-
1 δαφναία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφναία
-
2 δαφναῖος
A = δαφνικός, of bay,πέταλα Nonn.D.19.73
.II epith. of Apollo,AP 9.477, Nonn.D.13.82.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφναῖος
-
3 δαφνειδής
δαφν-ειδής, ές,IIτὸ δ.
spurge-laurel, Daphne Laureola,Hp.
Nat.Mul. 33, Dsc.4.146.2 = κληματίς, Dsc.4.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνειδής
-
4 δαφνέλαιον
δαφν-έλαιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνέλαιον
-
5 δαφνεών
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνεών
-
6 δαφνιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνιακός
-
7 δάφνινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνινος
-
8 δάφνιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνιος
-
9 δαφνίς
A bayberry, Hp.Morb.2.13, Nat.Mul.33, Thphr.HP1.11.3. -
10 δαφνίτης
A laureate, epith. of Apollo at Syracuse, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνίτης
-
11 δάφνκοκκον
δάφν-κοκκον, τό,A = δαφνίς, Alex.Trall.8.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνκοκκον
-
12 δαφνκόμης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνκόμης
-
13 δάφνκομος
δάφν-κομος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δάφνκομος
-
14 δαφνπώλης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνπώλης
-
15 δαφνώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνώδης
-
16 δαφνών
A laurel grove, Str.16.4.14 (pl.), Petron.126, Gell.2.20.9 (pl.), Peripl.M.Rubr.11. -
17 δαφνωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνωτός
-
18 Ἄβδηρος
Ἄβδηρος a son of Poseidon and eponymous hero of Abdera, an Ionian city of Thrace.1Ναί]δος Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.1
Ἄβδ]ηρε (δάφν]ηρε supp. Radt) Pae. 2.104 -
19 δάφνη
Grammatical information: f.Meaning: `laurel' (Od.).Other forms: Variants: λάφνη δάφνη. Περγαῖοι H. and δαύχνα (Thess., Cypr.) with Δαυχναῖος (Aetol.); also δαυχμός (Nic., H.; s. δαῦκος).Derivatives: δαφνίς `laurel' (Hp.; cf. κεδρίς and Chantr. Form. 343), δαφνών `laurel wood' (Str.), δαφνῖτις `Kassia of laurek etc.' (Dsc.; Redard Les noms grecs en - της 70f.), - ίτης ( οἶνος, Gp.), surname of Apollon in Syracuse (H., EM). Adject.: δαφνώδης `laurel-like' (E.), δάφνινος `from laurel' (Thphr.), δαφνιακός (AP), δαφνήεις `rich in laurels' (Nonn.), δαφναῖος `belonging to the laurel' (Nonn.), also surname of Apollon (AP, Nonn.), Δαφναία surname of Artemis in Sparta (Paus.), also Δαφνία (Olympia, Str.). - Δάφνις m. PN, Δαφνοῦς ON.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Like the cognate Lat. laurus is δάφνη a Mediterranean word. "Die wechselnden Formen sind teils als Varianten der gebenden Sprache, teils als wechselnde Wiedergabe bei der Entlehnung verständlich." Frisk (which is true of most variants of Pre-Greek words), who continues "Solmsen Wortforschung 118 n. 1 und Bechtel Dial. 1, 205, Gött. Nachr. 1919, 343f. wollen δαύχνα, δαυχμός von δάφνη trennen und zu δαῦκος (s. d.) mit weiterem Anschluß an δαίω `anzünden' ziehen; kaum überzeugend." Several IE etymologies in W.-Hofmann s. laurus. - The word is typical for Pre-Greek, showing several variations. They can be explained by assuming * dakʷ-(n)-, which gave δαφ-ν- or δαυκ\/ χ-(ν\/μ)-; note that there is no *λαυφ-; cf. Beekes, Pre-Greek (B 1). Thus δαφν- and δαυκ\/ χ-ν\/μ- were one word.Page in Frisk: 1,353Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δάφνη
См. также в других словарях:
Λυσαία — Λυσαία, ἡ (Α) επίκληση τής Αρτέμιδος στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ (πρβλ. ἔ λυσ α, αόρ. τού λύω) + κατάλ. αία (πρβλ. δαφν αία)] … Dictionary of Greek
καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
καμάκινος — καμάκινος, ον (Α) ο κατασκευασμένος από καλάμι, ξύλο ή από παρόμοια εύθραυστη ύλη («δόρυ καμάκινον», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμαξ, ακος + κατάλ. ινος (πρβλ. δάφν ινος, ξύλ ινος)] … Dictionary of Greek
κανθαρίτης — κανθαρίτης, ὁ (Α) [κανθάρεως] (ενν. οίνος) είδος κρασιού που παρασκευαζόταν από το είδος τού αμπελιού κανθάρεως*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανθάρεως (ενν. οίνος) + κατάλ. ίτης που απαντά και σε ονομασίες άλλων κρασιών (πρβλ. δαφν ίτης, θαλασσ ίτης)] … Dictionary of Greek
καρυδέλαιο — και καρυέλαιο και καρυδόλαδο, το λάδι που εξάγεται από τη ψίχα τών καρυδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύδι + έλαιον (< έλαιον), πρβλ. δαφν έλαιον, λυχν έλαιον] … Dictionary of Greek
κεδρέλαιο — το (Α κεδρέλαιον) νεοελλ. ονομασία αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη από το πριονίδι, το ροκανίδι ή το λειοτριβημένο ξύλο ορισμένων ειδών γιουνίπερου αρχ. λάδι που εξαγόταν, κατά τον Αέτιο, από τη ρητίνη τού κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος… … Dictionary of Greek
κεδρωτός — ή, ό (Α κεδρωτός, ή, όν) νεοελλ. αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος αρχ. αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαφν ωτός, κεγχρ ωτός)] … Dictionary of Greek
κενεών — κενεών, ῶνος, ὁ (ΑΜ) κοιλότητα ή οπή («κενεὼν ἀρούρης», Ευστάθ.) αρχ. 1. το κοίλωμα μεταξύ τών πλευρών και τού ισχίου τών μεγάλων ζώων, οι λαγόνες 2. κενό διάστημα μέσα σε πλήθος («γενομένου διαστήματος ἦλθε κατά μέσον τον κενεῶνα», ΠΔ) 3. φρ.… … Dictionary of Greek
κιναρεών — κιναρεών, ῶνος, ὁ (Α) τόπος φυτεμένος με αγκινάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + επίθημα εών (πρβλ. ανθ εών, δαφν εών)] … Dictionary of Greek
κινναμωμέλαιο — το (Α κινναμωμέλαιον) έλαιο που παράγεται από το κιννάμωμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κιννάμωμον + έλαιον (< ἔλαιον), πρβλ. αμυγδαλ έλαιον, δαφν έλαιον] … Dictionary of Greek
κοκκυμηλών — κοκκυμηλών, ῶνος, ὁ (Α) κήπος με δαμασκηνιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοκκύμηλον + κατάλ. ών / ῶνος (πρβλ. δαφν ών, ελαι ών)] … Dictionary of Greek