 9, 15 u. öfter; οὐδ' ἑνὶ ἐπιτρέψονται κακῷ εἶναι 3, 2, 31, seine Schuldigkeit im Kriege nicht zu thun. – b) von schlechter Herkunft od. Geburt, niedrig, gemein, arm (vgl. den Ggstz ἀγαϑός); so Od. 6, 187 ἐπεὶ οὔτε κακῷ οὔτ' ἄφρονι φωτὶ ἔοικας, Ζεὺς δ' αὐτὸς νέμει ὄλβον; 4, 64 ἀνδρῶν γένος ἐστὲ διοτρεφέων βασιλήων· ἐπεὶ οὔ κε κακοὶ τοιούςδε τέκοιεν; Soph. οὐδ' ἐὰν τρίτης ἐγὼ μητρὸς φανῶ τρίδουλος, ἐκφανεῖ κακή O. R. 1063, du wirst doch nicht gering, aus niederm Stande erscheinen. So auch von Kleidern, κακὰ εἵματα, ärmliche Kleider, Od. 11, 190 u. öfter. – c) von dem Aeußern, häßlich; εἶδος μὲν ἔην κακός, ἀλλὰ ποδώκης Il. 10, 316, wo Eust. δύςμορφος erkl., nach der Ansicht der alten Griechen, welche vornehme Geburt, körperliche Wohlgestalt u. kriegerischen Muth als nothwendig vereinigt betrachten; Paus. 8, 49, 3 τὸ δὲ εἶδος ἦν τοῦ προςώπου κακός. – d) daran reiht sich dann die in der weitern Entwickelung der Begriffe immer herrschender werdende Bdtg des sittlich Schlechten, Bösen, bes. niederträchtig, nichtswürdig u. boshaft; einzeln schon bei Hom., ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός Od. 11, 383; πῆμα κακὸς γείτων, ὅσσον τ' ἀγαϑὸς μέγ' ὄνειαρ Hes. O. 344; Ggstz ὁ χρηστός, Soph. Ant. 516 u. gew. in Prosa; κακὸς πρός τινα, schlecht gesinnt gegen, Thuc. 1, 86. – 2) von Sachen, unglücklich, schlimm, verderblich, was den Menschen Unglück bringt. So geläufig bei Hom. μοῖρα, αἶσα, κῆρες, μόρος, οἶτος, πῆμα, κήδεα, ϑάνατος, νόσος, ἕλκος u. ä.; auch χόλος, ἔρις u. ä., πόλεμος, κυδοιμός, πόνος, φύζα, auch ἄνεμος, ϑύελλα. So auch Tragg., κακὸς δαίμων Aesch. Pers. 346, μόρος 361, ἄλγη 831, τύχη, böses Geschick, Unglück, Ag. 1203; Soph. Ai. 316 u. öfter; ἄτη 123; von üblem Ruf, δόξα, Eur. Herc. Fur. 292; φάτις, φήμη, Soph. Ai. 186 Eur. Hel. 621; λόγοι, Schmähreden, Soph. Ant. 259; ῥήματα Ai. 239; ἔπη 1302; anders ἄγγελος κακῶν ἐπῶν Ant. 274; vgl. Il. 17, 701 κακὸν ἔπος ἀγγελέοντα, üble Botschaft bringend; von übler Vorbedeutung, ὄρνις Eur. Hel. 1057; ὁδὸς δύςποτμος καὶ κακή Soph. O. C. 1435; Odyss. 20, 87 αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ὀνείρατ' ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων, unselige Träume; τάδε γ' ὧδε ϑεοὶ κακὰ τεκμήραντο Iliad. 6, 349. – Substantivisch, τὸ κακόν, Uebel, Unglück, Verderben, bei Hom. oft, δίδου δ' ἀγαϑόν τε κακόν τε Od. 8, 63, μέγα γὰρ κακὸν ἐγγύϑεν ἦεν 9, 423, ἀϑάνατον κακόν 12, 118, μὴ πού τι κακὸν πάσχωσιν ὀπίσσω Od. 2, 179, κακὰ πολλὰ μογήσας u. ä., wohin auch κακὰ μήδεσϑαί τινι, μητιάαν, ῥάπτειν gehören, wie die bei den Attikern so geläufigen Vrbdgn κακὸν ποιεῖν, ἐργάζεσϑαί τινα u. ä., Einem Böses anthun, die alle bei den Verbis angeführt sind; ἄμαχον κακόν Pind. P. 2, 76; ἦρξε τοῦ παντὸς κακοῦ Aesch. Pers. 427; ἄφερτον κακόν Ag. 1073; ἀτηρόν, ἀμήχανον, Eur. Med. 447 Andr. 353; οὐδ' εἴκεις κακοῖς, du weichst nicht dem Unglück, Aesch. Prom. 320; ἀναφυγαὶ κακῶν Ch. 931; ἀναρχίας μεῖζον οὐκ ἔστιν κακόν Soph. Ant. 668; εἰς κακὸν τοὺς φίλους ἄγειν 434; in Prosa, ἐκ κακῶν μεγάλων πεφευγότες Her. 1, 65, vgl. 3, 53; Thuc. 5, 65; ὑπὸ τοῦ κακοῦ νικώμενοι 2, 51; Pol. 5, 11, 1; ὁ τὰ κακὰ ἔχων, der Unglückliche, Plat. Legg. V, 731 d; ἀπαλλαγὴ εἴη κακῶν Rep. X, 610 d; bei Plat. auch im sittlichen Sinne das Böse, Laster, Bosheit; τὰ κακά, Feigheit, Xen. An. 3, 1, 25. – Adv. κακῶς, von Hom. an in denselben Verbdgn wie das adj., Ggstz εὖ, z. B. ἢ εὖ ἠὲ κακῶς νοστήσομεν, unglücklich, Il. 2, 253; κακῶς πράσσειν, Tragg. u. in Prosa, in übler Lage sein, Unglück haben, s. πράσσω; κακῶς κακῶς Ag. 901 Soph. El. 337; κακῶς δρᾶν, ποιεῖν τινα, Einen schlecht behandeln, mißhandeln, kränken, Tragg. u. in Prosa, κακῶς ποιεῖν τι, beschädigen, verletzen, verderben, κακῶς λέγειν τινά, s. die Verba; κακῶς ζῆν, Plat. Gorg. 512 b, u. sonst in Prosa. – Comparat. κακώτερος, Hom., z. B. πλαγκτοσύνης δ' οὐκ ἔστι κακώτερον ἄλλο βροτοῖσιν, es giebt kein größeres Unglück für die Menschen, Od. 15, 342, u. einzeln bei sp. D., ἄνδρ' ἀγαϑὸν γεγαῶτα κακωτέρῳ ἀνέρι εἶξαι Ap. Rh. 3, 421; Theocr. 27, 21; in Prosa erst spät, wie Alciphr. 3, 62. – Gew. compar. κακίων, κάκιον, u. superl. κάκιστος, schon Hom., εἰ κακίων σέϑεν ἔλϑοι Od. 14, 56; κάκιστ' ἀνδρῶν Soph. Phil. 962, μόρος κάκιστος Ant. 485, u. sonst bei den Tragg., wie in Prosa, ὅστις ἐμοῦ κάκιον ἐπαιδεύϑη Plat. Menex. 236 a, τὸν ἄριστον καὶ τὸν κάκι-στον ἄνδρα Rep. VIII, 544 a; – κακῑότερος hat Strat. 6 (XII, 7) gebildet. – Der Bdtg nach wird auch χείρων, χείριστος u. ἥσσων, ἥκιστος als compar. u. superl. zu κακός gebraucht, die man vgl. – Zu bemerken ist noch die häufige Verbindung des adj. u. adv., κακὸν κακῶς νιν ἐκτρῖψαι βίον Soph. O. R. 248, κακοὺς κακῶς φϑείρειαν Ai. 1370, vgl. Eur. Cycl. 268 Ar. Equ. 2. 189. 190; ἀπό σ' ὀλῶ κακὸν κακῶς Plut. 65, vgl. 418. 879. – In den Zusammensetzungen bezeichnet es zuweilen einen Fehler in dem Zuviel einer Eigenschaft, so daß es für ἄγαν zu stehen scheint, gew. aber stimmt es in der Bdtg mit δυς-überein u. drückt das Schlechte, Ueble, Unglückliche aus; oft deutet es auch nur an, daß die Sache in zu geringem Maaße vorhanden sei.
-
56 νῦν
νῦν, nun, jetzt, sowohl von dem gegenwärtigen Augenblick, als von einem längern Zeitraume, der der Vergangenheit od. Zukunft entgegengesetzt wird; Ggstz von πάλαι, οἷον ἐγὼ νοέω ἠμὲν πάλαι ἠδ' ἔτι καὶ νῠν, Il. 9, 105; Ggstz von ὀπίσσω, 6, 354; φίλον τέως, νῠν δ' ἐχϑρόν, Aesch. Ch. 987; νῦν τε καὶ σμικρὸν ἔμπροσϑεν, Plat. Phil. 18 d; τότε μὲν – νῦν δέ, Rep. I, 329 a u. öfter; – νῦν ἄρτι, Crat. 396 c; νῦν ἡμέρη ἥδε, Il. 8, 541. – a) sehr gewöhnlich mit dem praes., Hom. u. Folgde überall; auch mit dem imperat., ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν, Od. 22, 437; νῦν δέρκου ϑαρσῶν, νῦν δέ μοι λέγε, Soph. Phil. 144. 152 (vgl. νύν); so auch mit dem imperat. aor., καὶ νῦν ἔασον, Aesch. Prom. 332; τὰ λοιπὰ νῦν ἀκούσατε, 705; Suppl. 315; ἐκεῖσε νῦν μέϑες με, Soph. Phil. 805; ἀλλὰ νῦν ἔτ' ἐν σαυτῷ γενοῦ, 983, öfter; u. so auch μὴ νῦν ἔτ' αὐτῶν μηδὲν ἐς ϑυμὸν βάλῃς, O. R. 975, μὴ νῦν ἔτ' εἴπῃς, El. 316; auch beim opt. aor., O. R. 1183. – b) mit dem perf.; οὓς γὰρ νῦν ἀκήκοας λόγους, Aesch. Prom. 917; εἴ τι μὴ δαίμων παλαιὸς νῦν μεϑέστηκε στρατῷ, Pers. 154; τὰ νῦν πεπραγμένα, 787; νῦν αὖ τρίτος ἦλϑέ ποϑεν σωτήρ, Ch. 1069; νῦν δ' ἠπάτημαι δύςμορος, Soph. Phil. 937; ἔγνωκα μὲν νῦν, O. C. 96, vgl. Ant. 1150 Tr. 1064, öfter; Plat. Rep. V, 473 e; ἣ ἐμοὶ ἐξαίφνης νῦν οὕτωσι προςπέπτωκεν ἄρτι, Crat. 396 c; Xen. Cyr. 5, 2, 27. – c) auffallender mit dem aor.; νῦν μὲν γὰρ Μενέλαος ἐνίκησεν, Il. 3, 439, vgl. 13, 772 Od. 1, 43. 166. 182; τοιῶνδέ γ' ἀρχῶν νῦν ἐπεμνήσϑην πέρι, Aesch. Pers. 321, vgl. 524. 885; Ag. 1248; νῦν δὲ ὤρϑωσας στόματος γνώμην, 1454; νῦν δ' εἰςῆλϑε ἔρις, Soph. O. C. 372; νῦν δ' ἔχρισα, Trach. 685, vgl. 160. 650; Ai. 18. 974; u. in Prosa, καϑάπερ νῠν εἶπες, wie du es so eben sagtest, Plat. Soph. 241 d Polit. 307 c. – d) auch mit dem imperf., vgl. weiter unten νῠν δή; so Xen. καὶ γὰρ νῦν, ὅτε ἄνευ ἡμῶν ἐκινδυνεύετε, πολὺν φόβον ἡμῖν παρείχετε, Cyr. 4, 5, 48, vgl. 5, 4, 32. 6, 1, 43; Dem. 19, 65 ὅτε γὰρ νῦν ἐπορευόμεϑα, als wir jetzt, d. i. vor Kurzem reif'ten. – e) cum futuro, den Beginn der künftigen Handlung in der Gegenwart zu bezeichnen, νῦν αὖτ' ἐγχείῃ πειρήσομαι, Il. 5, 279. 20, 307 Od. 1, 200; νῦν δὲ ϑεοῖσι πρῶτα δεξιώσομαι, Aesch. Ag. 825; vgl. Suppl. 49 ff, νῦν τῶν πρόσϑε πόνων μνασαμένα τά τε νῦν ἐπιδείξω πιστὰ τεκμήρια; u. Soph. νῦν δ' εὐδαίμων ἀνύσει, Phil. 710; νῦν γέ σοι ἑκὼν ἐκστήσομαι, 1042; ὡς τοῦτο νῦν πεπράξεται, O. C. 865, öfter; u. in Prosa, ταύτην καὶ ἐγὼ νῦν ἔχων διάξω, Xen. Cyr. 7, 2, 27. – f) mit dem Artikel, gew. bei einem Nomen, so daß das partic. ὤν ergänzt, u. νῦν adjectivisch betrachtet werden kann, jetzig; Aesch. ἀξιώτατος βροτῶν τῶν νῦν, Ag. 518; Plat. σοφωτάτῳ τῶν γε νῦν, Prot. 309 c; ἅπερ καὶ οἱ νῦν ἔχουσι, Rep. II, 372 e, u. sonst; auch öfter bei Soph., ἡ νῦν ἱμέρα El. 906, ἀφ' ἡμέρας τῆς νῦν O. R. 352, τῷ πότμῳ τῷ νῦν 272, ἐν νυκτὶ τῇ νῦν Ant. 16, ὁ νῦν ἔπαινος O. C. 1413, öfter; Eur.; u. in Prosa, κατὰ τὸν νῦν δή λόγον Plat. Soph. 256 c, τῶν νῦν τιμῶν, Rep. VII, 540 d. Aber auch τὸ νῦν u. τὰ νῦν, auch in einem Wort geschrieben, τονῦν, τανῦν, was das Jetzt anlangt, verstärkt = νῦν; τὰ νῦν τάδε, Her. 7, 104; oft bei den Tragg. u. in att. Prosa, ὥςπερ τὸ νῦν, Plat. Theaet. 187 b, καϑάπερ τὸ νῦν δή, Phil. 27 a, τί οὖν τὰ νῠν; Prot. 309 b, öfter; τὰ νῦν δὴ ἡμεῖς, Legg. III, 686 c; vgl. τό γε νῦν, Pind. P. 11, 44, τό περ νῦν, N. 7, 101; δαίμων τὰ νῦν γ' ἐλαύνει, Soph. O. C. 1750; τὰ δὲ νῦν τιν' ἥκειν λόγος, 132; so auch τὸ νῦν εἶναι, Xen. Cyr. 5, 3, 42 An. 3, 2, 37 u. sonst, s. εἰμί – Abgeleitet von der Bezeichnung der Gegenwart ist der Gebrauch, daß es bes. einen Ggstz gegen einen hypothetischen Satz der Nichtwirklichkeit, das, was n un wirklich ist, ausdrückt; εἰ γάρ μ' ὑπὸ γῆν ἧκεν –, νῦν δ' αἰϑέριον κίνυγμα ὁ τάλας πέπονϑα, Aesch. Prom. 157, vgl. 757, nun aber, so aber; καλῶς ἂν ἐξείρητό σοι, εἰ μὴ 'κύρει ζῶσ' ἡ τεκοῦσα· νῦν δ', ἐπεὶ ζῇ, πᾶσ' ἀνάγκη ὀκνεῖν, Soph. O. R. 985; οὐκ ἂν ὧδ' ἐγιγνόμην κακός· νῦν δ' οὐδὲν εἰδὼς ἱκόμην, O. C. 274; vgl. 911. 1369, öfter; εἰ μὲν γὰρ ἦν ἁπλοῦν –, νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαϑῶν γίγνεται διὰ μανίας, Plat. Phaedr. 244 a; Thuc. 3, 113; εἰ ἠπιστάμεϑα, ὅτι ἥξει, οὐδὲν ἂν ἔδει – · νῦν δέ, ἐπεὶ τοῦτ' ἄδηλον, δοκεῖ μοι, Xen. An. 5, 1, 10, vgl. 7, 8, 16; Sp. – Unter den Vrbdgn mit Partikeln bemerke man bes. νῦν δή, jetzt nun, auch in Beziehung auf Vergangenes, so eben, ἃ νῦν δὴ ἔλεγον, Plat. Prot. 329 c, ὅπερ νῦν δὴ σὺ ἤρου, Phaedr. 61 e, ὅσα προςετάξαμεν νῦν δή, Rep. VI, 491 a; aber auch mit dem fut., καὶ νῦν δὴ τοῦτον ϑήσομεν ἰδιώτην, Soph. 221 c; vgl. Lob. Phryn. 19.
-
57 ἀ-λάστωρ
ἀ-λάστωρ, ορος, ὁ (fem. Lycophr. 1318; Philipp. 53 ( Plan. 141), 1) der Missethäter, an dem eine nie zu vergessende, nie zu sühnende Schuld haftet ( ὁ ἄληστα δεδρακώς, VLL., die meist ἁμαρτωλός erkl., die anderen Ableitungen derselben sind sämmtlich unhaltbar), ein durch seine Nähe Alles verunreinigender Bösewicht, Aesch. Eum. 227; Soph. Ai. 366. Auch Dem. vrbdt ἄνϑρωποι μιαροὶ καὶ ἀλάστορες 18, 296; Paus. 7, 11, 1. – 2) die Blutschuld rächende, die Strafe nicht vergessende Gottheit, nach Plut. Def. or. 15 ὡς ἀλήστων τινῶν καὶ παλαιῶν μιασμάτων ποιναῖς ἐπεξιόντες; so ἀλ. δαίμων, Rachegeist, Aesch. Pers. 346; ohne δαίμων, ὁ παλαιὸς δριμὺς ἀλάστωρ Ἀτρέως Ag. 1482. 1489; vgl. Suppl. 410; Soph. O. C. 792; ἐξ ἀλαστόρων νοσεῖν, von Rachegeistern wahnsinnig gemacht sein, Trach. 1225; βουκόλων ἀλ. heißt der nemäische Löwe, Unhold der Hirten, Trach. 1082; vgl. Lycophr. 529; die Sphinx, Nicochar. B. A. 382; ἀλάστωρ εἰςπέπαικε Πελοπιδῶν Xenarch. Ath. II, 63 f. Oft bei Eur., z. B. Hipp. 820 Phoen. 1556; sp. D. In Prosa, Plut. Cic. 47 Mar. 8.
-
58 ἐπι-σεύω
ἐπι-σεύω (s. σεύω), ep. ἐπισσεύω, gegen Einen in Bewegung setzen, antreiben; ἠέ τί μοι κῆτος ἐπισσεύῃ μέγα δαίμων ἐξ ἁλός Od. 5, 421; κακά μοι ἐπέσσευε δαίμων, schickte mir Unglück zu, brachte Unheil über mich, 18, 256. 19, 129; ὀνείρατα 20, 87; δμῶας ἐπισσεύας 14, 399; Κῆρας ἐπισσεύσασα βίου κύνας Theodorid. 11 (VII, 439). – Häufiger im pass., herbei-, daraufzueilen, dagegen eindringen, um anzugreifen, νηυσὶν ἐπεσσεύοντο Il. 13, 757; νῆ' ἄρ' ἐπεσσεύοντο Od. 13, 19, bei Wolf, Bekk. nach Aristarch νῆάδ' ἐπ.; ἀγορήνδε, νομόνδε, übh. eilen, Il. 2, 207. 18, 575; perf. mit Präsensbedeutung, plusqpf. ἐπεσσύμην, oder aor. syncop.; part. ἐπεσσύμενος; αὐτῷ μοι ἐπέσσυτο Il. 5, 459; c. accus., τεῖχος ἐπεσσυμένους 12, 143. 15, 395; ἐπέσσυτο δέμνια κούρης, eilte auf das Lager zu, Od. 6, 20; εἴς τινα, Il. 13, 757; c. gen., ἐπεσσύμενον πεδίοιο, durch die Ebene hineilen, 14, 147. 22, 26; aber τείχεος = gegen die Mauer, 12, 388, wenn man den gen. nicht besser von βάλε abhängen läßt; – c. inf., ὁ δ' ἐπέσσυτο ποσσὶ διώκειν 21, 601, er eilte zu verfolgen; ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, eilend umfaßte er die Kniee, Od. 22, 310; vom andringenden Feuer u. Wasser, Il. 17, 737 Od. 5, 314. Oft absolut, bes. in der Il. in der Vbdg ϑυμὸς ἐπέσσυται, ἐπέσσυτο, das Herz fühlt sich angetrieben, hat große Luft, 1, 173; – πέδον ἐπισύμενος, auf das Land losstürzend, Aesch. Eum. 755. 782; τείχεα δ' ἐπέσυτο φλόξ Eur. Hel. 1162; Phoen. 1065; einzeln bei sp. D.; auch im aor., πάντες ὁμῶς ἱππῆες ἐπέσσυϑεν Opp. Cyn. 4, 136.
-
59 κακοδαιμων
2, gen. ονος1) одержимый злой силой, безумный, сумасшедший(ὅ κ. Σωκράτης Arph.)
2) несчастный, злополучный(Ἱππόλυτος Eur.; βίος Plut.)
ὦ κακόδαιμον! Arph. — ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!3) приносящий несчастьеὁ κ. δαίμων Arph. — злой демон
-
60 ἀνήρ
ᾰνήρ (ἀνήρ, ἀνδρός, ἀνδρί, ἄνδρα; ἄνδρες, ἀνδρῶν, ἄνδρεσσι, ἀνδράσι(ν): ἆνέρι, ἆνέρα; ἆνέρες, ἆνέρων)1 man1 man in his prime.aπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ —διφρηλασίας O. 3.37
“ φύονται δὲ καὶ νέοις ἐν ἀνδράσιν πολιαὶ” O. 4.26ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παῤ ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι O. 6.10
ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον (τῷ τε Ἁγησίᾳ καὶ τοῖς τούτου προγόνοις. Σ.) O. 6.86ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν O. 7.8
τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου O. 8.58
Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος ἀνδρῶν, παῖς δ ἐν Ἀθάναις O. 9.88
νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν O. 13.23
ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον (Hermann: ἀνδράσι codd.) P. 2.65 “ ἀνδρὸς αἰδοίου” P. 4.29δέδεξαι τόνδε κῶμον ἀνέρων P. 5.22
δέκονται θυσίαισιν ἄνδρες οἰχνέοντές σφε δωροφόροι P. 5.86
τὰν μάλα πολλοὶ ἀριστῆες ἀνδρῶν αἴτεον σύγγονοι, πολλοὶ δὲ καὶ ξείνων P. 9.107
ἁρμόζων κόρᾳ νυμφίον ἄνδρα (i. e. husband) P. 9.118Ἱπποκλέᾳ θέλοντες ἀγαγεῖν ἐπικωμίαν ἀνδρῶν κλυτὰν ὄπα P. 10.6
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν N. 1.33
ἐν παισὶ νέοισι παῖς, ἐν ἀνδράσιν ἀνήρ, τρίτον ἐν παλαιτέροισι N. 3.72
ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν N. 8.49
νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις N. 9.12
ἄγαγον στρατὸν ἀνδρῶν N. 9.18
ἐντί τοι φίλιπποί τ' αὐτόθι ἄνδρες N. 9.33
ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας N. 9.38
ἐν Κέῳ ἀμφιρύτᾳ σὺν ποντίοις ἀνδράσιν I. 1.9
τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο τεσσάρων ἀνδρῶν ἐρήμωσεν μάκαιραν ἑστίαν I. 4.17
ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
θάλλοντος ἀνδρῶν ὡς ὅτε συμποσίου I. 6.1
περικτίονας ἐνίκασε ἄνδρας I. 8.65
κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4. Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν fr. 29. 2.ἀλκαὶ δὲ τεῖχος ἀνδρῶν [ὕψιστον ἵστατ]αι Pae. 2.37
χρὴ δ' ἄνδρα τοκεῦσιν φέρειν βαθύδοξον αἶσαν Pae. 2.57
ψοφὸν ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον Pae. 6.9
Ἀλαλά ᾇ θύεται ἄνδρες ὑπὲρ πόλιος fr. 78. 3. ( ψυχὰς) ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ fr. 133. 5. πέφνε δὲ τρεῖς καὶ δέκ' ἄνδρας fr. 135. νέων ἀνδρῶν ἀριστεύοισιν αἰχμαί fr. 199. 2. ἄγαν φιλοτιμίαν μνώμενοι ἐν πόλεσιν ἄνδρες (fort. non omnia haec sunt Pindari, nott. Wil.) fr. 210. νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.ὦ Συράκοσαι, ἀνδρῶν ἵππων τε σιδαροχαρμᾶν δαιμόνιαι τροφοί P. 2.2
ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ P. 5.64
ἀνδρὸς δ' οὔτε γυναικὸς Παρθ. 2. 3. ἄνδρες θήν τινες ἀκκιζόμενοι νεκρὸν ἵππον στυγέοισι (oxymoron intell. Schr.) fr. 203. 1.b specifically, men or heroes τὸ καὶ ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ πάρεστι Συρακοσίῳ Hagesias O. 6.18 ἵκωμαί τε πρὸς ἀνδρῶν καὶ γένος Iamidai O. 6.24 εὐθυμάχαν πελώριον ἄνδρα Diagoras O. 7.15 τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε Diagoras O. 7.89 ἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν Epharmostos O. 9.13 ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι Opous O. 9.65 ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν Hieron P. 1.42 ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον Ixion P. 2.29 ἄιδρις ἀνήρ (Ixion = ἥρως v. 31) P. 2.37 σάμερον μὲν χρή σε παρ' ἀνδρὶ φίλῳ στᾶμεν Arkesilas P. 4.1 ἀνὴρ ἔκπαγλος Jason P. 4.79 ἀνὴρ συγγενέσιν παρεκοινᾶθ Jason P. 4.132 γόνον ἰδὼν κάλλιστον ἀνδρῶν Jason P. 4.123 δοιοὶ δ' ὑψιχαῖται ἀνέρες Euphamos and Periklymenos P. 4.173Ζήταν Κάλαίν τε ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας P. 4.182
βιατὰς ἀνὴρ Jason P. 4.236 καρτερὸν ἄνδρα Jason P. 4.239 ἄνδρα κεῖνον ἐπαινέοντι συνετοί Arkesilas P. 5.107 ὁ θεῖος ἀνὴρ Antilochos P. 6.38Τελεσικράτη γεγωνεῖν ὄλβιον ἄνδρα διωξίππου στεφάνωμα Κυράνας P. 9.4
ἐς ἀνδρῶν μακάρων ὅμιλον Hyperboreans P. 10.46 ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρύσατο Perseus P. 12.18 ἔσταν δ' ἐπ αὐλείαις θύραις ἀνδρὸς φιλοξείνου Chromios N. 1.20 καὶ ὅδ' ἀνὴρ καταβολὰν ἱερῶν ἀγώνων νικαφορίας δέδεκται πρῶτον Timodemos N. 2.3 καί τις ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν Peleus and Telamon N. 5.15 φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον Thearion? N. 7.62 ἄνδρα δ' ἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέῤ Ἀρκεσίλαν Aristagoras N. 11.11 τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν Herodotos I. 1.34 εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων Xenokrates I. 2.17 ἦλθ' ἀνὴρ τὰν πυροφόρον Λιβύαν υἱὸς Ἀλκμήνας Herakles v. Fraenkel on Agam. 719. I. 4.53 λευκωθεὶς κάρα μύρτοῖς ὅδ' ἀνὴρ Melissos I. 4.70 κλυταῖς ἀνδρὸς φίλου ἐφετμαῖς Lampon I. 6.18 “ λίσσομαι παῖδα θρασύν ἐξ Ἐριβοίας ἀνδρὶ τῷδε τελέσαι” Telamon I. 6.46 φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν Lampon ( ἀνδράσιν ἀεθληταῖσιν coni. Heyne) I. 6.72 “ὑπὸ σπλάγχ[νοις] φέροισα τόνδ' ἀνέῤ” Paris. Πα. 8A. 19. ] τῶνδ' ἀνδρῶν ἕνεκεν μερίμνας σώφρονος Aioladas and Pagondas. Παρθ. 2.. Πολυμνάστου Κολοφωνίου ἀνδρός fr. 188.2 generally = ἄνθρωπος.aῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34
αἵ γε μὲν ἀνδρῶν κυλίνδοντ' ἐλπίδες O. 12.5
ὄλβος οὐκ ἐς μακρὸν ἀνδρῶν ἔρχεται P. 3.105
τὰ δὲ καὶ ἀνδράσιν ἐμπρέπει P. 8.28
λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών P. 8.97
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ ( ἀνδρῶν cum τινα Σ: “ ἀνδρῶν γιγάντων intellego” Schr.: v. Radt, Mnem., 1966, 169f.) N. 1.65 ( ἄρουραι) βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν (Hermann: ἄνδρεσσιν codd.) N. 6.10παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.29
τυφλὸν δ' ἔχει ἦτορ ὅμιλος ἀνδρῶν ὁ πλεῖστος N. 7.24
ἀρετὰ ἐν σοφοῖς ἀνδρῶν ἀερθεῖσ' ἐν δικαίοις τε πρὸς ὑγρὸν αἰθέρα N. 8.41
ἀρχαῖαι δ' ἀρεταὶ ἀμφέροντ ἀλλασσόμεναι γενεαῖς ἀνδρῶν σθένος N. 11.38
“ χρήματα χρήματ' ἀνήρ” I. 2.11εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον I. 3.1
ἀνδρῶν δ' ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγχει (i. e. τῶν προγόνων) I. 3.13 οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀν-δρῶν I. 5.57
δόλιος γὰρ αἰὼν ἐπ' ἀνδράσι κρέμαται I. 8.14
τυφλα[ὶ γὰ]ρ ἀνδρῶν φρένες, ὅστις Πα. 7B. 18.ἔθηκας ἀμάχανον ἰσχύν τ' ἀνδράσι καὶ σοφίας ὁδόν Pae. 9.4
ἀνδρῶν νέον ἐξ ἀρχᾶς γένος Pae. 9.20
ἐπιχθόνιον γένος ἀνδρῶν (v. l. ἀνθρώπων) fr. 213. 3. σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3.b contrasted with the godsἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
εἰ δὲ δή τιν' ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ ἐτίμασαν O. 1.54
εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λαθέμεν O. 1.64
προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοι μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66
τίνα θεόν, τίν' ἥρωα, τίνα δ ἄνδρα κελαδήσομεν; O. 2.2ἄνεται δὲ πρὸς χάριν εὐσεβίας ἀνδρῶν λιταῖς O. 8.8
ἀγαθοὶ δὲ καὶ σοφοὶ κατὰ δαίμον' ἄνδρες ἐγένοντ O. 9.28
τόνδ' ἀνέρα δαιμονίᾳ γεγάμεν O. 9.110
cf. O. 10.22, O. 11.10τάμἰ ἀνδράσι πλούτου O. 13.7
πολλὰ δ' ἐν καρδίαις ἀνδρῶν ἔβαλον ὧραι O. 13.16
οὔτ' ἐν ἀνδράσι γερασφόρον οὔτ ἐν θεῶν νόμοις P. 2.43
( Χίρωνα)νόον ἔχοντ' ἀνδρῶν φίλον P. 3.5
“ θεῷ ἀνέρι εἰδομένῳ” P. 4.21 μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν, ἥρως δ' ἔπειτα λαοσεβής sc. Battos P. 5.94Διός τοι νόος μέγας κυβερνᾷ δαίμον' ἀνδρῶν φίλων P. 5.123
τὰ δ' οὐκ ἐπ ἀνδράσι κεῖται· δαίμων δὲ παρίσχει P. 8.76
θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον ἀνδράσι χάρμα φίλοις P. 9.64
θεὸς εἴη ἀπήμων κέαρ· εὐδαίμων δὲ καὶ ὑμνητὸς οὗτος ἀνὴρ γίνεται σοφοῖς, ὃς P. 10.22
ἀθάνατων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ P. 12.4
κείνου σὺν ἀνδρὸς δαιμονίαις ἀρεταῖς N. 1.9
ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος N. 6.1
μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (sc. Διόσκουροι).καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος N. 10.54
κρίνεται δ' ἀλκὰ διὰ δαίμονας ἀνδρῶν I. 5.11
ἴσον μὲν θεὸν ἄνδρα τε φίλον (< θεῷ> supp. Heyne: sc. ὑποτρέσαι) fr. 224. ὁπόταν θεὸς ἀνδρὶ χάρμα πέμψῃ fr. 225. ]Ἀπόλλωνι μὲν θ[εῶν] ἀτὰρ ἀνδρῶν Ἐχεκ[ρά]τει ?fr. 333a. 5.3 generally, a man, anyone ὁ μὰνπλοῦτος ἐτυμώτατον ἀνδρὶ φέγγος O. 2.56
αὐδάσομαι τεκεῖν μή τιν' πόλιν ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν O. 2.93
τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν, ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
κεῖνος ἂν εἴποι τίς τρόπος ἄνδρα προβάσει O. 8.63
Ἀίδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξαις ἀνήρ O. 8.73
θάξαις δέ κε φύντ' ἀρετᾷ ποτὶ πελώριον ὁρμάσαι κλέος ἀνὴρ θεοῦ σὺν παλάμᾳ O. 10.21
ὅταν εἰς Ἀίδα σταθμὸν ἀνὴρ ἵκηται O. 10.93
ἐκ θεοῦ δ' ἀνὴρ σοφαῖς ἀνθεῖ πραπίδεσσιν ὁμοίως O. 11.10
ἀμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ καὶ ἕλῃ, στέφανον ὕψιστον δέδεκται P. 1.99
ἄνδρ' ἐκ θανάτου κομίσαι ἤδη ἁλωκότα P. 3.56
οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν P. 7.20
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει N. 4.39
ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι N. 7.87
κρέσσων δὲ καππαύει δίκαν τὰν πρόσθεν ἀνήρ N. 9.15
χρὴ δ' ἀγαθὰν ἐλπίδ ἀνδρὶ μέλειν I. 8.15
καὶ συγγένεἰ ἀνδρὶ φ[ ]στέρξαι Pae. 4.33
τί ἔλπεαι σοφίαν ἔμμεν, ἃν ὀλίγον τοι ἀνὴρ ὑπὲρ ἀνδρὸς ἴσχει; fr. 61. 2. παντὶ δ' ἐπὶ φθόνος ἀνδρὶ κεῖται ἀρετᾶς Παρθ. 1.. πολύ τοι φέριστον ἀνδρὶ τερπνὸς αἰών fr. 126. 2.4 where the accompanying adj. or subs. bears the emphasis.a c. subs.ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας O. 1.79
μάτρωες ἄνδρες O. 6.77
μάντιες ἄνδρες O. 8.2
ἁγητὴρ ἀνὴρ P. 1.69
ὥσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ P. 1.91
ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51
cf. P. 9.118b c. adj.οὐ δίκᾳ συναντόμενος ἀλλὰ μαργῶν ὑπ' ἀνδρῶν O. 2.96
Αἰτωλὸς ἀνὴρ O. 3.12
τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.7
ἀνδρῶν Ἀρκάδων O. 6.34
ἐπὶ προτέρων ἀνδρῶν O. 7.72
ναυσιφορήτοις δ' ἀνδράσι P. 1.33
πολεμίων ἀνδρῶν καμόντων P. 1.80
ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν P. 1.93
εὐθύγλωσσος ἀνὴρ προφέρει P. 2.86
ἐσλοῖσι ἀνδράσιν P. 3.66
Λακεδαι-μονίων ἀνδρῶν P. 4.257
βροτήσιος ἀνὴρ P. 5.3
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν P. 12.22
ὃς δὲ διδάκτ' ἔχει, ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ ἄλλα πνέων N. 3.41
Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ' ἀνὴρ N. 7.64
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν N. 8.42
καὶ Κλεωναίων πρὸς ἀνδρῶν N. 10.42
κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.45
τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ I. 4.34
[ἀνδ]ρὶ σοφῷ (supp. Lobel.) Πα. 1. 3. ἀνδρῶν δικαίων fr. 159. κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν fr. 212.c c.τις, ἄλλος τις. ἀντεβόλησεν τῶν ἀνὴρ θνατὸς οὔπω τις πρότερον O. 13.31
εἰ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13
κωφὸς ἀνήρ τις, ὃς Ἡρακλεῖ στόμα μὴ περιβάλλει P. 9.87
5 frag. ]φυγον ἄνδρα[ Pae. 12.22
]ἔτι δ' ἄνδρ[ Pae. 21.21
κἀ]νδρῶν (supp. Snell.) Δ. 4. e. 4. ] ἀλαον ἀνδρὸς λ[ fr. 173. 3.
См. также в других словарях:
δαίμων — god masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμων — ο βλ. δαίμονας … Dictionary of Greek
δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη … Dictionary of Greek
Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
δαιμόνεσσι — δαίμων god masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνοιν — δαίμων god masc/fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνων — δαίμων god masc/fem gen pl δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαῖμον — δαίμων god masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονα — δαίμων god masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαίμονε — δαίμων god masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)